Την ώρα που η κυβέρνηση θεωρεί κομβική πρόκληση τη μεταφορά αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα, πληθαίνουν οι ξενοφοβικές αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο
Ένα ακόμη ζήτημα προέκυψε στη μετακίνηση αιτούντων άσυλο σε δομές της ενδοχώρας: οι αντιδράσεις που καταγράφονται από μερίδες των τοπικών κοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αποφάσεων. Όλα αυτά την ώρα που συνεχίζονται οι αυξημένες αφίξεις προσφύγων και μεταναστών.
Τις τελευταίες ημέρες είχαμε το μπλόκο που έγινε από ομάδων ανθρώπων που φώναζαν ρατσιστικά και ξενοφοβικά συνθήματα σε λεωφορείο που μετέφερε αιτούντες άσυλο στα Γιαννιτσά, αντίστοιχη συγκέντρωση στα διόδια Στρυμονικού στο νομό Σερρών, συγκέντρωση διαμαρτυρίας πάλι με ακροδεξιό τόνο στην Καλαμαριά, συνέλευση στο Δήμο Σκύδρας αλλά και ψήφισμα του Δήμοτικού Συμβουλίου Κιλκίς ενάντια στη μετακίνηση και φιλοξενία προσφύγων σε ξενοδοχείο της Πικρολίμνης.
Είχαν προηγηθεί λίγες μέρες νωρίτερα οι σφοδρές αντιδράσεις ορισμένων κατοίκων στα Βρασνά, του Δήμου Βόλβης, ενάντια στη μετακίνηση 400 προσφύγων, που τελικά οδήγησαν στο να ματαιωθεί η εγκατάστασή τους εκεί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ήταν αυτή η απόφαση που έδωσε ώθηση και σε ομάδες κατοίκων άλλων περιοχών να κινητοποιήσουν ενάντια στην εγκατάσταση προσφύγων.
Την ίδια ώρα παρατηρούνται μεγάλες αντιδράσεις και στις μεταφορές που γίνονται νέων αφίξεων προς τα νησιά που διαθέτουν Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις που έχουν υπάρξει και στη Χίο και στην Κω και στη Λέρο. Εδώ η αιχμή είναι ότι δεν οι υπάρχουσες δομές δεν μπορούν να αντέξουν την παρουσία επιπλέον ανθρώπων.
Τοξικό κλίμα ξενοφοβίας
Όλα αυτά συνδυάζονται με διάφορες μορφές καταγραφής ξενοφοβικού λόγου. Αυτό φαίνεται έντονα στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης όπου συχνά ανακυκλώνονται ρατσιστικές αναφορές ή ακόμη και ψευδείς ειδήσεις για την παρουσία των προσφύγων σε διάφορες περιοχές, Φαίνεται, όμως, και στο φαινόμενο να υπάρχουν ακόμη και απειλητικά μηνύματα σε όσους με τον οποιονδήποτε τρόπο συνεργάζονται ή συναλλάσσονται με πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση αλλά και στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης διαβεβαιώνουν ότι όλα αυτά είναι μεμονωμένα φαινόμενα και τοπικά περιστατικά που δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση πνευμάτων των τοπικών κοινωνιών.
Εξίσου, όμως, ισχύει και το γεγονός ότι μέχρι τώρα είναι αυτές οι αντιδράσεις που έχουν δώσει τον τόνο. Σε μεγάλο βαθμό έχουν αποδοθεί σε αντιδράσεις ακροδεξιών κύκλων. Πάντως έχει ενδιαφέρον ότι ακόμη και δημοτικοί άρχοντες που δεν προέρχονται από το χώρο της ευρύτερης δεξιάς έχουν υιοθετήσει αντίστοιχους τόνους.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του δημάρχου Κω, Θεοδόση Νικηταρά, που εξελέγη και με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα χαράματα του περασμένου Σαββάτου η δημοτική αρχή της Κω, μαζί κατοίκους και εκσκαφείς εμπόδισαν την αποβίβαση 48 προσφύγων και μεταναστών που έρχονταν από το Καστελόριζο για να πάνε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης που λειτουργεί στην Κω.
Τελικά οι πρόσφυγες και οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και σε δομές φιλοξενίας της Αττικής, όπου και θα γίνει η καταγραφή και πιστοποίηση. Ο ίδιος ο δήμαρχος επικαλέστηκε την υπερβολική συμφόρηση στα Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης του νησιού, ως δικαιολογία γι’ αυτή την ενέργεια.
