Σταδιακά τα δύο κόμματα προσαρμόζουν τον πολιτικό λόγο τους στα κοινωνικά κομμάτια αλλά και τα αιτήματα που θέλουν να εκπροσωπήσουν.
Μία από τις κοινοτοπίες που ακόμη συναντά κανείς στο χώρο της πολιτικής επικοινωνίας είναι ότι πλέον τα κόμματα στηρίζονται περισσότερο στη γενική πολιτική απεύθυνση και αισθητική, χωρίς να επικεντρώνουν σε συγκεκριμένα κοινωνικά κομμάτια και τα αιτήματά τους.
Υπόβαθρο τέτοιων απόψεων και η διάχυτη αίσθηση ότι πλέον τα κόμματα διακυβέρνησης απευθύνονται κυρίως σε «πανεθνικά» ακροατήρια και όχι σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα.
Βέβαια, η διάχυτη αυτή αίσθηση συνήθως διαψεύδεται από την ποιοτική ανάλυση των δημογραφικών χαρακτηριστικών των εκλογικών αποτελεσμάτων, που αναδεικνύουν το γεγονός ότι διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, ηλικιακές κατηγορίες, επαγγέλματα συμπεριφέρονται – κατά τάση πάντα – με διαφορετικό τρόπο. Είναι δε αυτό ένα φαινόμενο που το παρατηρούμε διεθνώς.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει ενδιαφέρον ότι ήδη στις δημοσκοπήσεις που αρχίζουν να βλέπουν το φως τη δημοσιότητας (και δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις αναξιόπιστων «κατασκευασμάτων») μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοια στοιχεία διαφορετικής συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος αλλά και διαφορετικών μορφών απεύθυνσης από τη μεριά των κομμάτων.
Που «υπερέχουν» ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ
Για παράδειγμα στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Kappa Research για το Έθνος έχει ενδιαφέρον η εκτίμηση ότι «τομείς υπεροχής» του Α. Τσίπρα, δηλαδή τομείς όπου οι απαντήσεις δείχνουν ότι υπερτερεί η κυβέρνησή του έναντι ενδεχόμενης κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, είναι στο να υποστηριχθούν οι οικονομικά ασθενείς, να μειωθεί η διαφθορά στο δημόσιο βίο, να αυξηθούν οι μισθοί και να μην περικοπούν οι συντάξεις. Αντίστοιχα για τον Κ. Μητσοτάκη οι «τομείς υπεροχής» του αφορούν στο να αυξηθούν οι επενδύσεις, να ενισχυθεί η ανάπτυξη, να μειωθούν οι φόροι, και να υποχωρήσει η ανεργία.
Τα αποτελέσματα αυτά, όσες επιφυλάξεις και εάν υπάρχουν σήμερα συνολικά για τις πολιτικές δημοσκοπήσεις, αποτυπώνουν όντως την καταρχήν βασική διαφορά στην προσέγγιση που έχουν τα δύο κόμματα.
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ
Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές δεν ξεκινάει με μια προσπάθεια καθολικής απεύθυνσης, με τον τρόπο που εκπροσωπώντας το «αντιμνημόνιο» στην περίοδο 2012-2015 δοκίμασε να ανατρέψει συνολικά τους συσχετισμούς,
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα πρωτίστως προσπαθεί, εξαγγελία την εξαγγελία, να ανασυγκροτήσει μια κοινωνική βάση που θα μετατραπεί σε εκλογική βάση και εν μέρει να αντισταθμίσει το τεράστιο κοινωνικό κόστος που είχαν μέχρι τώρα τα μέτρα που έχει ψηφίσει και εφαρμόσει.
Έτσι είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επενδύσει ιδιαίτερα στα πιο φτωχά κομμάτια της κοινωνίας. Η αύξηση ορισμένων κοινωνικών επιδομάτων μπορεί να μην αντισταθμίζει το κοινωνικό κόστος της ανεργίας ή της καταβαράθρωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, αλλά διαμορφώνει ένα ελάχιστο στήριγμα.
Αντίστοιχα, οι έστω και μικρές αυξήσεις που θα προκύψουν από τις επεκτάσεις των κηρυγμένων ως υποχρεωτικών συλλογικών συμβάσεων εντοπίζουν όντως μια αγωνία μεγάλου μέρους των μισθωτών που θα ήθελαν να δουν κάπως να αυξάνονται οι μισθοί τους.
Επίσης, όπως ήταν αναμενόμενο, η επίμονη προβολή του θέματος των συντάξεων κατάφερε να κατοχυρώσει την εικόνα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που παλεύει για να ακυρωθεί η συγκεκριμένη ρύθμιση.
Στα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως είναι η απόφαση για μείωση των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών αλλά και η προσπάθεια να παρουσιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση που δεν επιδείνωσε τη θέση των δημοσίων υπαλλήλων.
