Η συμφωνία ανάμεσα στον τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, και τον αμερικανό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς για κατάπαυση πυρός στη βορειοανατολική Συρία λειτουργεί ως καταλύτης εξελίξεων στη συριακή κρίση.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ για την προσωρινή κατάπαυση του πυρός στη βορειοανατολική Συρία έρχεται περισσότερο να επικυρώσει δυναμικές που είναι σε εξέλιξη παρά να τις ανακόψει.
Η ίδια η κατάπαυση του πυρός, με την παράλληλη απομάκρυνση των Κούρδων μαχητών από τη συνοριακή ζώνη που θέλει να ελέγξει η Τουρκία αντιστοιχεί στον ρητά δηλωμένο σκοπό των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Βορειοανατολική Συρία. Υποτίθεται ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί μόνιμη προσάρτηση εδαφών αλλά μια προσωρινή ζώνη ασφαλείας που να της προσφέρει προστασία απέναντι στην «τρομοκρατική» όπως τη χαρακτηρίζει δράση των κουρδικών πολιτικοφυλακών.
Την ίδια στιγμή, η απόσυρση των Κούρδων μαχητών σε ζώνες πέραν της ζώνης ασφαλείας, επιτρέπει στις ΗΠΑ και ιδίως στην κυβέρνηση Τραμπ να υποστηρίζει ότι έστω και τελευταία στιγμή έκαναν κάτι για να προστατεύσουν τους Κούρδους που ήταν άλλωστε οι βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στο μέτωπο της Συρίας τα τελευταία χρόνια.
Το θέμα αυτό ήταν και ένα κεντρικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με την αντιπολίτευση στον αμερικανό πρόεδρο να τον κατηγορεί ότι εγκατέλειψε τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός στη Συρία
Ωστόσο, τα πράγματα δεν περιορίζονται μόνο σε αυτές τις πλευρές. Η συμφωνία αυτή πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με το πώς διαμορφώνεται ένας συνολικός συσχετισμός στη Συρία.
Παρότι οι ΗΠΑ επέμεναν να διατηρούν μια στρατιωτική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία κύρια με το να στηρίζουν και να εξοπλίζουν τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής, στην πραγματικότητα είχαν χάσει τη δυνατότητα να επηρεάσουν συνολικά τις εξελίξεις και είχαν επισκιαστεί σε αυτό το ρόλο από τη Ρωσία. Αυτό εκ των πραγμάτων έβαζε το ζήτημα της απεμπλοκής τους.
Η συνεχιζόμενη υποστήριξη θα είχε νόημα μόνο εάν οι ΗΠΑ επένδυαν σε κάποιο σχέδιο διαμελισμού της Συρίας, κάτι που όμως αρκετά νωρίς είχε φανεί ότι ούτε εφικτό ήταν ενώ θα διαμόρφωνε πλήθος προβλημάτων στην περιοχή. Άλλωστε, η «διεθνής κοινότητα» απέτρεψε κάθε σκέψη να προχωρήσει η ανεξαρτησία του Ιρακινού Κουρδιστάν, παρά το συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ της ανεξαρτησίας του σχετικού δημοψηφίσματος.
Επιπλέον, ανεξαρτήτως των δηλώσεων διαφόρων αμερικανών παραγόντων, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν επί μακρόν να δείχνουν ότι ενισχύουν τους χειρότερους φόβους της Τουρκίας, δηλ. τη συντήρηση μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας κοντά στα σύνορά της.
Η ρωσική στάση
Η Ρωσία επίσης είχε κάνει σαφές ότι η πολιτική λύση και η συνολική ειρήνευση στη Συρία πέρναγε μέσα από την πολιτική και εδαφική ενότητά της, παράλληλα με μια πολιτική διαδικασία για ένα νέο Σύνταγμα. Σε μια τέτοια διαρρύθμιση δεν χωρούσε ένα αυτόνομο κουρδικό μόρφωμα στη βορειοανατολική Συρία.
