Λιγότερο από το 10% των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην Πορτογαλία
Στο ναδίρ οι μισθοί οι στην ΕΕ καθώς στο σύνολο της Ευρώπης χαμηλόμισθοι ήταν ο ένας στους επτά εργαζόμενους, με το σχετικό ποσοστό (14,7%) να έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2018 (16,2%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι χαμηλόμισθοι αντιπροσώπευαν περίπου το ένα τέταρτο (25,2%) των εργαζομένων ηλικίας κάτω των 30 ετών.
Πολύ χαμηλή είναι η ικανοποίηση που νιώθουν οι Έλληνες εργαζόμενοι, αφού σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, oι εργαζόμενοι άνω των 16 ετών είναι ως επί το πλείστον δυσαρεστημένοι με τη δουλειά τους σε ότι έχει να κάνει με τις απολαβές, τις συνθήκες και την ασφάλεια που αυτή τους παρέχει.
Στο σύνολο της ΕΕ, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω μόνο από τη Βουλγαρία, αφού στο σύστημα μέτρησης της Eurostat η Ελλάδα έχει μόλις 6,8 μονάδες και η Βουλγαρία βρίσκεται στις 6,2 μονάδες.
Ποια η Θέση της Ελλάδας
Το ποσοστό των χαμηλόμισθων διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2022. Τι δείχνει η έρευνα για τη χώρα μας; Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στη Βουλγαρία (26,8%), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (23,9%), τη Λετονία (23,3%), την Ελλάδα (21,7%), την Εσθονία (21,2%) και την Κύπρο (20%). Κοινώς, οι 2 στους 10 εργαζόμενους στην Ελλάδα ήταν χαμηλόμισθοι, ενώ, αν ανατρέξει κανείς στα προηγούμενα έτη, θα διαπιστώσει ότι η ζημιά έγινε μετά το 2010, όταν δηλαδή μπήκαμε στο τούνελ των μνημονίων. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ τότε οι χαμηλόμισθοι αντιστοιχούσαν στο 12,82% του συνόλου των εργαζομένων, μέσα σε μια τετραετία έφτασαν στο 21,72%.
Στον αντίποδα, λιγότερο από το 10% των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην Πορτογαλία (1,8%), στη Σουηδία (4,1%), στη Φινλανδία (6,5%), στην Ιταλία (8,8%), στη Σλοβενία (9,4%) και στη Γαλλία και στη Δανία (9,7% και οι δύο).
Όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης ενός ατόμου, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να είναι χαμηλόμισθος. Το 2022, το 27,5% των εργαζομένων στην ΕΕ με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ήταν χαμηλόμισθοι, σε σύγκριση με το 17,5% των εργαζομένων με μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης και το 4,8% των εργαζομένων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Το υψηλότερο ποσοστό χαμηλόμισθων στη Βουλγαρία
Το ποσοστό των χαμηλόμισθων διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2022. Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στη Βουλγαρία (26,8%), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (23,9%), τη Λετονία (23,3%), την Ελλάδα (21,7%), την Εσθονία (21,2%) και την Κύπρο (20,0%).
Αντίθετα, λιγότερο από το 10% των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην Πορτογαλία (1,8%), τη Σουηδία (4,1%), τη Φινλανδία (6,5%), την Ιταλία (8,8%), τη Σλοβενία (9,4%) και τη Γαλλία και τη Δανία.
Πόσα «ροκάνισε» η ακρίβεια από τον κατώτατο μισθό
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Οικονομικής Κοινωνικής Επιτροπής, (ΟΚΕ), η πραγματική αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μεταξύ 2020-2021 μειώθηκε κατά 3%, παρά τις αυξήσεις 2%.
Μεταξύ 2021-2022 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε ονομαστικά κατά 7,5%. Όμως λόγω του πληθωρισμού η πραγματική αύξηση σε όρους αγοραστικής δύναμης ανήλθε σε μόλις 0,29%. Αντίστοιχα, την επόμενη χρονιά ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε ονομαστικά κατά 9,4%, όμως η αγοραστική δύναμη αυξήθηκε με πολύ χαμηλότερο ρυθμό, κατά 5,3%.
Με βάση την ανάλυση της ΟΚΕ, η πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019 έως και το 2023 ήταν μόλις 33,78 ευρώ όταν ο ονομαστικός μισθός είχε αυξηθεί κατά 130 ευρώ.
Συνολικά μεταξύ 2019 και 2024 εκτιμάται ότι η ακρίβεια «ροκάνισε» περίπου 121 ευρώ από τον κατώτατο μισθό. Ενώ ο κατώτατος μισθός το διάστημα αυτό αυξήθηκε ονομαστικά κατά 180 ευρώ, σε όρους αγοραστικής δύναμης οι αυξήσεις αντιστοιχούν σε 59 ευρώ.
Έτσι ο «πραγματικός» κατώτατος μισθός το τρίτο τρίμηνο του 2023 ήταν 693 ευρώ. Με άλλα λόγια, δεκαπέντε χρόνια μετά τα μνημόνια έχουμε μείνει καθηλωμένοι στη «γενιά των 700 ευρώ», που ήδη από τότε ήταν συνώνυμη της κρίσης και της επισφάλειας. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στο γεγονός ότι είμαστε η μοναδική χώρα της ΕΕ που έχουμε διψήφιες απώλειες στο μέσο διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ 2010-2023, σχεδόν 29%. Το ίδιο διάστημα οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν αυξήσει το μέσο διαθέσιμο εισόδημα σχεδόν κατά 5%, ενώ στην ΕΕ των 27 οι αυξήσεις φτάνουν κατά μέσο όρο το 28,6%,