Με την εκλογική ήττα να είναι βέβαιη, ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονται για την επόμενη μέρα.
Ανεξαρτήτως ρητορικής στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πολύ καλά ότι στις 8 Ιουλίου θα είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Στην πραγματικότητα έχουν ήδη αρχίσει να προετοιμάζονται για αυτό.
Αυτό εξηγεί και τον τρόπο που προσπαθούν έστω και την τελευταία στιγμή να μπορέσουν να πετύχουν μια μεγαλύτερη εκλογική συσπείρωση. Γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αλλάξουν το συσχετισμό και ότι ακόμη και η αποτροπή της αυτοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είναι δύσκολη.
Όμως, έχουν το στόχο του 30% ακριβώς λόγω του συμβολισμού που έχει το να είναι όχι απλώς το δεύτερο κόμμα αλλά ένα δεύτερο κόμμα με ένα ποσοστό που παραπέμπει όντως σε αξιωματική αντιπολίτευση που θα μπορούσε να διεκδικήσει ξανά τις εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν χθες δείχνουν ότι υπό προϋποθέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να φτάσει το 30%.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται όλος ο επικοινωνιακός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ με ιδιαίτερη έμφαση όχι μόνο στις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη μέρα αλλά κυρίως στην επιμονή για τους κινδύνους από μια επιστροφή της ΝΔ στην εξουσία.
Σημείο κλειδί είναι το εάν θα καταφέρουν όχι τόσο να μεταπείσουν ψηφοφόρους που έχουν κάνει άλλες επιλογές όσο να πείσουν ψηφοφόρους που μάλλον προκρίνουν την αποχή, το άκυρο ή την αριστερόστροφη ψήφο διαμαρτυρίας να ενισχύσουν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια να φανεί ότι ο πρωθυπουργός δεν φοβάται να εμφανιστεί ακόμη και σε υποτίθεται «εχθρικά» περιβάλλοντα όπως τα στούντιο του Σκάι, ή κινήσεις όπως η επιλογή ο πρωθυπουργός να αφήσει τη Σύνοδο Κορυφής για να πάρει μέρος στον προεκλογικό αγώνα.
Ένα αποτέλεσμα για την επόμενη μέρα
Ένα σχετικά αξιοπρεπές ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, δηλαδή ένα ποσοστό λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 30% και σε κάθε περίπτωση καλύτερο από αυτό των ευρωεκλογών είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη σταθερότητα και τη συνοχή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρότι σήμερα δεν υπάρχει κάποιος πολιτικός σχηματισμός που να φαίνεται ικανός να αμφισβητήσει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ – οι αντιφατικές διαδρομές του ΚΙΝΑΛ τα τελευταία χρόνια υπονόμευσαν κάθε δυνατότητα να υπάρξει άλλος πόλος στην κεντροαριστερά – είναι σαφές ότι όσο πιο μεγάλο θα είναι το ποσοστό τόσο πιο μεγάλη και εσωτερική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θα σημάνει και έναν αριθμό επιπλέον βουλευτών.
Κυρίως ένα σχετικά υψηλό ποσοστό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει κάποια αμφισβήτηση της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι παραμένει στα 45 του ένας πολιτικός με σημαντικό πολιτικό χρόνο μπροστά του.
Η πρόκληση της ανασυγκρότησης κομματικού μηχανισμού
Η μεγαλύτερη πρόκληση του ΣΥΡΙΖΑ την επομένη των εκλογών θα είναι να μπορέσει να αποκτήσει ξανά κομματικό μηχανισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ και πάνω από 4 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως έχει απορροφηθεί από το κράτος.
Και αυτό γιατί ούτως ή άλλως η διαχείριση του κρατικού μηχανισμού από μια κυβέρνηση απαιτεί και αρκετές χιλιάδες ανθρώπους που θα τοποθετηθούν σε θέσεις κλειδιά με κυβερνητική απόφαση.
Αυτό στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ σήμαινε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης στον ευρύτερο κυβερνητικό τομέα. Ελάχιστον ήταν ο αριθμός υψηλόβαθμων κομματικών στελεχών που επέμειναν να μην έχουν κάποια άμεση ή έμμεση σχέση με τον κρατικό μηχανισμό.
Τώρα μεγάλο μέρος αυτών θα απομακρυνθούν από τέτοιες θέσεις όμως για να μπορέσουν να στελεχώσουν το κόμμα θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί και ο κομματικός μηχανισμός. Το ίδιο ισχύει και για ένα σημαντικό αριθμό βουλευτών που δεν θα επανεκλεγούν.
Όμως, αυτό προϋποθέτει ακριβώς να πειστούν να επιστρέψουν στο κόμμα, να θελήσουν να αναλάβουν θέσεις ευθύνης σε αυτό, να δουλέψουν πολιτικά και όχι π.χ. να επιστρέψουν στις πανεπιστημιακές ή άλλες θέσεις κατείχαν πριν ασχοληθούν ενεργά με την υπόθεση ΣΥΡΙΖΑ.
Σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως για στελέχη νεαρής ηλικίας που μπήκαν στην πολιτική μετά το 2012, το ερώτημα είναι να αποφύγουν την απογοήτευση και την αποκαρδίωση που θα μπορούσε να τους οδηγήσει και στην απομάκρυνση από την πολιτική.