Ούτε βέβαια χωράει η συντήρηση του θύλακα της Ιντλίμπ ως χώρου συγκέντρωσης ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων, παρά την προσπάθεια της Τουρκίας επί μακρόν να προστατεύσει τις υποστηριζόμενες από αυτήν ισλαμιστικές οργανώσεις, αυτές που σήμερα συνοδεύουν τον τουρκικό στρατός την εισβολή στη βορειοανατολική Συρία.
Το δικαίωμα της Τουρκίας να προχωρήσει σε περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις, με κριτήριο την προστασία των συνόρων της, είχε τύχει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναγνώρισης και από τη μεριά της Ρωσίας και από τη μεριά των ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, όμως, τόσο η Ρωσία αλλά και οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή μια γενικευμένη επίθεση με όλες τις συνέπειες που θα είχε ως προς τα θύματα, τις καταστροφές αλλά και τη συντήρηση των συγκρούσεων.
Η ηγεσία των Κούρδων, παρότι για μεγάλο διάστημα θεώρησε ότι η τακτική συμμαχία με τις ΗΠΑ θα οδηγούσε σε αποφασιστικό βήμα προς την ανεξαρτησία, είχε ήδη από το 2018 κάνει ανοίγματα προς τη μεριά της κυβέρνησης της Δαμασκού. Ήδη τον Ιούλιο του 2018, αντιπροσωπεία του Συριακού Δημοκρατικού Συμβουλίου, του πολιτικού σημείου αναφοράς των Κούρδων της βορειοανατολικής Συρίας είχε κάνει την πρώτη επίσημη επίσκεψη στη Δαμασκό.
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν με ποιο τρόπο θα οριζόταν ένα καθεστώς αυτονομίας σε μια μεταπολεμική ενιαία Συρία. Αντίστοιχες, κινήσεις είχαν κάνει και οι Ρώσοι. Πάντως η συριακή κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι δεν επιθυμεί να εφαρμοστεί στη Συρία ένα μοντέλο ανάλογο αυτού του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Η τουρκική εισβολή ως καταλύτης εξελίξεων
Η τουρκική εισβολή, που ξεκίνησε αφού εξασφαλίστηκε ότι οι ΗΠΑ δεν θα έφερναν κάποιο εμπόδιο λειτούργησε ως καταλύτης εξελίξεων.
Οι Κούρδοι είχαν μια οδυνηρή εμπειρία του των επιπτώσεων που θα έχει το να βρεθούν αντιμέτωποι με τις τουρκικές δυνάμεις χωρίς την παρέμβαση κάποιας άλλης δύναμης και έσπευσαν να αναζητήσουν μια συμμαχία με τις κυβερνητικές δυνάμεις και άρα τη Ρωσία.
Η άφιξη των κυβερνητικών δυνάμεων (με ρωσική υποστήριξη) στα όρια της ζώνης ασφαλείας, ήρθε να υπενθυμίσει στην Τουρκία τα όρια οποιασδήποτε επιθετικής κίνησης που να διακυβεύει την ακεραιότητα της Συρίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ανάγκη μιας διαδικασίας που να εξασφαλίζει μέρος της «χαμένης αξιοπιστίας» τους, εντός όμως της επιλογής απεμπλοκής, έστω και εάν ο πρόεδρος Τραμπ δέχτηκε ένα πλήθος ρητορικών καταγγελιών της «εγκατάλειψης» των Κούρδων στο Κογκρέσο και τον αμερικανικό Τύπο – αν και περισσότερο ενταγμένων στην τρέχουσα δυναμική της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεση παρά σε μια πραγματική ευαισθησία για τον κουρδικό λαό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική πρωτοβουλία να διαπραγματευτούν την ασφαλή απομάκρυνση των κούρδων μαχητών από ένα σημαντικό μέρος της διεκδικούμενης από την Τουρκία «ζώνης ασφαλείας» (με αντάλλαγμα την μη επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία), δεν αποτελεί απλώς μια κίνηση που επαναφέρει κάποιο κύρος στις ΗΠΑ.
