Η κυβέρνηση επιμένει να μην αναλαμβάνει πραγματικά τις ευθύνες της, προκρίνοντας την επικοινωνιακή διαχείριση μιας εθνικής τραγωδίας
«Μα γιατί γκρινιάζετε που ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε τις πληγείσες περιοχές; Όσο δεν πήγαινε φωνάζατε, τώρα γιατί διαμαρτύρεστε». Το μοτίβο αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές σήμερα από τη μεριά στελεχών και οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις κατεστραμμένες περιοχές, υπό προστατευμένες συνθήκες και με τη συνοδεία της κάμερας της ΕΡΤ και μόνο.
Η απάντηση σε αυτό είναι ότι όσοι διατυπώνουν ενστάσεις το κάνουν επειδή ο πρωθυπουργός δεν επισκέφτηκε τις κατεστραμμένες περιοχές αλλά έκανε ένα αμιγώς επικοινωνιακό πέρασμα από αυτές.
Το πέρασμα αυτό ήταν σχεδιασμένο ώστε να μην έρθει σε πραγματική επαφή με τους κατοίκους, αυτούς που ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης έχει εμμέσως καταστήσει συνεπεύθυνους της τραγωδίας εξαιτίας της αυθαίρετης δόμησης –παρότι στην πραγματικότητα αυτό αφορά μέρος μόνο των κτισμάτων με αρκετά να είναι είτε νομιμοποιημένα είτε σε διαδικασία νομιμοποίησης.
Αναρωτιέται, όμως, κανείς τι σημαίνει «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη», όταν εν συνεχεία αυτός που εκφέρει αυτή τη φράση δεν καταδέχεται να συνομιλήσει με τους ανθρώπους έναντι της τραγωδίας των οποίων ανέλαβε την ευθύνη.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι όπως φάνηκε και από την επαφή που είχε ο Πάνος Καμμένος με διαμαρτυρόμενους πολίτες, οι κάτοικοι της περιοχής εκφράζουν την οργή τους και με ευπρέπεια και με επιχειρήματα, πολύ μακριά από τον ιδεότυπο του «αγανακτισμένου πολίτη» που μπορούμε να έχουμε.
Χωρίς ενημέρωση
Έπειτα είχαμε τον αποκλεισμό των υπόλοιπων ΜΜΕ από αυτή την επίσκεψη. Υποθέτουμε ότι η δικαιολογία θα ήταν ότι εάν είχαν ενημερωθεί τα ΜΜΕ θα είχαν ενημερωθεί και οι κάτοικοι και άλλοι πολίτες και θα υπήρχαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι η πλήρης και ανεμπόδιστη δημοσιογραφική κάλυψη κάθε δραστηριότητας του πρωθυπουργού είναι αναγκαία συνθήκη δημοσιότητας και διαφάνειας ως προς την άσκηση του κορυφαίου λειτουργήματος που είναι η ηγεσία μιας κυβέρνησης.
Αναφερόμαστε στο ότι όταν τον πρωθυπουργό τον συνοδεύουν δημοσιογράφοι αυτοί του κάνουν ερωτήσεις, ενίοτε και ενοχλητικές, και αυτό, έστω και εάν το έχουν ξεχάσει στην κυβέρνηση, αποτελεί επίσης αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας της δημοκρατίας.
Μόνο που αυτό το περιστατικό αποτελεί απλώς μια ακόμη ψηφίδα σε μια πεισματική άρνηση πραγματικής ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για την τραγωδία.
Η παραδοχή συγκεκριμένων σφαλμάτων, η αυτοκριτική αναγνώριση συγκεκριμένων αδυναμιών, η απομάκρυνση αξιωματούχων που αποδεδειγμένα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών προϊσταμένων των αρμόδιων υπουργείων, κοντολογίς οτιδήποτε ορίζει την έννοια της πολιτικής ευθύνης –ακόμη και εάν δεχτούμε ότι δεν συνεπάγεται αυτόματα την παραίτηση όποιου την αναλαμβάνει– , όλα αυτά εξακολουθούν να απουσιάζουν.
Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση να παραδεχτεί ακόμη και σφάλματα χειρισμού της υπόθεσης. Ενώ έχει αποδειχτεί ότι η κυβέρνηση γνώριζε για την ύπαρξη νεκρών πριν το επικοινωνιακό σόου στο Κέντρο Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, ακόμη και σήμερα ο κυβερνητικός επικοινωνιακός μηχανισμός ασχολείται με την προσπάθεια να το διαψεύσει.
Τι είναι πολιτική ευθύνη άραγε;
Η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει ότι ανάληψη της πολιτικής ευθύνης είναι η εκ των υστέρων αποκατάσταση των ζημιών και γενναία στήριξη των θυμάτων. Μόνο που αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη για μια τραγωδία αυτό είναι η στοιχειώδης άσκηση του έργου της διακυβέρνησης.
Για να το πούμε διαφορετικά: η πολιτική ευθύνη ξεκινά εκεί όπου τελειώνει η πολιτική εικόνα και η πολιτική διαχείριση. Εκεί όπου μια κυβέρνηση εκθέτει τα σφάλματά της στο σώμα των πολιτών, αναλαμβάνει το πραγματικό πολιτικό κόστος και κάνει ό,τι μπορεί για να αλλάξει τα πράγματα.
Η ιδιότυπη «οικονομία του πολιτικού κόστους» που διαπερνά τις δημοκρατίες δεν είναι «θέατρο», δεν είναι υποκρισία, ακόμη και πολλές φορές δίνεται αυτή η εντύπωση.
Οι δημόσιες συγγνώμες, οι παραιτήσεις, η ευθιξία, ακόμη και ο φόβος ότι μπορεί να καταστραφεί μια καριέρα από μια λάθος εκτίμηση, είναι πλευρές μιας διεργασίας με την οποία οι πολίτες αισθάνονται ότι η οργή τους ακούγεται και ενεργοποιούνται μηχανισμοί που αλλάζουν καταστάσεις, τροποποιούν πολιτικές και προλαμβάνουν τις επόμενες τραγωδίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φέρεται ως εάν να μην έχει αυτή την υποχρέωση. Ως εάν να πρέπει η κοινωνία να δεχτεί ως αυτονόητη αλήθεια ότι έκανε το καλύτερο και θα πράξει τα δέοντα. Απλώς και μόνο επειδή έχει το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει το ακριβώς αντίθετο. Αρνούμενος την πραγματική ανάληψη ευθύνης, την παραδοχή λαθών και την αυτοκριτική και ροκανίζοντας το χρόνο μέχρι να υποχωρήσει η φόρτιση για την τραγωδία, απλώς προβάλλει μια ουσιωδώς ανομική αντίληψη της πολιτικής.
Μια αντίληψη της πολιτικής όπου δεν υπάρχει κανένας ηθικός φραγμός, καμία αίσθηση ορίου, ή περιορισμού παρά μόνο ο κυνισμός του πολιτικού υπολογισμού.
Με αυτό τον τρόπο καταλήγει να επιτείνει την αντίληψη περί της εγγενούς ανηθικότητας της πολιτικής το ίδιο ή περισσότερο αποτελεσματικά από την ενδημική διαφθορά των «συστημικών» κομμάτων.
Μόνο που αυτή η αντίληψη, το ξέρουμε πολύ καλά, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη λειτουργία της δημοκρατίας και στέλνει μαζικά τους εκλογείς στην αγκαλιά της λαϊκιστικής ακροδεξιάς.