Το ίδιο ισχύει για την άλλη «μαύρη τρύπα» στα οργανωτικά του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι όμως πολύ κρίσιμη εάν μιλάμε για ένα κόμμα που θέλει να κάνει αντιπολίτευση με σκοπό την επιστροφή στην εξουσία και η οποία αφορά το συνδικαλισμό (με την εξαίρεση κάποιων κλάδων του δημοσίου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδιαρθρωθεί συνδικαλιστικά), τη νεολαία (τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις φοιτητικές εκλογές είναι εξαιρετικά χαμηλά) και βέβαια την τοπική αυτοδιοίκηση (ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε δήμους και περιφέρειες σε αυτές τις εκλογές).
Το ανοιχτό ερώτημα του προσανατολισμού
Πολιτικά το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος θα είναι ο κεντρικός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ την επομένη των εκλογών.
Τυπικά, ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα υποτίθεται ότι έκανε μια στροφή και από ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς διεκδίκησε να είναι ο βασικός φορές της «προοδευτικής συμμαχίας», ουσιαστικά μιας νέας κεντροαριστεράς. Αυτό μεταφράστηκε και σε μια στροφή προς μια λογική διαχείρισης, ρεαλισμού, συνεννόησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποφυγής πρακτικών ρήξης.
Όμως, τώρα θα είναι στην αντιπολίτευση. Θα θελήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ να πάνε σε μια γραμμή «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», εντός του θεσμικού πλαισίου που και η ίδια η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αποδέχτηκε και συνδιαμόρφωσε; Ή μήπως θα προκρίνουν μια γραμμή κινηματικής αντιπολίτευσης με έμφαση στην οργάνωση κινητοποιήσεων και στην κατά μέτωπο σύγκρουση με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την αρχή;
Ας μην ξεχνάμε ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια ολόκληρη «κατάσταση πνευμάτων», που δεν περιορίζεται στην τάση των 53+ και η οποία θεωρεί ότι η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εν πολλοίς και ένας μηχανισμός ενσωμάτωσης και απώλειας του ριζοσπαστικού χαρακτήρα.
Πολλοί θα ήθελαν έναν ΣΥΡΙΖΑ που να «επέστρεφε στις ρίζες» των κινητοποιήσεων, των καταλήψεων και των συγκρούσεων με τις δυνάμεις της καταστολής. Άλλοι πάλι θεωρούν εντός του ΣΥΡΙΖΑ ότι τέτοιο θα ακύρωνε το όποιο «κεκτημένο ωρίμανσης» απέκτησε το κυβερνών κόμμα μέσα από την τριβή του με τα κυβερνητικά καθήκοντα.
Αυτό αφορά και το διεθνή προσανατολισμό που θα πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα επιμείνει σε μια γραμμή σύμπλευσης ανάμεσα στην σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά, όπως φάνηκαν π.χ. να υποδηλώνουν οι πρωτοβουλίες του Δημήτρη Παπαδημούλη αλλά και οι προσκλήσεις του Αλέξη Τσίπρα από το Κόμμα Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, ή θα θελήσει να παραμένει στα όρια του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (που είχε απώλειες σε αυτές τις ευρωεκλογές).
Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πρώτο κόμμα που πρέπει να συνδυάσει τους μεγάλους αγώνες και με την σοβαρή κοινοβουλευτική παρουσία και την «υπεύθυνη» αντιπολίτευση. Σε τελική ανάλυση το είχε κάνει με έναν τρόπο και το ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κώστα Μητσοτάκη. Όμως, φαίνεται ότι στον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ένα θέμα γύρω από το οποίο θα υπάρξουν αντιπαραθέσεις.
Η διαμόρφωση νέας ηγετικής ομάδας
Όλα αυτά θα κριθούν και από το πώς θα διαμορφωθεί η ηγετική ομάδα. Αυτό θα εξαρτηθεί και από το ποια τελικά από τα σημερινά στελέχη θα επανεκλεγούν, καθώς για τα μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι τα υψηλόβαθμα στελέχη πρέπει να έχουν και κοινοβουλευτική παρουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι γεγονός ότι είχε παραδοσιακά αυτονομημένο «γραφείο προέδρου», ιδίως στη διαδρομή προς την εξουσία, ενώ όσο ήταν στη διακυβέρνηση τα σημεία αναφοράς ήταν το Μαξίμου και τα υπουργεία. Όμως, τώρα τα κρίσιμα πεδία θα είναι η κοινοβουλευτική ομάδα αλλά και τα κομματικά όργανα.
Μένει να δούμε ποια θα είναι η σύνθεση και των δύο. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε σαφές ότι θέλει να σπρώξει μια νεώτερη γενιά με αναφορά στον ίδιο προσωπικά, όμως το πώς θα πάνε εκλογικά τα «βαριά» ιστορικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Νίκος Φίλης, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κ.ά.) θα παίξει το ρόλο του στον πραγματικό εκλογικό συσχετισμό δύναμης.
Βέβαια μπορεί να μην υπάρξουν ευθείες αμφισβητήσεις της θέσης του Αλέξη Τσίπρα, όμως πλέον θα χρεώνεται μια πολιτική ήττα και άρα δεν θα είναι καθόλου δεδομένο ότι θα θεωρείται αυτονόητα αποδεκτή κάθε πρότασή του. Ιδίως μάλιστα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μακρά παράδοση επίμονων εσωτερικών συζητήσεων.