Όσο προχωράμε προς την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεικνύεται η έλλειψη προετοιμασίας της κυβέρνησης για το τι αυτή συνεπάγεται
Αυτό που φαντάζει πλήρες και επαρκές επί χάρτου, στην πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί γεμάτο κακοτοπιές. Αυτή την απλή αλήθεια της πολιτικής και των διεθνών σχέσεων επιχείρησε να προσπεράσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο χειρισμό που έκανε του Μακεδονικού και αυτό αποδεικνύεται στις αλλεπάλληλες μίνι-κρίσεις που προκύπτουν και τις συνακόλουθες απόπειρες damage control, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την προσπάθεια χειρισμού του θορύβου γύρω από τις δηλώσεις του Ζόραν Ζάεφ περί «Μακεδόνων του Αιγαίου».
Οι αντιφατικές προτεραιότητες της Συμφωνίας των Πρεσπών
Η Συμφωνία των Πρεσπών, όπως και κάθε παραλλαγή συμφωνίας από αυτές που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», εκ των πραγμάτων πρέπει να συγκεφαλαιώσει δύο διαφορετικές προτεραιότητες.
Από τη μια πρέπει να μπορεί να λύσει το θέμα του «ονόματος» με έναν τρόπο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί erga omnes, δηλαδή σε όλες τις εσωτερικές και διεθνείς χρήσεις. Αυτό αναγκαστικά σήμαινε όνομα που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία», κάτι που το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναγνώρισε ήδη από τη δεκαετία του 1990, ανεξαρτήτως του βαθμού προθυμίας να προχωρήσει και σε λύση.
Από την άλλη έπρεπε το θέμα να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της «εθνικής ταυτότητας» της γειτονικής χώρας. Εδώ η ισορροπία ήταν πολύ πιο δύσκολη γιατί υπήρχε το θέμα της γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας.
Για την ελληνική πλευρά ιστορικά η θέση ότι υπάρχει μια «μακεδονική εθνότητα» ενείχε τον κίνδυνο να τεθεί και ζήτημα μειονότητας «εθνικά μακεδόνων» στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας, με όλες τις φορτίσεις που έχει αυτό από τις απαρχές του «Μακεδονικού Ζητήματος».
Στη Συμφωνία των Πρεσπών αυτό θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη διατύπωση περί της ύπαρξης «μακεδονικής γλώσσας» (με τις διευκρινίσεις ότι αυτό αφορά σλαβική γλώσσα και προκύπτει και από τις επίσημες κατατάξεις των γλωσσών) και «μακεδονικής ιθαγένειας» που όμως δεν σημαίνει εθνότητα.
Γιατί εγείρεται θέμα «Μακεδόνων του Αιγαίου»
Όμως, την ίδια στιγμή, υπάρχει και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ. Εκεί η βασική κριτική που γίνεται στη Συμφωνία των Πρεσπών από τη μεριά τα εθνικιστικής αντιπολίτευσης που κυρίως εκπροσωπείται από το VMRO, είναι ότι η συμφωνία «ξεπουλά» την εθνική ταυτότητα και το όνομα της χώρας και κάνει ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις στην Ελλάδα.
Ο Ζόραν Ζάεφ μπορεί να κατάφερε να αποσπάσει τη συναίνεση του αναγκαίου αριθμού βουλευτών στη συμφωνία, κερδίζοντας μερικούς βουλευτές της αντιπολίτευσης, όμως αυτό σήμαινε ότι πρέπει να ενσωματώνει και ένα μέρος από τη ρητορική τους για να μπορεί να αντιστρέφει την κατηγορία ότι «ξεπουλάει» τα «εθνικά συμφέροντα της ΠΓΔΜ».
Όμως, εάν οι αναφορές του σε μακεδονική γλώσσα και εθνότητα κατά καιρούς κυρίως αφορούν το εσωτερικό ακροατήριο και μπορούν να θεωρηθούν έως και ερμηνείες της Συνθήκης την Πρεσπών, δεν ισχύει το ίδιο για την αναφορά σε «Μακεδόνες του Αιγαίου».
Ο λόγος είναι ότι το απόλυτο όριο για την ελληνική πλευρά είναι ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα «μακεδονικής μειονότητας» στο ελληνικό έδαφος, μια που αυτό εκ των πραγμάτων ξεφεύγει από τους «συμβολισμούς» και θέτει ζητήματα αλλαγής ουσιαστικά των παγιωμένων συσχετισμών στην περιοχή, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι τα Βαλκάνια εξακολουθούν να έχουν ακόμη ανοιχτά ζητήματα «εθνικής ολοκλήρωσης» όπως δείχνει και το παράδειγμα του Κοσόβου.
Την ίδια στιγμή, όμως, για το «εθνικό φαντασιακό» της ΠΓΔΜ, οι «Μακεδόνες του Αιγαίου» ήταν πάντα ένα κομβικό σημείο, ιδίως από τη στιγμή που ένα τμήμα του πληθυσμού της χώρας, όπως και της διασποράς, έχει καταγωγή από τον ελλαδικό χώρο. Σε αυτό προσπάθησε να απαντήσει ο Ζάεφ, όμως έτσι κινήθηκε αυτόματα εκτός των ορίων της συμφωνίας.
