Δύο γραμμές συγκρούονται στον ΣΥΡΙΖΑ για τον χρόνο που θα στηθούν οι κάλπες. Μέσα στην Ανοιξη ή μήπως τον Οκτώβριο; Και οι εξελίξεις με το Μάτι πόσο μπορούν να επηρεάσουν την τελική απόφαση;
Με τις αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές να πλησιάζουν εντείνεται και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την ημερομηνία των εκλογών.
Η μία άποψη είναι λίγο πολύ δεδομένη. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάει σε εθνικές εκλογές μαζί με τις ευρωεκλογές. Τα επιχειρήματα είναι τα ακόλουθα.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να είναι δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές, όπως δείχνουν οι περισσότερες δημοσκοπήσεις, τότε δύσκολα θα μπορεί τον Οκτώβριο να αντιστρέψει τις απώλειες.
Το πιο πιθανό είναι μια παράσταση νίκης της ΝΔ να οδηγήσει σε διεύρυνση της διαφοράς τον Οκτώβριο. Αυτό άλλωστε δείχνει η εμπειρία και του 2009 και του 2014. Και στις δύο περιπτώσεις τα κυβερνώντα κόμματα βρέθηκαν στις ευρωεκλογές στη δεύτερη θέση και έχασαν και στις εθνικές εκλογές το επόμενο φθινόπωρο.
Η σύμπτωση των εθνικών, ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το λεγόμενο «σενάριο του χάους»: η σύμπτωση όλων των εκλογών δυσκολεύει κυρίως τα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που επενδύουν πολύ στις αυτοδιοικητικές, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που ξέρει ότι δεν θα έχει καλή συγκομιδή όπως δείχνει η διαφαινόμενη απώλεια της Περιφέρειας Αττικής και οι απογοητευτικές προς το παρόν υποψηφιότητες Ηλιόπουλου και Νοτοπούλου. Τα άλλα κόμματα θα έχουν ένα μεγάλο μέρος τους μηχανισμού τους απασχολημένο στις αυτοδιοικητικές εκλογές, χωρίς καθαρή «κομματική ταυτότητα» (εφόσον οι υποψήφιοι στις τοπικές εκλογές τείνουν να δηλώνουν ύπερκομματικοί), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα επικεντρώνει στις κεντρικές πολιτικές κάλπες.
-Και φυσικά υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι η όποια ψήφος αποδοκιμασίας να διοχετευτεί κυρίως προς τις ευρωεκλογές παρά προς τις εθνικές εκλογές. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει τις απώλειές του και να πετύχει ένα ακόμη πιο αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση κινείται με βασικό άξονα να μπορεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να ολοκληρώσει το νομοθετικό της έργο, τόσο για να προλάβει να πάρει τη δόση των 970 εκατομμυρίων ύστερα από μια θετική αξιολόγηση στο Eurogroup, όσο και για να δώσει και μια εικόνα φιλολαϊκού προφίλ. Επιπλέον, το γεγονός ότι η δεύτερη ψηφοφορία για τη Συνταγματική Αναθεώρηση είναι μέσα στο Μάρτιο σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν έχει και κάποια μείζονα θεσμική εκκρεμότητα και άρα θα μπορεί να πάει σε εκλογές έχοντας «έργο» να παρουσιάσει.
Βεβαίως στην πολιτική υπάρχουν και απρόβλεπτα γεγονότα. Οπως π.χ. το πόρισμα – κόλαφος για το Μάτι. Ολοι λίγο – πολύ υποψιαζόμασταν τι ακριβώς έγινε εκείνη την τραγική ημέρα. Το κράτος διαλύθηκε και οι υπεύθυνοι όχι μόνο δεν ζήτησαν συγγνώμη αλλά δεν θα πληρώσουν κιόλας.
Ομως, η κυβέρνηση εκείνη την ημέρα με τους 100 νεκρούς μετρήθηκε και βρέθηκε ελλιπής. Οσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να ξεχάσουν το Μάτι ή να το βγάλουν από την επικαιρότητα, αυτό θα είναι εδώ και θα στοιχειώνει τους υπεύθυνους. Από τον πρωθυπουργό μέχρι οποιονδήποτε του… έκατσε η στραβή στη βάρδια.
Με το συναισθηματικό βάρος να είναι αβάσταχτο ποιος θα επέλεγε τώρα εκλογές όταν γνώριζε ότι στην προεκλογική περίοδο οι εικόνες από το Μάτι θα ήταν στην πρώτη γραμμή;
Είναι κι αυτό κάτι που θα μετρήσει στην απόφαση του Αλέξη Τσίπρα.
Ο αντίλογος και η λογική των εκλογών τον Οκτώβρη
Όμως, υπάρχει και ένας αντίλογος. Σύμφωνα με αυτόν είναι εφικτό για τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει είναι στη δεύτερη θέση, αλλά με μικρή διαφορά στις ευρωεκλογές και αυτό να μη διαμορφώνει μια αυτονόητη «παράσταση νίκης» για την Νέα Δημοκρατία.
Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση έχει να κερδίσει με το να πάει τις εκλογές το φθινόπωρο. Γιατί κάθε επιπλέον μέρα διακυβέρνησης θα είναι μια ευκαιρία να ξεδιπλώνει το έργο της και να επανασυσπειρώνει ψηφοφόρους.
Ας μην ξεχνάμε ότι είναι κατεξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ που με βάση όλες τις έρευνες έχει τη μικρότερη συσπείρωση ψηφοφόρων και άρα έχει και τη μεγαλύτερη ανάγκη να εκμεταλλευτεί κάθε δυνατότητα να τους συσπειρώσει εκ νέου.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ «παράγει έργο» και όσο περισσότερο «ορίζει την ατζέντα» για τη μεταμνημονιακή εποχή, τόσο περισσότερες ελπίδες έχει ακόμη και να κερδίσει τις εκλογές.
