Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οι τράπεζες θα μπορέσουν να επικεντρωθούν στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στην ανάπτυξη των εργασιών τους
Με στόχο να ξαναγίνουν «κανονικές τράπεζες» εισέρχονται στο 2020 οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι, αφήνοντας πίσω τους συμπληρωμένα δέκα χρόνια κρίσης, κατά τη διάρκεια των οποίων η αρχιτεκτονική του κλάδου, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την περίοδο της υπερανάπτυξης μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, άλλαξε δραματικά. Οι διοικήσεις τους ευελπιστούν ότι η περιπέτεια που ξεκίνησε το 2010, με τη χρεοκοπία του Δημοσίου και την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων στήριξης και των μνημονίων που τα συνόδευσαν, βαίνει προς το τέλος της.
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε αυτό που ακολούθησε. Το ελληνικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί έως και 25% και τα «κόκκινα» δάνεια θα προσεγγίσουν το 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, οδηγώντας το σύστημα σε τρεις μεγάλες ανακεφαλαιοποιήσεις (2013, 2014, 2015), στη συγκέντρωσή του σε τέσσερα μεγάλα αλλά συνεχώς συρρικνούμενα σχήματα και σε μαζική αποεπένδυση από την πλειονότητα των ξένων αγορών στις οποίες υπήρχε παρουσία.
Ιστορικά λουκέτα
Καταλύτης αυτού του μετασχηματισμού αναμφίβολα αποτελεί το «κούρεμα» των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (PSI) που ολοκληρώθηκε το 2012, προκαλώντας την απώλεια του συνόλου σχεδόν των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών εν μιά νυκτί. Τους μήνες που ακολουθούν οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η συντριπτική πλειονότητα των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων αποχωρεί από την Ελλάδα, ενώ δεκάδες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και ιστορικοί όμιλοι (Αγροτική Τράπεζα, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο), τίθενται σε εκκαθάριση και το καλό τους κομμάτι μεταφέρεται στους νέους πυλώνες της αγοράς (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς).
Κι ενώ όλα έδειχναν το 2014 πως η χώρα εξέρχεται της κρίσης, με την επιτυχημένη έξοδο Δημοσίου και τραπεζών στις αγορές και την ολοκλήρωση αυξήσεων κεφαλαίου άνω των 8 δισ. ευρώ με αποκλειστική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, ο πολιτικός παράγοντας πληγώνει για ακόμη μία φορά τον κλάδο.
Κατάρρευση εμπιστοσύνης
Η νεοεκλεγείσα το 2015 κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιλέγει τη σύγκρουση με τους δανειστές και ανατρέπει την πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών συνθηκών. Μέσα σε ένα εξάμηνο οι τράπεζες χάνουν το 40% της ρευστότητάς τους από τις καταθέσεις, λόγω των μαζικών εκροών που προκαλεί η κατάρρευση της εμπιστοσύνης, αποκλείονται εκ νέου από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, καθώς η στρέβλωση στη συναλλακτική κουλτούρα αναστέλλει τις αποπληρωμές δανείων από μεγάλη μερίδα οφειλετών, ακόμη και αξιόχρεων.
Κερασάκι στην τούρτα η προκήρυξη δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015, που δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου κλίμα αβεβαιότητας, καθώς η χώρα βρίσκεται με το ένα πόδι έξω από το ευρώ. Οι τράπεζες κλείνουν και επιβάλλονται capital controls για να ανακοπεί το κύμα αναλήψεων από τους πολίτες. Τελικώς με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και το νέο πακέτο στήριξης επέρχεται μία ισορροπία και ολοκληρώνεται με επιτυχία η τρίτη από το ξέσπασμα της κρίσης ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος.
Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που προκύπτει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 εφαρμόζει τη συμφωνία της με τους εταίρους και ανοίγει τον δρόμο για την ταχύτερη εξυγίανση του κλάδου από τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση. Μπορεί η δυναμική της οικονομίας να ανακόπηκε, ωστόσο δημιουργείται ένα νέο, σαφώς πιο ευέλικτο πλαίσιο για τη διαχείριση του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους που το α’ τρίμηνο του 2016 σημειώνει ιστορικό υψηλό στα 106 δισ. ευρώ.
Τα σχέδια για το 2020
Εκτοτε, έχει μειωθεί κατά 35 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω διαγραφών και πωλήσεων. Ωστόσο, με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο 40%, η προσαρμογή αυτή είναι πολύ μικρή για τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3,50%. Για τον λόγο αυτόν ολοκληρώθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση και τίθεται άμεσα σε εφαρμογή ένα σχέδιο υποβοήθησης του κλάδου, με την κωδική ονομασία «Ηρακλής».
Μέσω αυτού, οι διοικήσεις των τραπεζών ευελπιστούν ότι το 2020 θα αποενοποιήσουν το 40% των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων, περί τα 30 δισ. ευρώ, με τη μέθοδο των τιτλοποιήσεων και τη χρήση κρατικών εγγυήσεων έως 12 δισ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτόν, η νέα χρονιά αναμένεται να κλείσει με δείκτες καθυστερήσεων κάτω από το 20%, για να ακολουθήσει ο τελευταίος κύκλος εξυγίανσης, με τη στήριξη νέων μηχανισμών που βρίσκονται υπό δημιουργία από το υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ταυτόχρονα, τρεις από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους μέσα στους επόμενους μήνες θα έχουν εκχωρήσει σε τρίτες εξειδικευμένες εταιρείες την καθημερινή διαχείριση του συνόλου των «κόκκινων» δανείων τους, με στόχο τη βελτίωση των επιδόσεων στις ανακτήσεις. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε πως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οι τράπεζες θα μπορέσουν να επικεντρωθούν στον βασικό τους ρόλο. Τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και την ανάπτυξη των εργασιών τους.
Ζήτηση για δάνεια
Η ζήτηση για δανεισμό από επιχειρήσεις έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία τρίμηνα, ενώ σταδιακή άνοδος αναμένεται και στα αιτήματα για νέες χρηματοδοτήσεις από φυσικά πρόσωπα, κυρίως στη στεγαστική πίστη, καθώς κτηματαγορά και διαθέσιμο εισόδημα ανακάμπτουν, ως αποτέλεσμα της μεγέθυνσης του ΑΕΠ, της μείωσης της ανεργίας και των τελευταίων προσαρμογών στη φορολογία. Μεγάλο στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες αποτελεί και ο ψηφιακός τους μετασχηματισμός, που θα επιτρέψει τη μεταφορά εργασιών από το φυσικό δίκτυο σε εναλλακτικά ηλεκτρονικά κανάλια.