Ποια δις ισόβια; 5 Έλληνες εγκληματίες που τους επιβλήθηκαν μεγαλύτερες ποινές από την Πισπιρίγκου

Ποιος καταδικάστηκε σε θανατική ποινή;

Δύο φορές ισόβια επέβαλε ομόφωνα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας στη Ρούλα Πισπιρίγκου, αφού την έκρινε ένοχη για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας κατά συρροή, με θύματα τις δύο μικρότερες κόρες της.

Το δικαστήριο, στην απόφασή του για την ποινή, αποδέχθηκε την πρόταση που είχε καταθέσει στο ακροατήριο η εισαγγελέας της έδρας, Βασιλική Δημοπούλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η κατηγορούμενη μητέρα από την Πάτρα δεν αιτήθηκε την αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού.

Διαβάστε επίσης: Η στιγμή της αποδοκιμασίας: Έξαλλο το «Παλέ» με τον Αταμάν – Η κίνηση στον Μήτογλου (vid)

Με αφορμή την απόφαση για την ποινή της Ρούλας Πισπιρίγκου στα δις ισόβια το Athensmagazine.gr σας παρουσιάζει 5 μεγαλύτερες ποινές εγκληματιών στην Ελλάδα που σοκάρουν μέχρι και σήμερα…

5 ποινές που ξεπερνούν εκείνη της Πισπιρίγκου
Δράκος της Βουλιαγμένης – Θανατική ποινή
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Ελλάδα αγωνιζόταν να επουλώσει τις πληγές της από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εγκλήματα όπως αυτό που θα περιγράψουμε συγκλόνιζαν την κοινή γνώμη και προκαλούσαν μεγάλο θόρυβο. Η υπόθεση του «Δράκου της Βουλιαγμένης» απασχόλησε έντονα τον Τύπο και το κοινό για μήνες, ξεχωρίζοντας όχι μόνο για τη φύση των εγκληματικών του πράξεων, αλλά και για το γεγονός ότι στη σύλληψή του χρησιμοποιήθηκε μέντιουμ, μια πρακτική εξαιρετικά ασυνήθιστη για την εποχή.

Ήταν αργά το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1953, όταν η ησυχία στην περιοχή του Μικρού Καβουρίου διακόπηκε από τέσσερις πυροβολισμούς και τις απεγνωσμένες φωνές μιας γυναίκας που καλούσε σε βοήθεια. Όσοι έσπευσαν να δουν τι είχε συμβεί, βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ένας άνδρας κείτονταν νεκρός μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ μια νεαρή γυναίκα, βαριά τραυματισμένη, κρατιόταν στη ζωή.

Η Αστυνομία ειδοποιήθηκε άμεσα, ενώ ένα ασθενοφόρο μετέφερε την κοπέλα στο νοσοκομείο. Παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων της, κατάφερε τελικά να αναρρώσει. Ο νεκρός ήταν ο Θεόδωρος Δέγλερης, ενώ η 24χρονη γυναίκα ονομαζόταν Σοφία Μαναβάκη. Η φύση του περιστατικού παρέμενε μυστήριο, και πολλοί το απέδωσαν σε επίθεση κάποιου από τους ηδονοβλεψίες που φημολογούνταν ότι δρούσαν στην περιοχή.

Όταν η Μαναβάκη ανέκτησε τις αισθήσεις της στο νοσοκομείο και έδωσε κατάθεση, οι πληροφορίες της δεν έφεραν ιδιαίτερη πρόοδο στον εντοπισμό του δράστη. Ανέφερε ότι ο άγνωστος άνδρας της έκλεψε την τσάντα που περιείχε 30.000 δραχμές, καθώς και το ρολόι του Δέγλερη, πριν εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα. Στην αναφορά της για το συμβάν, περιέγραψε ότι ο δράστης πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση. Σε μια παράξενη τροπή, είπε ότι αφού έσκυψε πάνω από τον Δέγλερη και αφουγκράστηκε τον χτύπο της καρδιάς του, πλησίασε την ίδια με έναν τρόπο που έδειχνε ότι σκόπευε να της προσφέρει βοήθεια.

