Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ: Ρητορική αλαζονεία και στρατηγική αμηχανία

Αν και στην πραγματικότητα περισσότερο συμβολική χειρονομία παρά πραγματική «παραγωγή πολιτικής», η εκάστοτε αναθεώρηση της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ αποτελεί συμπύκνωση των βασικών κατευθύνσεων στις οποίες θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και της ιδεολογικής ρητορικής με την οποία αυτή θα νομιμοποιηθεί. Αυτό δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στην πρώτη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας που […]

Αν και στην πραγματικότητα περισσότερο συμβολική χειρονομία παρά πραγματική «παραγωγή πολιτικής», η εκάστοτε αναθεώρηση της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ αποτελεί συμπύκνωση των βασικών κατευθύνσεων στις οποίες θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και της ιδεολογικής ρητορικής με την οποία αυτή θα νομιμοποιηθεί.

Αυτό δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στην πρώτη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας που υπογράφεται από τον πρόεδρο Τραμπ. Άλλωστε, ακόμη και μια πρόχειρη ματιά στο ντοκουμέντο, θα διαπιστώσει εξαρχής την προσπάθεια να αναπαραχθεί ως στρατηγική ο βασικός τόνος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ που στηριζόταν στο «Πρώτα η Αμερική». Σε αντίθεση με το ανάλογο ντοκουμέντο του Μπαράκ Ομπάμα, τον Φεβρουάριο του 2015, εδώ ακόμη και ο αριθμός των εμφανίσεων του επιθέτου «Αμερικανικός» στους τίτλους των ενοτήτων και των παραγράφων είναι ενδεικτικός.

Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η περιγραφή και ιεράρχηση των απειλών. Εκεί που σε προηγούμενες προεδρίες κυριαρχούσε, σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο, η επίκληση μιας «διεθνούς» κοινότητας που πρέπει να αμυνθεί έναντι των απειλών, εδώ η περιγραφή του κόσμου αφορά ρητά τη σύγκρουση της Αμερικής με τους ανταγωνιστές της και τις άλλες απειλές. Ως προς τον ανταγωνισμό οι αντίπαλοι προσδιορίζονται ρητά ως η Ρωσία και η Κίνα που «αμφισβητούν την Αμερικανική ισχύ, επιρροή και συμφέροντα, προσπαθώντας να υποσκάψουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία. Είναι αποφασισμένες να κάνουν τις οικονομίες λιγότερο ελεύθερες και λιγότερο δίκαιες, να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και να ελέγξουν την πληροφορία και τα δεδομένα για να καταπιέσουν τις οικογένειες του και να επεκτείνουν την επιρροή τους». Ως προς τις απειλές ρητά εντοπίζονται η Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Αντίστοιχα, ως προς τις απειλές προκρίνονται τα όπλα μαζικής καταστροφής και ακολουθούν οι τρομοκρατικές απειλές, ενώ σε αντίθεση με την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του Ομπάμα δεν προκρίνεται ως απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ η κλιματική αλλαγή, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην μεταναστευτική πολιτική και τον έλεγχο των συνόρων.

Φυσικά, επαναλαμβάνονται και εδώ οι αναφορές στην οικονομική ευημερία ως στρατηγική ασφαλείας με την φορολογική μεταρρύθμιση να φιγουράρει σε κεντρική θέση στα μέτρα που να επανεκκινήσουν την αμερικανική οικονομία. Όμως, ενώ στη ρητορική του Ομπάμα έμπαινε έντονο το στοιχείο της διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την αμερικανική ηγεσία με κεντρικό άξονα τις μεγάλες συμφωνίες για το παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις όπως την TTP και την TTIP, στο ντοκουμέντο της κυβέρνησης Τραμπ η αρχική παραδοχή είναι ότι οι ΗΠΑ ανέχτηκαν άδικες εμπορικές πρακτικές άλλων χωρών σε βάρος της αμερικανικής ευημερίας και η έμφαση είναι σε συμφωνίες που θα κατοχυρώνουν τα αμερικανικά συμφέροντα.

Γεωπολιτικά η ρητορική του κειμένου επιστρέφει σε μια λογική ανταγωνιστικών πόλων: «Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που είναι αντίθετος στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα θέλει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή, να επεκτείνει το οικονομικό της μοντέλο που έχει κινητήρια δύναμη το κράτος και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελος της. Η Ρωσία επιδιώκει να ανακτήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης και να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της». Το ντοκουμέντο εκτιμά ότι παρότι οι ΗΠΑ στήριξαν την οικονομική άνοδο της Κίνας και την ενσωμάτωσή της στο διεθνές σύστημα, η Κίνα επεκτείνει την ισχύ της σε βάρος της κυριαρχίας άλλων κρατών. Αντίστοιχα, εκτιμά ότι η Ρωσία επιδιώκει να διαιρέσει τους συμμάχους των ΗΠΑ. Ως προς τις άμεσες απειλές πέραν της επικέντρωσης στην Βόρεια Κορέα και σε οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος, έχει ενδιαφέρον ότι επιστρέφει πολύ πιο έντονα η αντιμετώπιση του Ιράν ως ενός καθεστώτος που υποθάλπει την τρομοκρατία στον κόσμο.

Ως προς την αμυντική ικανότητα των ΗΠΑ, το κείμενο επαναλαμβάνει την επιμονή στην αναβάθμιση της αποτρεπτικής ικανότητας σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος, της αναβάθμισης του πυρηνικού οπλοστασίου, της διατήρησης επαρκούς μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων και της επιμονής στην ικανότητα ισχύος πλήρους φάσματος.

