Η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος υποστηρίζουν ότι ο προϋπολογισμός είναι «επεκτατικός» και αντιμετωπίζει την κοινωνική ανισότητα. Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική
Η κυβέρνηση προσπαθεί με συστηματικό τρόπο να παρουσιάσει τον προϋπολογισμό του 2019 ως τον πρώτο μεταμνημονιακό προϋπολογισμό, υποστηρίζοντας ότι είναι «επεκτατικός», δηλαδή δεν οδηγεί σε συρρίκνωση της οικονομίας, και έχει στοιχεία «μείωσης της λιτότητας».
Αυτό το στηρίζει στο γεγονός ότι δεν θα ισχύσει τελικά η μείωση των «παλαιών» συντάξεων που είχε αρχικά προβλεφθεί και στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν νέες ονομαστικές περικοπές σε ορισμένες κοινωνικές δαπάνες.
Ωστόσο, μια σειρά άλλες παράμετροι αυτού του προϋπολογισμού παραπέμπουν και στη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και στη διατήρηση μιας συνθήκης για την οικονομία που μόνο ως περιοριστική μπορεί να περιγραφεί.
Η διατήρηση των υπερπλεονασμάτων
Το πρώτο και βασικό στοιχείο είναι η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων που θα αγγίζουν το 3,5% του ΑΕΠ. Η υποχρέωση αυτή, που ήταν ένας αναγκαίος όρος για να «καθησυχασθούν» οι δανειστές ως προς τη σταθερή αποπληρωμή του χρέους, συνιστά μια διαρκή στέρηση πόρων που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν, με την μορφή επενδύσεων και παρεμβάσεων στις υποδομές, μια αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή μια πιο ορθολογική προσέγγιση ως προς τα πλεονάσματα θα περιόριζε και ορισμένες από τις ακρότητες της υπερφορολόγησης που επίσης συρρικνώνουν την πραγματική οικονομία.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η λογική που λέει ότι κάθε προϋπολογισμός πρέπει να έχει όχι μόνο το συμφωνημένο πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και τον επιπλέον «δημοσιονομικό χώρο» που θα δώσει τη δυνατότητα ενός ακόμη «κοινωνικού μερίσματος».
Να το πούμε απλά: έχουμε μια υποτίθεται αριστερή κυβέρνηση η οποία επιμένει κάθε χρόνο να επιβάλλει ακόμη περισσότερη λιτότητα με μόνο σκοπό στο τέλος να μπορεί να κάνει μια ακόμη διανομή ενός πρόσκαιρου επιδόματος, αντί να διαμορφώνει όρους μεσοπρόθεσμης ενίσχυσης των υποδομών και της ανάπτυξης.
Οι ανομολόγητες περικοπές
Η κυβέρνηση μιλάει για προϋπολογισμό μείωσης της λιτότητας, αλλά δεν παραδέχεται τις περικοπές που περιλαμβάνονται εμφανείς και μη.
Για παράδειγμα, πολύ πρόσφατα η ΚΕΔΕ διαμαρτυρήθηκε επειδή στον προϋπολογισμό του 2019 οι κεντρικοί αυτοτελείς πόροι (ΚΑΠ) προς τους δήμους εμφανίζονται μειωμένοι κατά 642 εκατ. ευρώ. Από 2.402 εκατ. ευρώ το 2018, σε 1.760 εκατ. ευρώ για το 2019, μείωση που δικαιολογείται στον προϋπολογισμό του 2019 από τη μείωση των κοινωνικών δαπανών και τη μεταβίβαση του κόστους των προνοιακών επιδομάτων στον ΟΠΕΚΑ.
Παράλληλα, καταγράφονται μειώσεις 22 εκατ. ευρώ στις επιχορηγήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενώ η ΚΕΔΕ επισημαίνει ότι, βάσει του προϋπολογισμού, στους δήμους από τους ΚΑΠ αποδίδεται το 1/3 τον νομοθετημένων φόρων, παρά το γεγονός ότι οι ΚΑΠ εμφανίζουν στον προϋπολογισμό αύξηση 260 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, για το 2019 η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα εισπράξει 1,7 δισ. ευρώ από τους ΚΑΠ, ενώ βάσει της νομοθεσίας θα έπρεπε να εισπράξει 5,9 δισ. ευρώ.