Αυτές οι περιγραφές ήταν ιδανικές για ανάγνωσμα στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας, οι οποίες συγκλόνισαν το αναγνωστικό κοινό, όμως δεν βοήθησαν καθόλου τους άνδρες της Αστυνομίας που είχαν αναλάβει την υπόθεση. Προσπαθούν να την συνδέσουν με μια ακόμα υπόθεση που είχε γίνει πριν από έξι ημέρες, όταν μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα τραυμάτισε ένα νεαρό ζευγάρι πάλι στην ίδια περιοχή, όμως δεν φαίνεται να κατέληγαν κάπου.

Από αυτό το αδιέξοδο ήρθε να τους βγάλει ένας δημοσιογράφος και μια μέθοδος η οποία έχει μείνει στα χρονικά της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας πανέξυπνος δημοσιογράφος, ο Θεόδωρος Δράκος, ο οποίος ανακοινώνει από την εφημερίδα «Ακρόπολις» ότι το πιο γνωστό μέντιουμ της εποχής, η Ελένη Κικίδου, θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες υποδεικνύοντας τον δράστη.

Ο δημοσιογράφος είναι εξαιρετικά επίμονος και καταφέρνει να καταρρίψει τους ενδοιασμούς της Κικίδου, κι έτσι μια νύχτα του Αυγούστου μερικές ημέρες μετά το έγκλημα εκείνη βρίσκεται μαζί με τον δημοσιογράφο στον τόπο του εγκλήματος.

Η Κικίδου ευρισκόμενη σε κατάσταση ύπνωσης «βλέπει» διάφορα πράγματα και περιγράφει στους παρευρισκόμενους τη σκηνή του φόνου αλλά και τη μορφή του δράστη και το προφίλ του. Το «πείραμα της διοράσεως», όπως το αποκάλεσαν τότε, είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία, καθώς η Κικίδου με έναν πολύ παράξενο τρόπο έδωσε νέα ώθηση στις αστυνομικές έρευνες.

Οι έρευνες αυτές είχαν επικεντρωθεί στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού στον Χολαργό. Κι αυτό γιατί το όπλο του εγκλήματος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα μακριά από το σημείο του εγκλήματος και τυλιγμένο με ένα μαντίλι, είχε σειριακό αριθμό που ταίριαζε με αυτόν που ανήκε σε κάποιον στρατιωτικό της συγκεκριμένης μονάδας.

Όμως ο στρατιωτικός αυτός είχε παραδώσει το όπλο με το σειριακό αριθμό φεύγοντας με άδεια τις ημέρες του φονικού, οπότε τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Και γίνονταν ακόμα χειρότερα καθώς πάνω στο περίστροφο δεν είχε βρεθεί ένα ξεκάθαρο αποτύπωμα του δράστη.

Στο στόχαστρο των ερευνών μπαίνουν πλέον οι ηδονοβλεψίες της Βουλιαγμένης, οι «μπανιστές», όπως τους έλεγαν τα ΜΜΕ της εποχής. Ανακρίνονται δύο από αυτούς οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή, ονομάζουν όμως ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο ανακριτικό της Αστυνομίας κέντρισε το ενδιαφέρον. Ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, γιος ενός κρεοπώλη, έχει απολυθεί πριν από τέσσερις μήνες από τον Στρατό.

Τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν σχεδόν απόλυτα με αυτά που είχε πει το μέντιουμ, ιδίως μία ουλή στο πρόσωπο που είχε προκύψει από εγχείρηση για μία οδοντιατρική επέμβαση, γι’ αυτό και στην πιάτσα των ατόμων αυτών είχε το παρατσούκλι «ο Μιχάλης ο Σημαδεμένος». Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 γίνεται η επίσημη προσαγωγή του για ανάκριση κι εκεί προκύπτουν δύο πολύ σημαντικά στοιχεία που θα οδηγήσουν και στη σύλληψή του.