Τα προβλήματα από την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ και Τουρκίας
Ένα μέρος των προβλημάτων έχει να κάνει με την ίδια την εφαρμογή της κοινής δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας. Υπενθυμίζουμε ότι τμήμα αυτής της συμφωνίας ήταν ο γεωγραφικός περιορισμός των αιτούντων άσυλο στα νησιά.
Και αυτό γιατί όποιος μεταφερόταν στην ενδοχώρα δεν μπορούσε μετά να απελαθεί προς την Τουρκία. Η πλευρά αυτή της συμφωνίας ήταν αυτή που κατεξοχήν προσπαθούσε να μετατρέψει τα νησιά σε «φραγμούς» ουσιαστικά της εισόδου προσφύγων και μεταναστών.
Βέβαια, αυτή η διάσταση της συμφωνίας δεν μπορούσε και εύκολα να εφαρμοστεί, ακριβώς γιατί στην πράξη οδήγησε στις άθλιες συνθήκες στη Μόρια και στα υπόλοιπα Κέντρα Υποδοχής και ανάγκασε και την προηγούμενη κυβέρνηση και αυτή να κάνουν κάθε τόσο μετακινήσεις προς την ενδοχώρα.
Στην πραγματικότητα, τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και η τωρινή δείχνουν να προσπαθούν να βρουν ένα ισοζύγιο ανάμεσα στην τήρηση της συμφωνίας (που εκτός των άλλων θεωρούσαν ότι λειτουργούσε αποτρεπτικά προς την αύξηση των μεταναστευτικών ροών) και τις αναγκαστικές μετακινήσεις και προς την ενδοχώρα.
Αυτή τη στιγμή είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση προτιμά να παραβιάσει εν μέρει τη συμφωνία μεταφέροντας ανθρώπους στην ενδοχώρα, παρά να δει να προκύπτουν ακόμη περισσότερα προβλήματα από την υπερσυγκέντρωση ανθρώπων στις δομές στα νησιά.
Η ίδια αντιφατική διαχείριση φαίνεται και σε άλλες πλευρές του ζητήματος. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση θέλει τώρα να περιορίσει τη δυνατότητα αιτούντων άσυλο να εντάσσονται στις ευάλωτες κατηγορίες, καθώς πιστεύει ότι έτσι θα μπορέσει να έχει περισσότερες απελάσεις. Όμως, ταυτόχρονα ο περιορισμός στη δυνατότητα να χαρακτηριστεί κάποιος ότι ανήκει σε ευάλωτη κατηγορία, περιορίζει και τον αριθμό εκείνων που ως ευάλωτοι μπορούσαν να φεύγουν από τα νησιά με βάση τη συμφωνία.
Η διαφορά από το 2015
Το 2015-2016 πέρασε από την Ελλάδα περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Η κατάσταση κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν και γιατί οι αριθμοί ήταν πολύ μεγάλοι και γιατί δεν υπήρχαν οι απαραίτητες υποδομές. Τα προβλήματα μάλιστα έγιναν μεγαλύτερα όταν έκλεισε ο «βαλκανικός διάδρομος» και εγκλωβίστηκαν πρόσφυγες στην Ειδομένη αλλά και σε άλλες περιοχές. Θυμόμαστε τις άθλιες συνθήκες που υπήρχαν στο λιμάνι του Ελληνικού αλλά και στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Ωστόσο, αυτό που είχε κυριαρχήσει ήταν ένα ευρύτερο κλίμα αλληλεγγύης. Ήταν ως ένα μια κοινωνία που η ίδια είχε περάσει δύσκολες στιγμές τα προηγούμενα χρόνια επέλεγε την ανθρωπιά απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Γι’ αυτό το λόγο και ήταν περιορισμένες οι ρατσιστικές αντιδράσεις πάνω στο μεγάλο κύμα των αφίξεων.
Ακόμη και αργότερα οι αντιπροσφυγικές φωνές που θα καταγραφούν, κύρια ως μεμονωμένες αντιδράσεις στην εγγραφή των προσφυγόπουλων στα σχολεία, είχαν έναν εμφανή ακροδεξιό τόνο.