Φθίνουσα πορεία ακολουθούν στην πραγματικότητα και οι προϋπολογισμοί του υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ:
Το έτος 2016 διατέθηκαν 6.196.284,42 ευρώ
Το έτος 2017 διατέθηκαν 4.340.394,927 ευρώ
Το έτος 2018 διατέθηκαν 3.724.540,00 ευρώ και το
Έτος 2019 θα διατεθούν 3.824.312,00
Μόνο που η μικρή αύξηση του 2019 αφορά μια μικρή αύξηση της φαρμακευτικές δαπάνης πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθεί η συνολική δαπάνη να είναι πολύ μικρότερη του 2016.
Αντίστοιχα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για να μην περικοπούν οι συντάξεις, περικόπηκε σε σημαντικό βαθμό το πρόγραμμα των κοινωνικών μέτρων που είχε προεξαγγείλει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι μπορεί ο πρωθυπουργός να δήλωσε ότι δεν θεσμοθετεί από τώρα τη δεύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ, γιατί θα το κάνει μετά τις εκλογές, όμως η πραγματικότητα είναι ότι αυτή τη στιγμή συμφωνία στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας για τη δεύτερη μείωση δεν υπάρχει και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.
Η πραγματική ανισότητα
Όμως σε ποιο βαθμό η ελληνική κοινωνία γίνεται λιγότερο άνιση και περισσότερο δίκαιη όπως θέλει να πει η κυβέρνηση;
Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία παραμένει πιο άνιση και πιο φτωχή σε σχέση με πριν, κάτι που φαίνεται από την προσεκτική ανάγνωση των σχετικών δεικτών.
Για παράδειγμα, όπως υποστηρίζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με βάση τον «στενό» ορισμό της φτώχειας το ποσοστό του πληθυσμού που είναι σε αυτή την κατάσταση είναι στο 21,2% το 2016. Όμως, εάν πάμε έναν πιο γενικό δείκτη που αφορά το ποσοστό φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, τότε πάμε στο 35,6%. Αν μάλιστα πάμε και σε ένα δείκτη σχετικής φτώχειας, χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς το 2008, τότε το ποσοστό φτάνει το 47,8%.
Μάλιστα ακόμη και το 21.2% του «επίσημου» ποσοστού φτώχειας για το 2016, μεταβάλλεται σε 25,2% χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (πλην συντάξεων). Επιπλέον, στο όριο της φτώχειας βρίσκεται το 70.1% των ανέργων, το 17,2% των μισθωτών και το 24% των συνταξιούχων.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016 το 53,65% του πληθυσμού δεν μπορούσε να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη και το 29,1% δεν μπορεί να καλύψει το κόστος επαρκούς θέρμανσης. Στοιχεία που εκτιμάται ότι δεν έχουν διαφοροποιηθεί πολύ έκτοτε.
Αντίστοιχα άνιση είναι και η επίπτωση της φορολογίας. Για παράδειγμα ανάμεσα στο 2010 και το 2016 το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που πήγαινε στο φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκε από 6,13% σε 9,34% για τα φτωχότερα στρώματα ενώ για τα πλουσιότερα ήταν από 28,4% σε 29,8%.
Αντίστοιχα ο φόρος περιουσίας ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα για τα φτωχότερα στρώματα από το 0,14% στο 6,98% ενώ για τα πλουσιότερα η αντίστοιχη αύξηση ήταν από το 0,12% στο 2,45%.
Και αυτή η συνθήκη θα γίνει ακόμη χειρότερη εάν συνυπολογίσουμε και την μείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυξάνουν διαρκώς οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς το δημόσιο ακόμη και για ποσά μέχρι 500 ευρώ.
Ούτε είναι τυχαίο ότι το Σεπτέμβριο του 2018 ο συνολικός αριθμός των φορολογουμένων στους οποίους έχει επιβληθεί κατάσχεση είναι 1.148.583, καταγράφοντας μια αύξηση 453.509 σε σχέση με το τέλος του 2015, δηλαδή σε ένα σημαντικό ποσοστό των περίπου 7,5 εκατομμυρίων φορολογουμένων.
Αναδιανομή της φτώχειας και επιδοματική πολιτική
Η κυβέρνηση αυτή δεν έχει μειώσει ούτε την ανισότητα ούτε την κοινωνική αδικία. Αυτό που έχει συμβεί είναι μια ιδιότυπη αναδιανομή φτώχειας, μέσα από τις περικοπές και την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης αλλά και των μισθωτών με στόχο όχι την πραγματική αναβάθμιση της θέσης των φτωχότερων τμημάτων της κοινωνίας, αλλά την απλή επιβίωσή τους μέσω επιδομάτων που μπορεί να επιτρέπουν «επικοινωνιακές» διακηρύξεις αλλά σε κανένα βαθμό δεν αποτελούν αναπτυξιακή πολιτική με σχέδιο και ορίζοντα.