Στο χέρι του φοράει το ρολόι του Δέγλερη, ενώ τα παπούτσια του ανήκουν στον άνδρα που είχε δεχθεί μαζί με τη σύντροφό του την άλλη επίθεση με τις χειροβομβίδες. Παρά το γεγονός ότι τα αρνείται όλα σε πρώτη φάση, τελικά θα «σπάσει» μετά από πολύωρη ανάκριση. Προσπαθώντας να εξηγήσει την πράξη του είπε ότι το πάθος του τον τύφλωσε και πως δεν θυμόταν γιατί σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, έσπευσε να εξαφανιστεί επιστρέφοντας στο σπίτι του.

Η σύλληψή του τα ξημερώματα στις 2 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του στην περιοχή του Λυκαβηττού πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα για τις εφημερίδες αλλά και την κοινή γνώμη που έβλεπε έναν τόσο στυγνό εγκληματία να μην έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει το θανατηφόρο έργο του.

Η αναπαράσταση του εγκλήματος ήταν μια ακόμα αφορμή για τους δημοσιογράφους να γεμίσουν σελίδες επί σελίδων σε έναν παροξυσμό γλαφυρών περιγραφών για την ασυγκίνητη ηρεμία που επεδείκνυε ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» όταν αφηγείτο τις λεπτομέρειες της πράξης του και το ακόρεστο πάθος του ηδονοβλεψία.

Ο ίδιος επέμενε ότι, εκτός από τον φόνο δεν είχε κλέψει το ρολόι ή τα χρήματα, ότι όλα έγιναν γιατί «ο διάβολος μπήκε μέσα μου» ενώ για την υπόθεση της χειροβομβίδας είχε δηλώσει ότι την είχε κατασκευάσει για να πάει για ψάρεμα, όμως δεν τα κατάφερε και την έριξε στα βράχια, χωρίς να έχει πρόθεση να τραυματίσει κάποιον. Οι ειδικοί της εποχής μιλούν για μια εγκληματική προσωπικότητα με διεστραμμένη σεξουαλική ανάγκη, χωρίς όμως να έχει το ακαταλόγιστο.

Η δίκη έγινε τον Μάρτιο του 1954 στην Αθήνα, με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί στην κατάμεστη αίθουσα. Ο δράστης αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, τα οποία ήταν εξαιρετικά δύσκολα, με γονείς χωρισμένους και κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο του, ενώ απέδωσε τη διαστροφική του έξη σε μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση που είχε λίγα χρόνια πριν, όταν τον εγκατέλειψε η κοπέλα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος.

Για το βράδυ του φονικού είπε ότι τους παρατηρούσε για αρκετή ώρα και είχε μεγάλη ζήλια για τις ερωτικές περιπτύξεις που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του και αφού σκότωσε τον άνδρα ένιωσε δυνατός καθώς μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην τραυματισμένη κοπέλα.

Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι δεν είχε συναίσθηση των πράξεών του, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασε εις θάνατον για τον φόνο και 24 χρόνια για τρεις απόπειρες. Στις 10 Αυγούστου του 1954, αφού ζήτησε να του λύσουν τα χέρια και να του δέσουν τα μάτια, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην περιοχή Τούρλος της Αίγινας.

Αντώνης Δαγκλής, ο δράκος με το πριόνι που τεμάχιζε ιερόδουλες – 13 φορες ισόβια
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εγκληματική δράση του Αντώνη Δαγκλή προκάλεσε κύματα φόβου και τρόμου στις πιάτσες των ιερόδουλων της Αθήνας. Παράλληλα, αποτέλεσε έναν σοβαρό πονοκέφαλο για την Αστυνομία, καθώς οι επιθέσεις του ήταν σποραδικές και δύσκολα προβλέψιμες. Η μέθοδος που χρησιμοποιούσε χαρακτηριζόταν από εξαιρετική αγριότητα, καθώς τεμάχιζε τα θύματά του και διασκόρπιζε τα μέλη τους σε διάφορες περιοχές της Αττικής.

