Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι μόλις συμπληρώθηκαν οι πρώτες 100 μέρες που κυβερνά πραγματικά χωρίς τους περιορισμούς των μνημονίων. Ποιος είναι ο πραγματικός απολογισμός τους;
Σύμφωνα με το πρωθυπουργικό αφήγημα η χώρα άρχισε να κυβερνιέται πραγματικά μόλις στις 21 Αυγούστου, αφού δηλαδή είχε ολοκληρωθεί το «ελληνικό πρόγραμμα» και τυπικά ήμασταν «εκτός μνημονίων».
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα μέχρι τότε η χώρα δεν είχε πραγματική κυβέρνηση γιατί υπήρχαν περιορισμοί και παρεμβάσεις. Αυτό δεν επέτρεπε σε μια κυβέρνηση της αριστεράς να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, εφόσον έπρεπε να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς με τους δανειστές. Τώρα, όμως, η χώρα έχει ανακτήσει την «ιδιοκτησία» της οικονομικής πολιτικής και μπορεί η κυβέρνηση να πάρει επιλογές.
Η πραγματικότητα της «ενισχυμένης επιτήρησης»
«Σωστό, αλλά να δούμε τι θα που και οι θεσμοί». Η ατάκα αυτή, που ακούγεται συχνά εντός των διαδρόμων των υπουργείων, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τα όρια της εξόδου από τα μνημόνια.
Το τυπικό τέλος του προγράμματος δεν σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση κάνει ό,τι θέλει. Αντίθετα, όχι μόνο έχει δεσμευτεί ότι δεν θα πειράξει κάποια από τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί και ότι θα τηρήσει τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα (που από μόνα τους σημαίνουν λιτότητα), αλλά έχει αποδεχτεί ένα σκληρό μηχανισμό επιτήρησης
Για παράδειγμα «μόνη» της πήρε την απόφαση τελικά να μη μειώσει τις «παλαιές» συντάξεις η κυβέρνησης ή μήπως αφού πρώτα διαπραγματεύτηκε με τους θεσμούς «όπως τότε»;
Γιατί μια μη μείωση συντάξεων που τελικά συνοδεύτηκε με γενναίες περικοπές σε άλλα κοινωνικά μέτρα δεν αποτελεί «ανάκτηση της ιδιοκτησίας της οικονομικής πολιτικής», αλλά συνέχεια του ίδιου διαρκούς, σκληρού και άνισου παζαριού με τους θεσμούς που γινόταν και παλαιότερα.
Στην πραγματικότητα, ακόμη και εάν δεν λέγεται «αξιολόγηση» , αυτό που συνεχίζεται να γίνεται είναι η ίδια πρακτική της επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας και της εξασφάλισης ότι τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι δανειστές.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο Eurogroup πάρθηκε η τελική απόφαση και όχι στο υπουργικό συμβούλιο…
Οι «παλαιές» συντάξεις δεν μειώνονται αλλά η λιτότητα είναι εδώ
Η μη μείωση των «παλαιών» συντάξεων προβλήθηκε από την κυβέρνηση ως μια μεγάλη επιτυχία που δείχνει ότι μπορεί να κινείται πέραν του μνημονιακού ορίζοντα. Αυτό που δεν ομολογεί η κυβέρνηση είναι ότι για να το πετύχει χρειάστηκε να αποδεχτεί σημαντικές περικοπές σε άλλες πλευρές της κοινωνικής της πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων.
Ουσιαστικά, για να μπορέσει να πάρει από τους θεσμούς το «πράσινο φως» για ένα κοινωνικό μέτρο χρειάστηκε να θυσιάσει μεγάλο μέρος της «κοινωνικής πολιτικής» που ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει.
Ακόμη και η μείωση του ΕΝΦΙΑ έγινε κατά τη μία δόση μόνο, ίσα ίσα εντός των ορίων που επέτρεπε η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς.
Η μη έξοδος στις αγορές
Κομβική πλευρά της εξόδου από τα μνημόνια υποτίθεται ότι είναι η έξοδος στις αγορές. Εάν η χώρα δεν μπορεί να αντλήσει μόνη της τα κεφάλαια που χρειάζεται για καλύπτει κομβικές ανάγκες, τότε αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί νέο μνημόνιο, δηλαδή δανεισμό από το εξωτερικό.
Μόνο που αυτή τη στιγμή η χώρα δεν μπορεί να βγει στις αγορές και να δανειστεί με ένα επιτόκιο που δεν θα είναι απαγορευτικό μεσοπρόθεσμα. Μάλιστα, δυσκολίες στην έξοδο στις αγορές δεν αντιμετωπίζει μόνο το ελληνικό δημόσιο αλλά και μεγάλες τράπεζες που δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Μπορεί προς το παρόν το πρόβλημα να αντιμετωπίζεται μέσα από το «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» που διαμορφώθηκε από την τελευταία δόση του δανείου και την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά μέσα στην επόμενη διετία η χώρα θα κληθεί να δανειστεί από το εξωτερικό.