Γιατί τώρα επιστρέφει η ξενοφοβία;
Τώρα τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Από τη μια, είναι σαφές ότι υπάρχει ενεργοποίηση ακροδεξιών ομάδων, που δοκιμάζουν να αποκτήσουν ξανά επιρροή και θεωρούν ότι αυτό είναι «προνομιακό ζήτημα». Εν μέρει σε αυτό το κλίμα δοκιμάζει να επενδύσει και η Ελληνική Λύση, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Από την άλλη, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις είναι σαφές ότι σε ένα τμήμα της τοπικής βάσης και του κυβερνώντος κόμματος υπάρχουν ξενοφοβικά αντανακλαστικά, που είχαν τροφοδοτηθεί και από την προεκλογική ρητορική ότι υπάρχει έτοιμο σχέδιο για εφαρμογή με βασικούς άξονες τις τα κλειστά κέντρα και τις μαζικές επιστροφές.
Ταυτόχρονα , δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι οι αντιδράσεις δεν αναλογούν σε προβλήματα. Γιατί εάν στα νησιά υπάρχει πραγματικό πρόβλημα με την εξάντληση κάθε δυνατότητας των υποδομών να προσφέρουν αξιοπρεπή διαμονή στους αιτούντες άσυλο, στοιχείο που –ας μην το ξεχνάμε – πρωτίστως πλήττει τους ίδιους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, δεν ισχύει το ίδιο στην ενδοχώρα. Δύσκολα μπορεί κανείς να θεωρήσει «πρόβλημα για την τοπική κοινωνία», την άφιξη μερικών εκατοντάδων μεταναστών.
Παρ’ όλα αυτά εάν παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις που υπάρχουν, θα δει ακόμη και τέτοιες μετακινήσεις να αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα, να υπάρχουν διαμαρτυρίες, να διακινούνται τερατολογίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και την ίδια στιγμή σε μικρό βαθμό ασχολείται κανείς με τα πραγματικά προβλήματα, όπως είναι το εάν υπάρχουν όντως υποδομές για αξιοπρεπή διαβίωση.
Με αυτή την έννοια θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την ξενοφοβία αντίδραση στο πρόβλημα. Αποτελεί περισσότερο ένα σύμπτωμα σημαντικών αλλαγών στην κοινωνίας που μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα και στην διαχείριση του μεταναστευτικού.
Η ξενοφοβία προκύπτει ως πλευρά μιας συνολικότερης ιδεολογικής μετατόπισης και πολιτισμικής κρίσης. Σε μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, με έντονο το στοιχείο ενός ιδιότυπου επιβιωτισμού, είναι εύκολο να ριζώσει ο φόβος και αυτό μπορεί να τροφοδοτήσει το φόβο για τον «άλλο» και τον «ξένον». Αυτό επιτείνει ξενόφοβα ή ακόμη και ρατσιστικά αντανακλαστικά.
Η ανάγκη να θυμηθούμε την αξία της αλληλεγγύης
Συνηθίσαμε να αντιμετωπίζουμε το μεταναστευτικό και το προσφυγικό με όρους «ροών» και «φραγμών», ή μέσα από την προσπάθεια να διαχωρίσουμε τους πρόσφυγες από τους μετανάστες ως εάν η μετανάστευση να μην απαντά επίσης σε πραγματικές ανάγκες και πραγματικά προβλήματα.
Μόνο που παραβλέπουμε ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, που έχουν δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και ένα καλύτερο αύριο.
Το γεγονός ότι η λογική των «φραγμών» και της Ευρώπης φρούριο έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη, συχνά υπό την επίδραση και της ανερχόμενης ακροδεξιάς, συμβάλλοντας εκτός όλων των άλλων και στον εγκλωβισμό μεταναστών και προσφύγων στα σημεία εισόδου της Ευρώπης, δεν αναιρεί ότι αυτή η λογική έχει δείξει και τα όρια και τους κινδύνους.
Προφανώς πολλά θα κριθούν στη δύσκολη και άνιση μάχη να αλλάξει πραγματικά πολιτική η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, είναι ανάγκη να υπάρξει και «αλλαγή παραδείγματος» και στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το ζήτημα στην Ελλάδα.
Η διαρκής επίκληση ενός «προβλήματος» ή μιας «απειλής» οριακά μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις. Αντίθετα, το ξαναπιάσουμε το νήμα της αλληλεγγύης, με αφετηρία ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που έχουν προβλήματα (και δεν είναι «πρόβλημα»), μπορεί και να βοηθήσει και το ζήτημα να το αντιμετωπίσουμε στις πραγματικές του διαστάσεις.
Κυρίως, μπορεί να βοηθήσει να αποφύγουμε το φαύλο κύκλο που ξεκινά με την ξενοφοβία και καταλήγει στην πλήρη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας φοβικής που τελικά θα εχθρεύεται ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό της.