Ο Αντώνης Δαγκλής γεννήθηκε στη Νίκαια το 1974 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο δυσκολίες. Όπως ο ίδιος περιέγραψε κατά τη διάρκεια της δίκης του, η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από την κακοποίηση που υπέστη τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του από τον πατέρα του. Από την εφηβεία του είχε ήδη αναπτύξει παραβατική συμπεριφορά, και σε ηλικία 16 ετών καταδικάστηκε σε έξι μήνες εγκλεισμού σε Σωφρονιστικό Ίδρυμα Ανηλίκων για απόπειρα αποπλάνησης ανήλικης.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του, όταν η μητέρα του εργάστηκε σε κακόφημα μπαρ. Αυτό ενίσχυσε τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του Δαγκλή και επηρέασε καταλυτικά τη σχέση του με το γυναικείο φύλο. Σημαντική ήταν επίσης η τραυματική εμπειρία του όταν έγινε μάρτυρας ερωτικής συνεύρεσης της μητέρας του με πελάτη, γεγονός που φαίνεται να τροφοδότησε την εκδικητική του μανία απέναντι στις γυναίκες.

Η εγκληματική του δράση ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1992, όταν ήταν μόλις 18 ετών. Εκείνο το βράδυ, έκλεψε ένα αυτοκίνητο από τον Κορυδαλλό και οδήγησε μέχρι το Κολωνάκι, όπου πλησίασε μία ιερόδουλη. Αφού συμφώνησαν να περάσουν μαζί τη νύχτα, οδήγησε το αυτοκίνητο σε μια απομονωμένη περιοχή στον Καρέα. Εκεί, ύστερα από καβγά σχετικά με την αμοιβή, τη στραγγάλισε και εγκατέλειψε το άψυχο σώμα της σε απόμερο σημείο.

Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του στη Νίκαια, πήρε ένα πριόνι για ξύλα, ένα μαχαίρι, διάφορα ρούχα και σακούλες και επέστρεψε στον Καρέα. Διαμέλισε μεθοδικά το σώμα της νεαρής γυναίκας και στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη βόλτα στην Αθήνα, πετώντας τις σακούλες σε διάφορα σημεία, μεταξύ αυτών και σε έναν κάδο σκουπιδιών στο Κολωνάκι. Λίγες ημέρες μετά, μία κάτοικος της περιοχής βρέθηκε μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα και ειδοποίησε την Αστυνομία. Στην πορεία βρέθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη (εκτός από το κεφάλι που το είχε ρίξει στον Κηφισό), όμως ποτέ δεν κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα του θύματος.

Οι άνδρες της Ασφάλειας δεν διαθέτουν κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει τη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δαγκλής «σιωπά» για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να εμφανιστεί ξανά σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, το 1995.

Την 28η Οκτωβρίου 1995, ο Δαγκλής, πλέον υπάλληλος στην εταιρεία αλατιού «Πέρλα», αναζητά ξανά τη συντροφιά μιας ιερόδουλης. Με το λευκό βαν που έχει αποκτήσει, περιφέρεται στις πιάτσες της πόλης, ώσπου καταλήγει στο Κολωνάκι. Εκεί συμφωνεί με την 29χρονη Ελένη Παναγιωτοπούλου. Αφού συνευρίσκονται ερωτικά στο πίσω μέρος του βαν, όπου είχε τοποθετήσει ένα κρεβάτι, ο Δαγκλής τη στραγγαλίζει.

