Ασφαλιστικό Ταμείο της Γιούτα κατέθεσε αγωγή, κατηγορώντας τον Δ. Μελισσανίδη και άλλα στελέχη της Aegean Marine Petroleum Network ότι ενορχήστρωσαν ένα «σχέδιο απάτης» ύψους έως και 300 εκατομμυρίων δολαρίων.
Νέα τροπή παίρνουν οι δικαστικές περιπέτειες σε σχέση με την εταιρεία Aegean Marine Petroleum Network, την οποία είχε ιδρύσει ο Δημήτρης Μελισσανίδης.
Στο πλαίσιο των δικαστικών αγωγών που έχουν ξεκινήσει πιστωτές της εταιρείας, το Utah Retirement Systems, ένα ασφαλιστικό ταμείο δημοσίων υπαλλήλων από την Πολιτεία της Γιούτα κατέθεσε επιπλέον αγωγή (“complaint”) που στρέφεται ενάντια στην Aegean, τον Δημήτρη Μελισσανίδη, μια σειρά στελεχών της εταιρείας (Ν. Ταβλάριο, Σπ. Γιαννιώτη, J McIlroy, Σπ. Φωκά, Π. Γεωργιόπουλο, Ι. Ταβλάριο, Κ. Κουτσομητόπουλο, Γ. Κονόμο) καθώς και κατά των εταιρειών ορκωτών λογιστών ελεγκτών που χρησιμοποιούσε η εταιρεία.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν στην αγωγή τους ότι ο Μελισσανίδης και οι συνεργάτες του ενορχήστρωσαν ένα «σχέδιο απάτης» (“fraudulent scheme”), που είχε μεγάλο κόστος για τους επενδυτές. Παράλληλα, κατηγορούν τους ορκωτούς λογιστές ελεγκτές ότι δεν είδαν τα προβλήματα που υπήρχαν.
Υποστηρίζουν μάλιστα ότι το συνολικό κόστος μπορεί να φτάνει έως και τα 300 εκατομμύρια δολάρια.
Όλα αυτά έρχονται ως συνέπεια της αίτησης της Aegean Marine Petroleum Network να υπαχθεί στις προβλέψεις του αμερικανικού πτωχευτικού δικαίου. Είχαν προηγηθεί μεγάλες αλλαγές στην εταιρεία με πρωτοβουλία μιας ομάδας «ακτιβιστών μετόχων», που αμφισβήτησαν τις επιλογές τις διοίκησης, ξεκινώντας από την πρόταση να αγοράσει η Aegean την εταιρεία HEC, συμφερόντων Μελισσανίδη, αλλαγές που στη συνέχεια οδήγησαν σε έναν λογιστικό έλεγχο της εταιρείας που είχε ως αποτέλεσμα να διαγραφούν από τους ισολογισμούς της 200 εκατομμύρια δολάρια που αναφέρονταν ως «εισπράξιμα» και να εντοπιστούν σοβαρά διαχειριστικά προβλήματα.
Η τωρινή αγωγή στηρίζεται πάνω στα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου καθώς και όσα ήρθαν στο φως για την προηγούμενη διαχείριση της εταιρείας.
Οι ενάγοντες παραθέτουν τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου που υποστηρίζει ότι υπήρχε κατάχρηση 300 εκατομμυρίων δολαρίων σε ρευστό και ενεργητικό της εταιρείας που διοχετεύτηκε την εταιρεία OilTank (που κατά τους ενάγοντες είναι συμφερόντων Μελισσανίδη) που επέβλεψε την κατασκευή τερματικού σταθμού στη Φουτζέιρα για την Aegean, ότι η εταιρεία προπλήρωνε ποσότητες πετρελαίου που δεν έφταναν ποτέ και ότι υπήρχαν εικονικές συναλλαγές με εταιρείες κελύφη που ανήκαν σε στελέχη της εταιρείας, καθώς και ότι το αποτέλεσμα είναι τα 200 εκατομμύρια που αναφέρονταν ως εισπράξιμα ενώ δεν ήταν.
Η αγωγή κάνει επίσης ειδική αναφορά στον τρόπο με τον οποίο το 2016 η Aegean Marine Petroleum Network αγόρασε τις μετοχές του Δ. Μελισσανίδη για συνολικά 100 εκατομμύρια δολάρια, κίνηση που υποστηρίζουν ότι επίσης αποτέλεσε μορφή εξαπάτησης των επενδυτών, ενώ επισημαίνουν τα προβλήματα ρευστότητας που προκάλεσε και υποχρέωσαν την Aegean να προχωρήσει σε μια δανειακή συμφωνία με την εταιρεία Grady Properties Corporation SA που υποστηρίζουν ότι είναι συμφερόντων συγγενών του ιδρυτή της Aegean Marine Petroleum Network.
Η αγωγή επισημαίνει ότι οι ορκωτοί ελεγκτές της εταιρείας θα έπρεπε να είχαν δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις κατά καιρούς δικαστικές διώξεις κατά του Δ. Μελίσσανίδη, ενώ υποστηρίζει ότι κατά την Αρχική Δημόσια Προσφορά (IPO) της εταιρείας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οι δικαστικές αυτές εμπλοκές είχαν παίξει ρόλο ώστε ο Δ. Μελισσανίδης τελικά να μη είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου (Board) αλλά να αναλάβει τη θέση του επικεφαλής της εταιρικής ανάπτυξης (Head of Corporate Development). Ωστόσο, οι ενάγοντες επιμένουν ότι ο Δ. Μελισσανίδης και πριν και μετά το 2016, ασκούσε πραγματικό έλεγχο πάνω στην εταιρεία.