Την ίδια στιγμή από τα γενικά πολιτικά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ όντως φαίνεται ότι αυτό που αποδίδει περισσότερο είναι αυτό που αφορά την διαφθορά. Ας μην ξεχνάμε ότι όλη την προηγούμενη περίοδο, με αφορμή και υπαρκτά φαινόμενα «διαπλοκής» υπήρξε ένα πραγματικό αίτημα περιορισμού της επίδρασης της οικονομικής εξουσίας στην πολιτική ζωή. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να αναδεικνύει τέτοια θέματα.
Από την άλλη, η ΝΔ όντως έχει επιλέξει να μην πάει με λογική αντιστάθμισης των οικονομικών πληγμάτων που δέχτηκαν οι ασθενέστεροι. Αντίθετα, επιμένει περισσότερο σε ένα φιλελεύθερο σχήμα για την οικονομική ανάπτυξη ως βασικό μοχλό για να αντιμετωπιστούν και τα κοινωνικά προβλήματα.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, που με τον πιο συνεκτικό τρόπο το παρουσίασε ο Κ. Μητσοτάκης στη φετινή ΔΕΘ, για να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα είτε πρόκειται για την ανεργία είτε πρόκειται για την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων, αυτό που χρειάζεται είναι ανάπτυξη και αυτή με τη σειρά της απαιτεί επενδύσεις και τα μέσα πολιτικής που τη διευκολύνουν, όπως είναι η μείωση φόρων.
Αυτή η τοποθέτηση είναι προφανές ότι αγγίζει ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, είτε ελεύθερων επαγγελματιών είτε και μισθωτών, σε μεγάλο βαθμό με αυτοπροσδιορισμό «μεσαία τάξη», που κυρίως συνδέουν τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης με τη δυναμική της οικονομίας.
Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πείθει περισσότερο ως προς την κοινωνική προστασία, η ΝΔ κατορθώνει να πείθει περισσότερο ως προς τη συνάρτηση ανάμεσα στη ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας.
Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με την υπερφορολόγηση, η ΝΔ έχει καταφέρει να πείσει ότι όντως θέλει τη μείωση της φορολογίας και αυτό δείχνει να έχει αντίκτυπο σε κοινωνικά στρώματα που αισθάνονται ότι πλήττονται.
Τα διαφορετικά αφηγήματα και η μάχη για τη μεσαία τάξη
Όλα αυτά δείχνουν πως παρά την αποδοχή και από τα δύο κόμματα του μνημονιακού κεκτημένου ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις (για πρώτη φορά ίσως κόμμα της Αριστεράς πάει σε εκλογές χωρίς θέση για ανακοπή και αναίρεση ιδιωτικοποιήσεων) και τη δημοσιονομική πειθαρχία, προσπαθούν να χαράξουν διαφορετικούς δρόμους απεύθυνσης, ακόμη και εάν απευθύνονται και στα ίδια κοινωνικά κομμάτια.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να απευθυνθεί περισσότερο στα στρώματα εκείνα που αισθάνονται ακόμη πληττόμενα, που θεωρούν ότι υπάρχει λόγος κοινωνικής προστασίας, που θεωρούν ότι η βελτίωση της κοινωνικής θέσης τους περνάει μέσα από πολιτικές παρεμβάσεις και θεσμικές εγγυήσεις και που θεωρούν ότι χρειάζεται να αποδοθούν ευθύνες για την πορεία της χώρας.
Η ΝΔ από τη μεριά της επενδύει περισσότερο στα στρώματα εκείνα που αισθάνονται ότι η κοινωνική πραγματικότητα δεν τους δίνει ευκαιρίες, που έχουν θετική εικόνα για την επιχειρηματικότητα και την αγορά και πιστεύουν περισσότερο στην ανάπτυξη ως μοχλό για τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης παρά στην κρατική παρέμβαση.
Όμως, η πρόκληση και για τις δύο πλευρές δεν είναι τι θα γίνει με τα στρώματα που ούτως ή άλλως πολώνονται, δηλαδή από τη μια τα περισσότερο λαϊκά στρώματα (χαμηλόμισθοι κλπ) που τείνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στρώματα που αναφέρονται στην επιχειρηματικότητα που τείνουν προς τη ΝΔ.
Το κρίσιμο σημείο είναι όλες και όλοι εκείνοι, είτε μισθωτοί είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, που συγκροτούν αυτό που έως και υπερβολικά γενικευτικά αποκαλούμε «μεσαία τάξη» και το πώς τελικά ορίζει τον εαυτό του μέσα στη συγκυρία.
Τα τμήματα αυτής της «μεσαίας τάξης» που νιώθουν πληττόμενα, επισφαλή, με ανάγκη παρέμβασης και δύσπιστα προς την αγορά ως μόνη λύση, θα πολώνονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα τμήματα που θα θέλουν περισσότερο έναν οικονομικό δυναμισμό και ευκαιρίες θα στρέφονται προς τη ΝΔ.
Και ο συσχετισμός ανάμεσα σε αυτές τις δύο δυναμικές θα κρίνει τελικά και τις εκλογές.