Μετά το έγκλημα, οδηγεί μέσα στη νύχτα προς μια απομονωμένη περιοχή, λίγο μετά τα διόδια του Σχηματαρίου. Εκεί, τεμαχίζει το σώμα της νεκρής γυναίκας και τοποθετεί τα κομμάτια σε σακούλες, τις οποίες διασκορπίζει σε διάφορα σημεία γύρω από την περιοχή της Τραγάνας. Το επόμενο πρωί, ο Δαγκλής πηγαίνει στη δουλειά του και συνεχίζει την καθημερινότητά του, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Η τρίτη δολοφονία του Δαγκλή έγινε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1995. Αυτή τη φορά συναντήθηκε με μία ιερόδουλο, την 26χρονη Αθηνά Λαζάρου, στην πιάτσα του Κηφισού και πήγαν μαζί σε ένα σκοτεινό σημείο της περιοχής του Βοτανικού. Εκεί τη σκότωσε στραγγαλίζοντάς την με ένα σχοινί και αφού πέταξε το πτώμα της από το αυτοκίνητο γύρισε και πάλι σπίτι του. Το νεκρό σώμα της γυναίκας βρέθηκε την άλλη ημέρα, προκαλώντας μεγάλο προβληματισμό στους άνδρες της Ασφάλειας και σκορπώντας τον φόβο και τον τρόμο σε όλες τις πιάτσες των ιερόδουλων της Αθήνας, που μιλούσαν πλέον ανοιχτά για τον «δράκο με το πριόνι». Η Αστυνομία κάνει μεγάλες έρευνες μεταξύ των ιερόδουλων, οι οποίες τον περιγράφουν με αρκετή λεπτομέρεια και τελικά τον αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες των σεσημασμένων που τους δείχνουν. Η δολοφονική δράση του Δαγκλή σταμάτησε στις 21 Ιανουαρίου του 1996, όταν η Αστυνομία τον παρακολουθεί σε μία ακόμα εξόρμησή του στη Λεωφόρο Ποσειδώνος και αποφασίζει να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει σε ανάκριση. Μέσα στο βανάκι του βρίσκουν ένα στρώμα από αφρολέξ και έναν σταυρό που ανήκε στο πρώτο θύμα, κάτι που λειτουργεί επιβαρυντικά για τον δράστη. Στην Ασφάλεια ο Δαγκλής ομολογεί, λέγοντας πάντως ότι έχει κάνει μόνο ένα έγκλημα, αυτό στον Καρέα και όχι όλα όσα του καταλογίζονται. Στη δίκη όμως που θα γίνει έναν χρόνο αργότερα θα αποκαλυφθεί η πλήρης δράση του, καθώς θα εμφανιστούν πολλές από τις ιερόδουλες με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή αλλά ήταν τυχερές να μην τις σκοτώσει. Συνολικά είχε κάνει έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας, ενώ είχε κλέψει από τα θύματά του κοσμήματα και χρήματα μεγάλης αξίας.

Η δίκη του ήταν ταραχώδης, καθώς οι αφηγήσεις των ιερόδουλων έδιναν την εικόνα ενός αδίστακτου δολοφόνου που είχε πλήρη συναίσθηση όσων έκανε. Η κατάθεση της μητέρας του Φωτεινής έδωσε έναν ακόμα δραματικό τόνο, εξιστορώντας τα δύσκολα παιδικά χρόνια του γιου της στα χέρια του πατέρα του. Ο δικηγόρος υπεράσπισης που όρισε το δικαστήριο προσπάθησε να περάσει τη γραμμή του μειωμένου καταλογισμού λόγω ψυχικής πάθησης, κάτι που υποστήριξε και ο ίδιος ο Δαγκλής, λέγοντας ότι ενεργούσε τυφλά και χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, ενώ άκουγε και φωνές που τον οδηγούσαν στα εγκλήματα. Οι ειδικοί που τον εξέτασαν πάντως δεν διαπίστωσαν κάποια ψυχική νόσο και απέδωσαν τη συμπεριφορά του σε σεξουαλική διαστροφή. Παρά το ότι ο Δαγκλής αναίρεσε την απολογία του αποδεχόμενος τελικά μόνο την πρώτη δολοφονία, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 13 φορές ισόβια και 52 χρόνια κάθειρξη για τις ανθρωποκτονίες και όλη την εγκληματική δράση του. Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε από ελληνικό δικαστήριο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού, όπου και γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος.