Η ελληνική αντίδραση ήταν μεν άμεση, αλλά και ταυτόχρονα αμήχανη. Κατάφερε να εξασφαλίσει μια διορθωτική δήλωση της άλλης πλευράς, πράγμα που δείχνει ότι για τον Ζάεφ προς το παρόν η «διάσωση» της συμφωνίας παραμένει προτεραιότητα, αλλά το γεγονός των αναφορών του παραμένει.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν των όσων δήλωσε η αντιπολίτευση, ο Νίκος Κοτζιάς έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για πει ουσιαστικά ότι εάν ήταν αυτός θα ήταν πολύ πιο αυστηρός απέναντι στην πλευρά της ΠΓΔΜ.
Η έλλειψη προετοιμασίας για την επόμενη μέρα
Ωστόσο, το ζήτημα είναι ευρύτερο και δεν περιορίζεται στην άμεση πολιτική διαχείριση της προσπάθειας να περάσει η συμφωνία. Στην πραγματικότητα αφορά την επόμενη μέρα της συμφωνίας και τους πραγματικούς όρους με τους οποίους θα τεθούν τα ζητήματα που αφορούν το «Μακεδονικό».
Σήμερα, θα μπορούσε κανείς να δεχτεί ότι η πλευρά Ζάεφ είναι ειλικρινής, όταν λέει ότι υποστηρίζει τη συμφωνία και ότι οι όποιες φραστικές «παρεκκλίσεις» αποτελούν περισσότερο χειρισμούς για να κατευνάσει την αντιπολίτευση και όχι πραγματικές πολιτικές διαφοροποιήσεις από το πνεύμα της συμφωνίας.
Όμως, μέσα στους επόμενους μήνες θα έχει ψηφιστεί η συμφωνία. Η Ελλάδα θα έχει αναγνωρίσει τη «Βόρεια Μακεδονία» και θα έχει παραδεχτεί «μακεδονική γλώσσα και ιθαγένεια». Για τους γείτονες αυτό θα ισοδυναμεί, εκ των πραγμάτων και πέραν «επίσημων κειμένων», με αναγνώριση της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας».
Ας δεχτούμε ότι όσο έχουμε κυβέρνηση Ζάεφ δεν θα τεθεί θέμα μειονότητας στον ελλαδικό χώρο. Ποιος αποκλείει να τεθεί, εάν αλλάξουν τα πολιτικά πράγματα στη γειτονική χώρα και έχουμε μια πιο εθνικιστική κυβέρνηση; Τότε ποια θα είναι η θέση της κυβέρνησης; Ποιο σχεδιασμό έχει κάνει για να μην ξεφύγει αυτό από τα όρια της ρητορικής; Σε ποιο βαθμό η Συμφωνία των Πρεσπών εγγυάται ότι αυτό δεν θα πάρει τα χαρακτηριστικά μιας επίσημης διεκδίκησης, ιδίως από τη στιγμή που στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν ούτως ή άλλως μικρές συσπειρώσεις «γηγενών Μακεδόνων» που διεκδικούν την επίσημη αναγνώριση μιας σχετικής ταυτότητας;
Τα ερωτήματα αυτά είναι ουσιαστικά. Δεν απαντιούνται με επικοινωνιακή διαχείριση ούτε μπορούμε να πιστέψουμε ότι στο διηνεκές θα έχουμε ανακοινώσεις από την πλευρά της γειτονικής χώρας, απαντήσεις από την Ελλάδα και επανορθώσεις. Αυτό δεν ορίζει ακριβώς το περίγραμμα μιας αναβαθμισμένης συνεργασίας, αλλά μιας διαρκούς διακύβευσης, ιδίως από τη στιγμή που ο πειρασμός του εθνικισμού είναι πάντα ενεργός στα Βαλκάνια.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφύγει συστηματικά να τοποθετηθεί στα ουσιώδη ερωτήματα για την επόμενη μέρα. Προτιμά να οχυρώνεται πίσω από το γράμμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο απαντάει σε όλες τις ανησυχίες. Όμως, η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων δείχνει ότι από μόνη της η Συμφωνία δεν απαντάει σε όλα τα ερωτήματα της επόμενης μέρας.
Και το πρόβλημα δεν είναι καθαυτά τα ερωτήματα που τίθενται, μια που μπορεί κανείς να σκεφτεί λύσεις που να διασφαλίζουν ότι δεν διακυβεύονται οι πραγματικοί σημερινοί συσχετισμοί.
Το πρόβλημα είναι ότι η «επικοινωνιακή» κυρίως διαχείριση του θέματος από την κυβέρνηση εκ των πραγμάτων διαμορφώνει «γκρίζες ζώνες», αφήνει περιθώρια σε εθνικιστικές απόψεις να δοκιμάσουν να εγείρουν αξιώσεις έξω από τα όρια της συμφωνίας και αφήνει αντικειμενικά το περιθώριο ένα ζήτημα που κατεξοχήν απαιτούσε συναινέσεις να γίνεται πεδίο παραδοσιακής κομματικής αντιπαράθεσης στην ελληνική πολιτική σκηνή.