Η «σφήνα» Τσακαλώτου
Ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το πλαίσιο έχουν οι απόψεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, του ανθρώπου που κατεξοχήν εγγυήθηκε την πιστή εφαρμογή των μνημονίων αλλά και την μέχρι τώρα μνημονιακή πορεία.
Ο κ. Τσακαλώτος, που έχει επιμείνει στην ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει τις εκλογές με το πρόγραμμα και το έργο του, αποφεύγοντας διάφορους χειρισμούς όπως π.χ. την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, υποστηρίζει ότι όσο περισσότερο ξεδιπλώνεται το κυβερνητικό έργο και αποτυπώνεται μια νέα κανονικότητα και μία αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία, τόσο πιο ωφελημένος και εκλογικά θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι π.χ. η απλή στοχοποίηση μέσω Novartis είναι αυτή που θα διαμορφώσει την αναγκαία «πόλωση» και κατά συνέπεια συσπείρωση των ψηφοφόρων, ο κ. Τσακαλώτος πιστεύει ότι το κλειδί είναι η πειστικότητα του προγράμματος για την «επόμενη μέρα» της οικονομίας και της κοινωνίας.
Χαρακτηριστικά και η δήλωσή του στο Ρ.Σ. 24/7 ότι: «Αναδεικνύεται πλέον επιτακτικά η ανάγκη για την έναρξη ενός σοβαρού διαλόγου για την επόμενη ημέρα με συμμετοχή όλων των πλευρών, όπου θα συζητήσουμε ποια είναι τα ποιοτικά στοιχεία ανάπτυξης, ποιο είναι το κοινωνικό κράτος που να είναι ικανό να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες ανάγκες, ποιο θα πρέπει να είναι το παραγωγικό μοντέλο και ποια η σύγχρονη δημόσια διοίκηση. Όλα αυτά παίζουν κρίσιμο ρόλο τόσο για την στήριξη της ανάπτυξης, όσο και για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, διασφαλίζοντας ότι όλοι θα είναι ωφελημένοι κατά την ανάκαμψη».
Οι πραγματικές δυσκολίες στον ορίζοντα της κάλπης
Όλα αυτά αποτυπώνουν μία αντίφαση που διαπερνά τον ΣΥΡΙΖΑ ως προς τη χάραξη τακτικής. Από τη μια είναι η αντίληψη που λέει ότι όταν τα μνημόνια και οι μεταμνημονιακές δεσμεύσεις δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια για την άσκηση διακριτής πολιτικής, τότε το μόνο που μένει είναι ο επικοινωνιακός χειρισμός της δημόσιας συζήτησης με την προσπάθεια ανάδειξης θεμάτων που θα μπορούσαν να χαράξουν διαχωριστικές γραμμές και να υπηρετήσουν το αφήγημα της διαφορετικότητας του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στην τρέχουσα εκδοχή της προσπάθειας να δοθεί η εικόνα «συσπείρωσης του προοδευτικού χώρου».
Από την άλλη είναι η αντίληψη ότι το τέλος των μνημονίων κατεξοχήν αφήνει ένα περιθώριο ξανά να ασκηθεί πολιτική, υπό την προϋπόθεση ότι επιτέλους θα ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση για το αναπτυξιακό και κοινωνικό υπόδειγμα της μεταμνημονιακής περιόδου, με όρους προγραμματικούς και στρατηγικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πραγματική πολιτική πρέπει να πάρει το πάνω χέρι απέναντι στην επικοινωνία και ζητήματα όπως η πολιτική συμμαχιών, συμπεριλαμβανομένου του ανοίγματος στην κεντροαριστερά να συνδυαστούν με αυτό τον προγραμματικό διάλογο και όχι με την καιροσκοπική προσέλκυση στελεχών που απλώς αναζητούν στέγη.
Η εξάντληση του πολιτικού χρόνου
Όμως, σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο και ίσως να δείχνουν ότι ο πολιτικός χρόνος έχει ήδη εξαντληθεί.
Από τη μια υπάρχει το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε το Σεπτέμβριο του 2015 μια θετική ψήφο, αλλά μια ψήφο ανοχής από ένα ακροατήριο σαστισμένο που μόλις είχε περάσει το σοκ της παλινωδίας Τσίπρα το καλοκαίρι. Το αποτέλεσμα ήταν μια απομάκρυνση ψηφοφόρων από πολύ νωρίς που σε μικρό σχετικά βαθμό αντιστράφηκε και θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί έστω και τώρα, ιδίως όταν έχει περάσει αρκετά δύσκολα το περασμένο διάστημα.
Για να το πούμε διαφορετικά: αυτός που κατορθώνει να βρει μια κακοπληρωμένη θέση απασχόλησης μετά από μακρά ανεργία, θα αισθάνεται ατομικά λίγο καλύτερα, αλλά κάτι τέτοιο δεν αρκεί για να αντιστρέψει την βαθιά του απογοήτευση για τη συνολική πορεία ενός κόμματος που κάποτε του υποσχέθηκε την ανατροπή.
Από την άλλη υπάρχει το Μακεδονικό που μπορεί να μην είναι η πιο καθοριστική παράμετρος ψήφου, όμως, επιτείνει ένα αίσθημα αποξένωσης και απαξίωσης που κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επανασυσπείρωση ψηφοφόρων.
Και αυτό σημαίνει ότι η πραγματική δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλώς να διαλέξει ποια είναι η πιο βολική ημερομηνία εκλογών, αλλά το ενδεχόμενο, ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε επιλογή να αποδειχτεί αλυσιτελής.