Στις 2 Αυγούστου 1997, στο κελί 33 του Ψυχιατρικού Τμήματος, ο Δαγκλής βρέθηκε νεκρός, έχοντας κρεμαστεί με τα σεντόνια του από τα κάγκελα της πόρτας. Το γεγονός αποκτά ακόμη μεγαλύτερη τραγικότητα, καθώς μαζί του επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του, με τον ίδιο τρόπο, ο συγκρατούμενός του, Γιώργος Μακρίδης. Έτσι, γράφτηκε ο επίλογος της δράσης ενός ανθρώπου που είχε σπείρει τον τρόμο στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του 1990. Ο Δαγκλής έγινε γνωστός στα αστυνομικά χρονικά ως ο «νέος Τζακ ο Αντεροβγάλτης», εξαιτίας της φρικώδους μεταχείρισης των σωμάτων των γυναικών που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του.

«Ψευτογιατρός»: 8 φορές ισόβια, 50 χρόνια κάθειρξη και 327.000 ευρώ χρηματική ποινή

Μια από τις μεγαλύτερες ποινές που έχουν καταγραφεί στα δικαστικά χρονικά επέβαλλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, στον 50χρονο Νικόλαο Κοντοστάθη, γνωστό ως «ψευτογιατρό», ο οποίος πουλώντας έναντι χιλιάδων ευρών, μαντζούνια και βοτάνια σε ανθρώπους που είχαν νοσήσει από καρκίνο – ανάμεσά τους και δυο παιδιά – τους οδήγησε εν τέλει στο θάνατο. Ο «ψευτογιατρός» καταδικάσθηκε σε 8 φορές ισόβια, 50 χρόνια κάθειρξη (εκτιτέα τα 20) και 327.000 ευρώ χρηματική ποινή . Η ποινή αυτή αφορά στις επτά ανθρωποκτονίες ασθενών και σε έξι απόπειρες ανθρωποκτονιών, όπως και για σειρά άλλων βαρύτατων αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος.

Συνολικά, ο 50χρονος Κοντοστάθης δικάστηκε 12 ανθρωποκτονίες και 14 απόπειρες ανθρωποκτονιών. Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, ο Κοντοστάθης θα μείνει φυλακισμένος για 25 χρόνια. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη από θύματα, συγγενείς θυμάτων και άλλα πρόσωπα που είχε την ατυχία να βρουν το δρόμο τους τον κατηγορούμενο, ο οποίος πουλώντας τους ελπίδα, κατάφερνε να τους πείσει να διακόπτουν τις θεραπείες των γιατρών τους και να ακολουθούν τις δικές του κομπογιαννίτικες, τις οποίες σχεδόν πάντα συνέδεε με τη πίστη, το Θεό και το θαύμα!

Είναι ενδεικτικό ότι πριν την ανακοίνωση της απόφασης για συγχώνευση των ποινών (η οποία είναι και η τελική) το δικαστήριο είχε ανακοινώσει τις εξής καθείρξεις και ποινές για τον κατηγορούμενο, ο οποίος τις άκουγε από το εδώλιο, χωρίς να αντιδράσει.