Άλλωστε, ακόμη και έτσι η παραδοχή ότι ένα μέρος της διαχείρισης της κατάστασης αφορά τη συνεννόηση της Τουρκίας με τη Ρωσία, δείχνει και τα όρια της αμερικανικής παρέμβασης. Ούτε είναι άλλη μια κίνηση που νομιμοποιεί το σχέδιο στρατιωτικής απεμπλοκής των ΗΠΑ από τη Σύρια. Περισσότερο, η κίνηση αυτή έρχεται να σπρώξει και αυτή τα πράγματα προς την επόμενη μέρα.
Στο βαθμό που η Τουρκία δεν διεκδικήσει κάποιου τύπου διαρκή προσάρτηση συριακού εδάφους και κυρίως μείνει στη λογική της διασφάλισης των συνόρων της, η εκεχειρία επιτρέπει στη Ρωσία να εγγυηθεί ότι τελικά από την άλλη πλευρά των συνόρων η Τουρκία δεν θα έχει πλέον τις κουρδικές δυνάμεις, αλλά τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις.
«Εάν η Ρωσία, συνοδευόμενη από το συριακό στρατό απομακρύνει τα στοιχεία του YGP (σ.σ. των κουρδικών δυνάμεων πολιτοφυλακής), εμείς δεν θα είμαστε αντίθετοι» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση Τσαβούσογλου επί του θέματος. Να σημειώσουμε εδώ ότι εδώ και καιρό η Ρωσία έχει επαναφέρει στο προσκήνιο το «Πρωτόκολλο των Αδάνων», που είχε υπογραφεί το 1998 ανάμεσα στη Συρία και την Τουρκία, όπου η πρώτη εγγυόταν ότι δεν δρα πλέον στο έδαφός της το PKK και ότι δεν θα παρέμενε σε συριακό έδαφος ο Οτσαλάν.
Η προσοχή στρέφεται στη συνάντηση Ερντογάν – Πούτιν
Παρότι η αμερικανική πρωτοβουλία για εσπευσμένη αποστολή του Μάικ Πενς στην Άγκυρα, που ακολούθησε το παρ’ ολίγο φιάσκο από τις τραγελαφικές δηλώσεις και επιστολές Τραμπ, εμφανώς προσπάθησε να δείξει ότι δεν παίζει ρόλο εγγυητή μόνο η Ρωσία, εντούτοις είναι σαφές ότι η συνάντηση Ερντογάν και Πούτιν στο Σότσι στις 22 Οκτωβρίου ανάγεται πλέον στο επόμενο κρίσιμο ορόσημο για την δρομολόγηση μιας συνολικότερης λύσης, κάτι που παραδέχονται ακόμη και οι ΗΠΑ.
Πάντως και η Τουρκία δείχνει να θέλει μια συμφωνία με τη Ρωσία που θα εγγυάται ότι δεν θα επιχειρούν πλέον οι κουρδικές δυνάμεις από κρίσιμες περιοχές. Όπως δήλωσε ο Ταγίπ Ερντογάν στις 18 Οκτωβρίου: «Σκοπός μας είναι να φτάσουμε σε μια εύλογη συμφωνία με τη Ρωσία. Ο όρος μας είναι ότι πρέπει να απομακρυνθούν οι τρομοκράτες του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος από περιοχές που σήμερα ελέγχει το (συριακό) καθεστώς. Σε αυτή την περίπτωση, εάν η Μάνμπιτζ ελέγχεται από το καθεστώς, δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε».
Βέβαια αρκετά θα κριθούν από το πώς και σε ποιο βαθμό θα τηρηθεί η παύση πυρός (υπήρξαν ήδη μεμονωμένες παραβιάσεις της), σε ποια κλίμακα θα απομακρυνθούν οι κουρδικές δυνάμεις και κυρίως σε ποια έκταση θα αναπτυχθούν τελικά οι τουρκικές δυνάμεις (που με βάση τη συμφωνία θα έχουν την κύρια ευθύνη της «ζώνης ασφαλείας), εάν δηλ. θα μείνουν σε όλη τη ζώνη που υποτίθεται ότι διεκδικεί η Άγκυρα ή κυρίως στις περιοχές που ήδη βρίσκονται. Όμως, ολοένα και περισσότερο το βάρος θα μεταφέρεται στις παράλληλες πολιτικές διεργασίες με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα.