Ταμειακές μηχανές : Οι τρεις μέθοδοι με τις οποίες μας εξαπατούν. Τι έδειξε πρόσφατη μελέτη.
Tαμειακές μηχανές – μαϊμού που εκδίδουν απλά χαρτάκια που μοιάζουν με αποδείξεις, παράνομα λογισμικά που «πειράζουν» τους φορολογικούς μηχανισμούς και σβήνουν συναλλαγές και ημερήσιους τζίρους, αλλά και έκδοση δελτίων παραγγελίας χωρίς να κόβονται στη συνέχεια οι νόμιμες αποδείξεις είναι τα πιο συνηθισμένα κόλπα που χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι μέσω ταμειακών για να φοροδιαφεύγουν και να βάζουν στην τσέπη τον ΦΠΑ που εισπράττουν από τους πελάτες τους.
Η πρόσφατη αποκάλυψη από τους ελεγκτές της ΑΑΔΕ του κυκλώματος στο οποίο εμπλέκονται περίπου 100 επιχειρήσεις, οι οποίες με παράνομα λογισμικά στις ταμειακές τους κατάφεραν να αποκρύψουν έσοδα 25 εκατ. ευρώ και να κλέψουν ΦΠΑ τουλάχιστον 6 εκατ. ευρώ, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, όπως λένε στα «ΝΕΑ» έμπειρα στελέχη του φοροελεγκτικού μηχανισμού.
Τέτοιου είδους λογισμικά κάνουν θραύση στην αγορά και μπορεί η αρχή να έγινε σε εστιατόριο, αλλά οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο πελατολόγιο της εταιρείας που έχει δημιουργήσει τα παράνομα λογισμικά συμπεριλαμβάνονται επιχειρήσεις όλων των κλάδων.
Το γεγονός ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση συνεργάστηκαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ με τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. δείχνει πόσο δύσκολος είναι ο εντοπισμός των κυκλωμάτων.
Με τη φοροδιαφυγή να έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά hi-tech, οι ελεγκτές εκπαιδεύονται σε νέες τεχνολογίες και αναπτύσσουν εφαρμογές εντοπισμού παραβατικών συμπεριφορών που συνδέονται με ψηφιακά αρχεία.
Οταν αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των ελεγχόμενων υποθέσεων, προκαλείται ένα ντόμινο αποκαλύψεων και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής, σημειώνουν τα στελέχη της Φορολογικής Διοίκησης.
Η απάτη που στήνουν τα κυκλώματα στηρίζεται κυρίως σε τρεις μεθόδους:
1. Ταμειακές μηχανές – μαϊμού. Αποτελεί την πλέον κλασική μορφή απάτης, αφού χρησιμοποιείται ηλεκτρονικός υπολογιστής και λογισμικό για την παραγωγή και εκτύπωση παραστατικών, τα οποία προσομοιάζουν με φορολογικά στοιχεία αξίας, χωρίς όμως να εκδίδονται από νόμιμα εγκεκριμένο φορολογικό μηχανισμό.
Τα παραστατικά αυτά ουδέποτε καταχωρίζονται στα τηρούμενα λογιστικά αρχεία των οντοτήτων που τα εκδίδουν, με αποτέλεσμα τις σημαντικές απώλειες δημόσιων εσόδων αλλά και την παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού, αφού είναι συνήθως λίγοι εκείνοι που μπορούν να διακρίνουν ένα μη νόμιμο φορολογικό στοιχείο. Πρόσφατοι έλεγχοι αποκάλυψαν:
– Εστιατόριο που δεν εξέδωσε 40.646 αποδείξεις λιανικών συναλλαγών κατά τις χρήσεις 2015 έως 2017.
– Επιχείρηση εστίασης κατά τη χρήση 2015 εξέδωσε 3.945 αθεώρητα φορολογικά στοιχεία από μη δηλωμένο φορολογικό μηχανισμό.
– Ατομική επιχείρηση εστίασης κατά τη χρήση 2017 δεν εξέδωσε 1.737 φορολογικά στοιχεία.
– Εταιρεία εστίασης κατά τη χρήση 2017 δεν έκοψε 1.232 φορολογικά στοιχεία.