Συγκεκριμένα, το δικαστήριο του επέβαλε:

  • Ισόβια για κάθε μια από τις 7 ανθρωποκτονίες για τις οποίες κρίθηκε ένοχος
  • 12 έτη κάθειρξης για κάθε μια από τις έξι απόπειρες ανθρωποκτονιών για τις οποίες κρίθηκε ένοχος
  • Ισόβια και 300.000 ευρώ για το κακούργημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσών.
  • Κάθειρξη δέκα ετών και χρηματική ποινή 18.000 ευρώ για το κακούργημα της απάτης.
  • Φυλάκιση ενός έτους για το αδίκημα της αντιποίησης ιατρικού επαγγέλματος καθώς και χρηματικό πρόστιμο 2.000 ευρώ.
  • Ποινή φυλάκισης δυο ετών για το αδίκημα της πλαστογραφίας και πρόστιμο 15. 000 ευρώ.
  • Ποινή φυλάκισης δυο ετών για το αδίκημα της οπλοκατοχής και πρόστιμο 1000 ευρώ
  • Ποινή φυλάκισης ενός έτους για παράνομη κατοχή μνημείου.

Η δίκη για τη συγκεκριμένη υπόθεση διήρκησε έναν περίπου χρόνο και από την αίθουσα του δικαστηρίου πέρασαν δεκάδες θύματα του κατηγορούμενου, καταθέτοντας τα όσα βίωσαν όταν τον συνάντησαν. Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι οι 16 συγκατηγορούμενοι του ψευτογιατρού, κρίθηκαν όλοι αθώοι. Μεταξύ αυτών ήταν ένας γιατρός, πρώην υπουργός, μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ιδιωτικής κλινικής, μια μοναχή και ένας έμπορος βοτάνων από το Πήλιο!

Με δάκρυα στα μάτια η πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε το πέρας της δίκης, μετά την ανακοίνωση της απόφασης επί των ποινών, λέγοντας πως είναι ιδιαίτερα συγκινημένη. Όπως είπε ήταν μια μαραθώνια διαδικασία και όλοι συνέβαλαν σε αυτή. Η πρόεδρος συγκινημένη ευχαρίστησε όλους τους παράγοντες της δίκης, από τους συνηγόρους της, τους δικηγόρους τις πολιτικής αγωγής και τη γραμματέα της έδρας. Κηρύσσοντας το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας η πρόεδρος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους παράγοντες. Συγκινούμαι… ήταν μια πολύμηνη δίκη που όλοι συνέβαλαν. Εύχομαι και τα δικά μου παιδιά να έχουν μια πορεία όπως εσείς» είπε απευθυνόμενη στους παράγοντες της δίκης.

Τα λόγια αυτά της πρόεδρου προκάλεσαν τα χειροκροτήματα θυμάτων και συγγενών θυμάτων, οι οποίοι ευχαρίστησαν το δικαστήριο.

Σεχίδης: Σκότωσε όλη του την οικογένεια – 5 φορές ισόβια στον πιο στυγερό εγκληματία της χώρας

Μάιος 1996: “Δεν μετανιώνω για τίποτε” επαναλάμβανε κατά την απολογία του στο δικαστήριο ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο φοιτητής Νομικής, που σκότωσε πέντε συγγενείς του, τεμαχίζοντας στη συνέχεια τις σωρούς και πετώντας τις σε χωματερή.

Μέσα σε ένα διήμερο, ο Θεοφ. Σεχίδης, που κρατείτο στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού και πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου μέσα στο ψυχιατρείο Κορυδαλλού, σκότωσε στις 8 Αυγούστου του 1996 τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του, γιατί -όπως έλεγε- “δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα”. Το έγκλημα δεν έγινε γνωστό αμέσως. Η καταγγελία της θείας του που έμενε μόνιμα στο Βέλγιο, ότι είχε εξαφανιστεί ο σύζυγός της οδήγησε τις αρχές στο να ερευνήσουν την υπόθεση και να καταλήξουν στην ομολογία του Σεχίδη.

“Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια” είχε πει τότε, ισχυριζόμενος ότι τα θύματα, ένα προς ένα, του είχαν επιτεθεί και εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από να τα σκοτώσει.

Η ομολογία του Θεόφιλου Σεχίδη ολοκλήρωσε ουσιαστικά την έρευνα, αφού η αστυνομία δεν κατάφερε ποτέ να εντοπίσει τις σωρούς και των πέντε συγγενών.

