Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτυγχάνει μέχρι τώρα να κάνει την έκπληξη και να διαμορφώσει ένα ευρωψηφοδέλτιο που να δείχνει ότι βρίσκεται πραγματικά σε τροχιά πρωτιάς
Από όλα τα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να περάσει την πιο μεγάλη δοκιμασία στις ευρωεκλογές, ιδίως εάν ισχύσουν οι δημόσιες δεσμεύσεις του πρωθυπουργού ότι οι εθνικές εκλογές θα γίνουν το φθινόπωρο με την ολοκλήρωση της τετραετίας.
Είναι σαφές ότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλες απώλειες στις ευρωεκλογές και η απόσταση που δημοσκοπικά τουλάχιστον δείχνει να έχει με τη ΝΔ διατηρηθεί, τότε θα βρεθεί με μια «παράσταση ήττας» που δύσκολα θα μπορεί να αντιστραφεί μέχρι τις εθνικές εκλογές. Εάν, αντίθετα, δείξει ότι παρά τη «χαλαρή» ψήφο καταφέρει να μην μείνει πολύ πίσω από τη ΝΔ, τότε θα μπορεί να υποστηρίξει ότι «όλα παίζονται» και να δώσει την εκλογική μάχη με μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα κόμμα με σχετικά χαμηλή συσπείρωση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ήδη από το πρώτο διάστημα μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 έχασε ένα κρίσιμο κομμάτι των ψηφοφόρων του (που προστέθηκε σε αυτούς που τον Σεπτέμβριο επέλεξαν να μη συνεχίσουν να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ), το οποίο έκτοτε προσπαθεί να ανακτήσει. Οι ίδιες έρευνες δείχνουν ότι μια σειρά από ζητήματα, από τις αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών μέχρι τον τρόπο που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση (αλλά και η προερχόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου) αποτελούν κρίσιμα εμπόδια στον επαναπατρισμό αυτών των ψηφοφόρων.
Ο αρχικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ για κοινωνική και πολιτική διεύρυνση
Σε αυτό το πλαίσιο, ο αρχικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ περιλάμβανε μια διπλή αντεπίθεση.
Από τη μια ένα μπαράζ μέτρων «κοινωνικού προσώπου» που να συνάδουν με το αφήγημα για την «έξοδο από τα μνημόνια», το οποίο όμως προς το παρόν προσκρούει στις απαιτήσεις των θεσμών για δημοσιονομική πειθαρχία, όπως φάνηκε και από την όλη συζήτηση για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Από την άλλη, μια προσπάθεια να δείξει ότι μπορεί να κάνει μια κρίσιμη διεύρυνση ως προς την πολιτική επιρροή, με έμφαση κυρίως στην προσπάθεια να δείξει ότι αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον πραγματικό εκπρόσωπο της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και με παράλληλη προσπάθεια να δείξει ότι επανασυσπειρώνει ένα δυναμικό το οποίο είχε απομακρυνθεί σε μια προηγούμενη φάση και κυρίως μετά το 2015.
Όμως και ο δεύτερος σχεδιασμός δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να ευοδωθεί, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει προτείνει μέχρι τώρα κάποια ονόματα που να αποτυπώνουν είτε μια νέα απήχηση στην κοινωνία είτε μια πολιτική διεύρυνση.
Γιατί είναι σαφές ότι δύο ειδών είναι οι συμβολισμοί που μπορούν να έχουν οι «διευρύνσεις» στα ψηφοδέλτια.
Το ένα είδος συμβολισμών θα μπορούσε να περιγραφεί ως η προσπάθεια να φανεί ότι ένα κόμμα έχει «ρεύμα» στην κοινωνία. Αυτό αποτυπώνει η προσέλκυση σημαντικών προσωπικοτήτων από το χώρο των τεχνών, των γραμμάτων ή της επιχειρηματικότητας. Ουσιαστικά, είναι ένα μήνυμα στην κοινωνία που λέει: «δείτε όλες και όλοι αυτοί που είναι τόσο πετυχημένοι στους τομείς τους δεν έχουν πρόβλημα να εκτεθούν εκλογικά μαζί μας».
Το άλλο είδος συμβολισμών αφορά τις πολιτικές δυνάμεις και το εάν το ψηφοδέλτιο αποτυπώνει ότι έρχονται στελέχη άλλων χώρων σηματοδοτώντας και την αντίστοιχη συσπείρωση ενός τμήματος της εκλογικής επιρροής τους.
Η αποτυχία να δώσει εικόνα «κοινωνικής απήχησης»
Μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα έχει πάει καλά σε κανένα από τα δύο επίπεδα συμβολισμών.
Στο επίπεδο της διεύρυνσης σε ανθρώπους από την ευρύτερη κοινωνία είχε να αντιμετωπίσει την πολιτική γκάφα με την κ. Μυρσίνη Λοΐζου όπου όχι μόνο θεωρήθηκε ότι η ενεργός παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστά επαρκή πολιτική δραστηριοποίηση και εχέγγυο ικανότητας παρουσίας στο ευρωκοινοβούλιο, αλλά δεν έγιναν και στοιχειώδεις έλεγχοι σε σχέση με τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις της.
Ταυτόχρονα, μετά από δύο γύρους ανακοίνωσης υποψηφιοτήτων εξακολουθεί να μην έχει τη σημαντική προσωπικότητα. Εδώ είναι σημαντικός και ο συμβολισμός της άρνησης του Παναγιώτη Γιαννάκη να δεχτεί, μια που επρόκειται για προσωπικότητα που έχει μεγάλο κύρος και για την αξεπέραστη συμβολή της στον ελληνικό αθλητισμό αλλά και για τη σαφή πολιτική σκέψη. Το ίδιο ισχύει και τις πληροφορίες που αναφέρουν ότι υπήρχαν σκέψεις και για πρόταση προς την κ. Χαρούλα Αλεξίου.