2. Χρήση των νόμιμων φορολογικών μηχανισμών για την έκδοση δελτίων παραγγελίας, χωρίς στη συνέχεια να εκδίδεται αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο αξίας, ή για τη μαζική έκδοση ακυρωτικών σημειωμάτων στο τέλος της κάθε ημέρας ή για τη μαζική χορήγηση εκπτώσεων, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Αποτελεί συνηθισμένη μορφή απάτης.
Οι υπηρεσίες διενεργούν στοχευμένους ελέγχους σε επιχειρήσεις για τις οποίες υπάρχουν πληροφορίες ή βάσιμες υπόνοιες χρήσης τέτοιων πρακτικών. Ο έλεγχος αντλεί τα παραγόμενα ψηφιακά αρχεία των φορολογικών μηχανισμών, τα οποία και επεξεργάζεται, προσδιορίζοντας την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και επιβάλλοντας τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Από την έρευνα και την επεξεργασία των ηλεκτρονικών αρχείων οι ράμπο της ΑΑΔΕ εντόπισαν μεταξύ άλλων:
– Επιχείρηση εστίασης η οποία για τη χρήση του 2018 δεν έχει εκδώσει 10.013 αποδείξεις συνολικής αξίας 397.000 ευρώ.
– Επιχείρηση εστίασης για διάστημα 14 μηνών (χρήση 2017-2018) δεν εξέδωσε 30.572 αποδείξεις συνολικής αξίας 943.000 ευρώ.
3. Ανάπτυξη και χρήση παράνομων λογισμικών εφαρμογών που παρεμβαίνουν στους νόμιμα εγκεκριμένους ΦΗΜ αλλοιώνοντας τα πραγματικά δεδομένα των συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι εκδόσεις φορολογικών στοιχείων εμφανίζονται νομότυπες. Ωστόσο, σε δεύτερο χρόνο και μετά την απομάκρυνση του πελάτη, ειδικά λογισμικά δύνανται να αλλοιώνουν το περιεχόμενο των εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων ως προς τις ποσότητες, τις αξίες, τα είδη και τον αλγόριθμο της ασφαλούς σήμανσης του κάθε παραστατικού – με άλλα λόγια, της ταυτότητάς του -, σύμφωνα με τις επιθυμίες της οικονομικής οντότητας.
Η συγκεκριμένη μορφή απάτης είναι από τις πλέον δύσκολα ανιχνεύσιμες, αφού στόχος των χρησιμοποιούμενων λογισμικών είναι η αριστοτεχνική συγκάλυψη κάθε ίχνους που θα μπορούσε να ενοχοποιήσει την οντότητα. Η συγκεκριμένη μορφή απάτης συνδέεται με τη χρήση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού, της Ειδικής Ασφαλούς Φορολογικής Διάταξης Σήμανσης Στοιχείων (ΕΑΦΔΣΣ).
Η ΕΑΦΔΣΣ αποτελεί αυτόνομη λειτουργικά και φυσικά ηλεκτρονική υπολογιστική συσκευή, η οποία συνδέεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή μέσω κατάλληλα διαμορφωμένου λογισμικού, το οποίο επεξεργάζεται και σημαίνει με ειδικό αλγόριθμο ασφαλούς σήμανσης (ΠΑΗΨ) τα εκδιδόμενα στοιχεία, έχει μνήμη εργασίας και φορολογική μνήμη αποθήκευσης δημοσιονομικών δεδομένων.
Το έργο της φορολογικής Αρχής δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο λόγω των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία για αποθήκευση όλων των παραγόμενων αρχείων συναλλαγών σε εξυπηρετητές αρχείων (file servers), οι οποίοι συνήθως βρίσκονται εκτός των επιχειρήσεων, χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός τους, καθιστώντας έτσι δυσχερή έως αδύνατη την άντληση του περιεχομένου τους.
Για τον εντοπισμό της συγκεκριμένης μορφής απάτης οι υπηρεσίες διενεργούν ελέγχους σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη συλλογή στοιχείων, ενώ το δεύτερο την επαλήθευση της σωστής λειτουργίας της ΕΑΦΔΣΣ.