Το Κακουργοδικείο Καβάλας τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη, μία για κάθε θύμα. Αυτή ήταν και η μοναδική δίκη που διεξήχθη, αφού ο καταδικασθείς απέσυρε την έφεση που είχε ασκήσει κατά της απόφασης. Πριν από 6 χρόνια έφυγε από την ζωή.

 

Κώστας Πάσσαρης: Τέσσερις φορές ισόβια και 71 χρόνια κάθειρξη η ποινή του

Τέσσερις φορές ισόβια και 71 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση επιβλήθηκαν στον Κώστα Πάσσαρη με ομόφωνη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, ο Πάσσαρης, που σήμερα κρατείται στις φυλακές Ρουμανίας για εγκλήματα που διέπραξε εκεί, καταδικάσθηκε σε τέσσερις φορές ισόβια για κάθε μία από τις τέσσερις ανθρωποκτονίες που διέπραξε.

Παράλληλα, του επιβλήθηκαν και 13 χρόνια για κάθε μία από τις έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας, δέκα χρόνια κάθειρξη για την αρπαγή, δέκα χρόνια κάθειρξη για κάθε μία από τις τρείς ληστείες για τις οποίες καταδικάστηκε και πέντε έτη για διακεκριμένη κλοπή. Το δικαστήριο με την απόφασή του έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο και για έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας, τρεις ληστείες, μία αρπαγή και μία διακεκριμένη κλοπή κατ’ επάγγελμα που διέπραξε το 2001.

Πρόκειται για πράξεις που και ο ίδιος μέσω του συνηγόρου του έχει αποδεχθεί. Αντίθετα, ο Πάσσαρης κρίθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών για τα αδικήματα που αφορούν την αιματηρή ληστεία σε πρακτορείο της ΔΕΗ στο Περιστέρι την ίδια χρονιά.

Ειδικότερα, με την απόφαση ο Πάσσαρης απαλλάχθηκε από μία ανθρωποκτονία, μία απόπειρα ανθρωποκτονίας, μία ληστεία και μία κλοπή. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη ληστεία τη ληστεία έχασε τη ζωή του ένας υπάλληλος του πρακτορείου, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ένας φρουρός.

Μέσω του συνηγόρου του ο Πάσσαρης δεν αποδέχονταν την κατηγορία της ανθρωποκτονίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ληστείας.

Η απόδραση

Tο πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 2001, ο Αρχιφύλακας Διονύσης Αλεβιζόπουλος σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τη στολή του και ήπιε μία κούπα καφέ – όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα προτού φύγει για τη δουλειά. Είχε ξυπνήσει νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως.

Τον είχαν ειδοποιήσει να πάει στο Τμήμα Μεταγωγών. Είχαν αλλάξει τις υπηρεσίες την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή στον Αλεβιζόπουλο για «μεταγωγή κρατουμένου στο νοσοκομείο για εξέταση». Δεν γνώριζε όμως ποιον θα μεταφέρει. Ο γκριζομάλλης αστυνομικός μπήκε στο αμάξι του και έφυγε για τις φυλακές, χωρίς να ξυπνήσει τη σύζυγο και τα δύο αγόρια του. Στη Διεύθυνση Μεταγωγών Δικαστηρίων Αττικής που υπηρετούσε, ήταν ένας από τους πιο παλιούς και συχνά αστειευόταν ότι σε λίγο καιρό θα έβγαινε στη σύνταξη. Είχε τη φήμη του ηθικού και σωστού ανθρώπου, του οικογενειάρχη. Όμως, τη μέρα εκείνη οδηγούσε προς τον θάνατο. Όχι επειδή το είχε επιλέξει, ούτε επειδή ήταν πλήρης ημερών. Ο Αλεβιζόπουλος θα έπεφτε δολοφονημένος σε ηλικία 49 ετών, στο προαύλιο ενός νοσοκομείου.

Πηγή: athensmagazine.gr

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από