Το ντοκουμέντο αντανακλά επίσης την αγάπη της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης για τα πυρηνικά. Μάλιστα, διευρύνει σε σημαντικό βαθμό το εύρος χρήσης των πυρηνικών αφού ρητά προβλέπεται ότι η αμερικανική πυρηνική δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση σε πυρηνική επίθεση, σε μη πυρηνική στρατηγική απειλή και σε μεγάλης κλίμακας συμβατική επιθετική ενέργεια». Είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ συμπεριλαμβάνουν τις «μη πυρηνικές στρατηγικές απειλές» στο εύρος των πιθανών χρήσεων πυρηνικών όπλων. Κοινώς, ο Ντόναλντ Τραμπ διευρύνει επικίνδυνα τις πιθανότητες στις οποίες μπορεί να «πατήσει το κουμπί».

 

Η αναμέτρηση με τα όρια της αμερικανικής ισχύος

Αν, όμως, κάνουμε στην άκρη τη ρητορική το κείμενο αυτό συνδυάζει την αλαζονεία με την αναγνώριση της πραγματικότητας. Η ρητή αναγνώριση της Κίνας και της Ρωσίας ως ανταγωνιστών και αντιπάλων, μπορεί να αποπνέει ψυχροπολεμική επιθετικότητα, αποτελεί όμως και παραδοχή ότι τελείωσε ο μονοπολικός κόσμος και η εποχή όπου οι ΗΠΑ επαίρονταν ότι ήταν η μόνη υπερδύναμη. Για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ αναγκάζονται να παραδεχτούν, έστω και έμμεσα, ότι η πρωτοκαθεδρία τους δεν είναι αυτονόητη και ότι εργάζονται για να αποτρέψουν μια τροποποίηση του συσχετισμού που δεν φαντάζει τώρα τόσο απίθανη όσο παλαιότερα.

Με αυτή την έννοια ήταν χαρακτηριστική η σύμπτωση της ανακοίνωσης της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας και του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε μια εντυπωσιακή απομόνωση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου χρειάστηκε να καταφύγουν στη χρήση βέτο για να μπλοκάρουν ένα ψήφισμα κατά της απόφασης του Αμερικανού προέδρου να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ το οποίο είχε την υποστήριξη και των 14 υπόλοιπων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ούτως ή άλλως, η απόφαση αυτή του Αμερικανού προέδρου, η ένταση που πυροδότησε, ο τρόπος που αποκηρύχτηκε ακόμη και από στενούς συμμάχους των ΗΠΑ και το γεγονός ότι επί της ουσίας δεν βρήκε μιμητές, είναι ενδεικτική μιας στρατηγικής που δεν κατορθώνει να οικοδομεί συσχετισμό γύρω της.

Ούτε είναι χωρίς σημασία ότι η όξυνση σε ρητορικό επίπεδο έρχεται σε μια περίοδο όπου είναι αρκετά ασαφές τι ακριβώς προκρίνουν οι ΗΠΑ ως όραμα για τον κόσμο πέραν του να ενισχύουν τις τοπικές βλέψεις παραδοσιακών συμμάχων τους όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα. Η παράταση της όξυνσης με τη Ρωσία ενισχύει τη δυσανεξία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών που θέλουν ενεργειακές και εμπορικές συναλλαγές, η στρατηγική των «νέων δρόμων του μεταξιού» φαντάζει καταρχάς θελκτική (και σίγουρα θελκτικότερη από την προοπτική νέων εμπορικών πολέμων) για αρκετούς, ενώ την ίδια στιγμή η ικανότητα των ΗΠΑ να έχουν το ρόλο του βασικού power-broker σε μείζονες διεθνείς συγκρούσεις έχει σαφώς υποχωρήσει.

Εάν π.χ. στη Βαλκανική κρίση οι ΗΠΑ ήταν αυτές που στο τέλος εγγυήθηκαν τη διαδικασία ειρήνευσης, στη Συριακή κρίση ήταν η Ρωσία αυτή που τελικά όχι μόνο διαμόρφωσε το συσχετισμό αλλά και εγγυάται αυτή τη στιγμή την πολιτική διαδικασία που θα οδηγήσει στην «επόμενη μέρα», ενώ με την εξαίρεση της Σαουδικής Αραβίας, όλες οι υπόλοιπες χώρες είναι μάλλον ικανοποιημένες με την επιστροφή του Ιράν στη διεθνή κοινότητα (και του ιρανικού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές).

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την υπέρτερη στρατιωτική τους ισχύ για να εξασφαλίσουν τον ηγετικό ρόλο. Το έκαναν το 1945 έναντι της ΕΣΣΔ όπως και σε μια αλυσίδα πολέμων και επεμβάσεων από το 1991 και μετά για να κατοχυρώσουν τη θέση τους στο μετασοβιετικό κόσμο. Όμως, τότε μπορούσαν να προτείνουν και μια συνεκτική εικόνα για τον κόσμο, κάτι που σήμερα μάλλον απουσιάζει Αντιμέτωπες σήμερα με έναν κόσμο πιο πλούσιο σε αντιθέσεις και ανταγωνισμούς αλλά και πολύ λιγότερο σχηματικό στις πιθανές συμμαχίες και συμπράξεις μάλλον προσπαθούν να συγκαλύψουν τη στρατηγική αμηχανία τους πίσω από μια επιθετική ρητορική. Αλλά αυτό δεν τις καθιστά λιγότερο επικίνδυνες…


Πηγή: UNFOLLOW

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από