Όμως, αυτή τη στιγμή οι προοπτικές δεν είναι καλές, εξαιτίας των αναταραχών στις αγορές στην περιοχή μας, από την ωρολογιακή βόμβα του ιταλικού χρέους μέχρι τα προβλήματα σε σχέση με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, αλλά και εξαιτίας του ενδεχόμενου από το 2020 η παγκόσμια οικονομία να επιστρέψει σε ύφεση.
Για όλα αυτά, όμως, μικρή προεργασία γίνεται, αντίθετα η κυβέρνηση επιλέγει απλώς να σιωπά για αυτό το ζήτημα παραπέμποντας ουσιαστικά κάθε απάντηση στην περίοδο μετά τις εκλογές, κοινώς φορτώνοντας την ευθύνη στην επόμενη κυβέρνηση.
Η κρίση του τραπεζικού συστήματος, η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου το τέλος του «Νόμου Κατσέλη»
Οι πρώτες 100 πραγματικές μέρες του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του στην εξουσία συνοδεύονται και από ένα βάθεμα της κρίσης του τραπεζικού συστήματος.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της όλης κρίσης η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών σε αλλεπάλληλα κύματα, που έχουν συμπαρασύρει προς τα κάτω και το Χρηματιστήριο Αθηνών στο σύνολό του.
Η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να αποδώσει αυτές τις εξελίξεις, κατά την προσφιλή ροπή της προς την συνωμοσιολογία, σε «σορτάρισμα» από συγκεκριμένα fund παραβλέποντας ότι αυτή τη στιγμή ο όγκος των μην εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών αποτελεί επαρκές επιχείρημα για τους επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί και να απομακρύνονται από τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικές τράπεζες.
Ωστόσο, παρότι η κυβέρνηση υποτίθεται ότι πλέον κυβερνά ελεύθερη έχει επιδείξει εντυπωσιακή απροθυμία να πάρει πρωτοβουλίες, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σιωπή της απέναντι στο σχέδιο που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, την ώρα που διαφαίνεται ότι τελικά η όποια λύση θα έρθει μάλλον μέσα από την πρωτοβουλία των «θεσμών» και του SSM.
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις εξελίξεις σε σχέση με το Νόμο Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Το τέλος των όποιων παρατάσεων της ισχύος του που είχαν συμφωνηθεί τα προηγούμενα χρόνια, σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να νομοθετήσει εκ νέου.
Μόνο που όλα δείχνουν ότι το νέο πλαίσιο και χειρότερο θα είναι και επίσης σε ελάχιστο βαθμό θα αποτελεί «ιδιοκτησία» της κυβέρνησης, αλλά πολύ περισσότερο θα αντιστοιχεί στις απαιτήσεις των «θεσμών» για τον περιορισμό των «κόκκινων δανείων».
Η συμφωνία με την Εκκλησία που εξελίχτηκε σε σύγκρουση με τον κλήρο
Η κυβέρνηση σε σχέση με το Εκκλησιαστικό πήρε μια πρωτοβουλία που ενώ φάνηκε στην αρχή ότι αποτελούσε κίνηση που άλλαζε τα δεδομένα τελικά οδήγησε σε αναδίπλωση και σε σύγκρουση με μερίδα του κλήρου.
Με αφετηρία την επιθυμία της να δώσει μια επίφαση «διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους» και τον υπολογισμό να βρει τρόπο να δικαιολογήσει 10.000 νέους διορισμούς στο δημόσιο, η κυβέρνηση επεξεργάστηκε μια συμφωνία που μπορεί να ήταν συμφέρουσα για την Εκκλησία στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας όμως συναντούσε την αντίδραση του κατώτερου κλήρου που διαισθάνθηκε κίνδυνο εργασιακής επισφάλειας.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ξεκίνησε ως η πρώτη σημαντική πολιτική πρωτοβουλία που θα ολοκλήρωνε η ελεύθερη πλέον κυβέρνηση να εξελιχτεί σε ένα πολιτικό πατατράκ με την Εκκλησία να απορρίπτει τη συμφωνία ουσιαστικά και τη διαπραγμάτευση να ξεκινά από την αρχή.
Μια Συνταγματική Αναθεώρηση για το κομματικό ακροατήριο
Κανονικά η Συνταγματική Αναθεώρηση θα ήταν η μεγάλη θεσμική ανατροπή που θα όριζε το τοπίο για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι τουλάχιστον είχε εξαγγελθεί το 2016.
Τελικά φαίνεται πώς τα δεδομένα άλλαξαν. Πηγαίνουμε σε μια συζήτηση εξπρές ως προς τις προτεινόμενες αλλαγές και χωρίς καμία επιθυμία συναίνεσης και διαμόρφωσης ευρύτερων πλειοψηφιών.
Οι κυβερνητικές προτάσεις θα υπερψηφιστούν στο τέλος με την χαμηλή πλειοψηφία, ικανοποιώντας το κομματικό ακροατήριο, απλώς και μόνο για να δεσμεύουν ως προς τη θεματολογία τη συζήτηση στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή και οι συναινέσεις αναβάλλονται για το μέλλον με ορατό τον κίνδυνο να πάμε σε μια αναθεωρητική διαδικασία που μόνο ως «χαμένη ευκαιρία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.