Προφανώς επίσης και η συμμετοχή ενός έμπειρου δημοσιογράφου όπως ο Κώστας Αρβανίτης, διευθυντής για μεγάλο διάστημα του κομματικού ραδιοσταθμού του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί πολύ περισσότερο μια κλασική διαδρομή από την δημοσιογραφία στην πολιτική παρά ένα κρίσιμο άνοιγμα στην κοινωνία.
Αντίστοιχα, χωρίς κανένας να θέλει να υποτιμήσει το ρόλο και την προσφορά εκπροσώπων κινημάτων (και του εργατικού κινήματος και των κινημάτων ΑΜΕΑ), είναι σαφές ότι εντάσσονται περισσότερο στην παράδοση της αριστεράς να θέλει να έχει κινηματικές υποψηφιότητες παρά στην αποτύπωση της εκλογικής δυναμικής μιας κυβερνητικής δύναμης.
Ακόμη και παρουσίες από το χώρο της οικολογίας όπως η κ. Κοντούλη, δεν αποτελούν διεύρυνση εφόσον πρόκειται για φιγούρες που εδώ και καιρό ανήκουν στο ευρύτερο δυναμικό του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο προφανώς ισχύει και για προσωπικότητας που βρέθηκαν σε υπουργικούς θώκους και τώρα προχωρούν και στην εκλογική έκθεση (όπως ο κ. Μουζάλας ή η κ. Κονιόρδου). Αντίστοιχα, ο καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης έχει μακροχρόνια κομματική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλωστε είχε αναλάβει για λογαριασμό της κυβέρνησης την προεδρία της επιτροπής διαλόγου για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Ούτε βέβαια αποτελεί άνοιγμα στην κοινωνία η υποψηφιότητα του κ. Πέτρου Κόκκαλη. Δεν έχουμε καμία διάθεση να αμφισβητήσουμε τις πολιτικές, κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες που αποτυπώνουν οι δηλώσεις του Πέτρου Κόκκαλη, ούτε να αρνηθούμε ότι έχει συγκροτημένη πολιτική σχέση. Όμως, ας μην γελιόμαστε, η παρουσία του στο ευρωψηφοδέλτιο παραπέμπει πολύ περισσότερο στην ιδιότυπη σύμπραξη ανάμεσα σε ένα μεγάλο επιχειρηματικό όμιλο και τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά σε κάποιο άνοιγμα στην κοινωνία.
Και σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με την… επανάσταση κατά της διαπλοκής που αποτελούσε το βασικό όπλο του Τσίπρα στην προ του 2015 εποχή.
Το πολιτικό άνοιγμα δεν ήρθε ακόμη
Όμως, ούτε το μεγάλο πολιτικό άνοιγμα έχει αποτυπωθεί στις μέχρι τώρα επιλογές. Είναι από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστική ακόμη και η ταλάντευση ως προς τις υποψηφιότητες της κ. Κουντουρά και του κ. Δανέλη που δεν ανακοινώθηκαν, παρότι πρόσφατα ψηφίστηκε η ειδική τροπολογία που τους δίνει το δικαίωμα να είναι ταυτόχρονα βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου και υποψήφιοι ευρωβουλευτές. Παρότι εδώ μπορεί να υπάρχουν και άλλοι υπολογισμοί (όπως το εάν θα γίνουν μαζί τελικά και πρόωρες βουλευτικές εκλογές), έχει ενδιαφέρον δεν εξαγγέλθηκαν καν αυτές οι «σίγουρες» εκδοχές «διεύρυνσης».
Ούτε καν την κ. Ρεπούση, που ανήκει σε ένα χώρο που έχει επιλέξει τη συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσαν να πείσουν να δεχτεί την ιδιότυπη αναμονή στην οποία –για άγνωστο λόγο– υποβάλλει το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ τους υποψήφιους πολιτικούς συνοδοιπόρους του.
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον ότι μέχρι τώρα το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποτύχει να εξασφαλίσει την επανασυσπείρωση κάποιου σημαντικού στελέχους από αυτά που κατά καιρούς διαφοροποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστική η περίπτωση της άμεσης και κάθετης άρνησης του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Γαβριήλ Σακκελαρίδη, ενός ανθρώπου που διαφοροποιήθηκε, θυμίζουμε, από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά το Σεπτέμβριο του 2015.
Όλα αυτά δεν αποτυπώνουν απλώς ότι το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τώρα έχει συναντήσει αρνήσεις, αλλά και ένα βαθύτερο πρόβλημα με το οποίο αναμετράται το Μέγαρο Μαξίμου: πηγαίνοντας προς τις εκλογές το κυβερνών κόμμα δεν διαμορφώνει ούτε κοινωνική ούτε πολιτική δυναμική.
Μπορεί να έχει εξασφαλίσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επί της ουσίας την πρωτοκαθεδρία στην «προοδευτική παράταξη», ιδίως μετά την αποτυχία του ΚΙΝΑΛ να αμφισβητήσει ή να περιορίσει τον κυρίαρχο ρόλο του σε αυτό το τμήμα του πολιτικού φάσματος, όμως δεν έχει μια θετική δυναμική ούτε εκπροσωπεί ένα ρεύμα με προοπτική νίκης και διακυβέρνησης.
Και αυτό είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο σοβαρό από τις όποιες δυσκολίες στη στελέχωση των ψηφοδελτίων.