Η θνησιμότητα σήμερα έχει υποχωρήσει σημαντικά, με τα μεγαλύτερα «κέρδη» να καταγράφονται στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες
Η εξέλιξη των προσδόκιμων ζωής στην Ελλάδα παρουσιάζει μια σταθερή επιβράδυνση των κερδών μετά το 2000. Η θνησιμότητα σήμερα έχει υποχωρήσει σημαντικά, με τα μεγαλύτερα «κέρδη» να καταγράφονται στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Πρόκειται για μια πορεία η οποία συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις που αφορούν τις τάσεις και την ένταση του φαινομένου.
Το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) συγκρίνει την εξέλιξη των προσδόκιμων ζωής στην Ελλάδα και σε άλλες 16 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και αυτό που προκύπτει είναι ότι η χώρα μας «κινείται» με αργότερους ρυθμούς, καθώς αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις στη μείωση της θνησιμότητας που καταγράφονται στις περισσότερες από αυτές, με αποτέλεσμα το 2019 να έχει χάσει την «προνομιακή» θέση στην οποία βρισκόταν σχεδόν 20 χρόνια πριν.
Διαβάστε επίσης: ΠΑΟΚ: Τα είπαν Σαββίδης-Λουτσέσκου για μεταγραφές, αποχωρήσεις και επόμενη σεζόν
Η Ελλάδα στην ομάδα με «τα λιγότερα κέρδη ζωής»
Εξετάζοντας τα κέρδη ζωής ανάμεσα στην αρχή και το τέλος των δυο πρώτων περιόδων, δηλαδή ανάμεσα στο 2001 και το 2010 καθώς και ανάμεσα στο 2010 και το 2019, γίνεται αντιληπτό ότι η χώρα μας εντάσσεται κάθε φορά στην ομάδα εκείνη που έχει τα λιγότερα κέρδη ζωής, ενώ προσμετρώντας τις ίδιες διαφορές μεταξύ του 2023 -προσωρινά δεδομένα- και του 2019, δηλαδή πριν και μετά την πανδημία, φαίνεται ότι ενώ στις περισσότερες χώρες τα προσδόκιμα το 2023 έχουν επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα -ή είναι και υψηλοτέρα- στην Ελλάδα και σε κάποιες άλλες χώρες (Γερμανία, Αυστρία, κλπ.) τα προσδόκιμα ζωής στη γέννηση και στα 65 έτη το 2023 είναι χαμηλότερα των αντίστοιχων του 2019.
Εδώ και μια εικοσαετία η χώρα μας εντάσσεται κάθε φορά στην ομάδα εκείνη που έχει τα λιγότερα κέρδη ζωής
Κρίνοντας δε από την εξέλιξη της μέσης διάρκεια ζωής, φαίνεται ότι το 2001 το προσδόκιμα ζωής στη γέννηση ήταν σχετικά υψηλό στη χώρα μας, καθώς αυτή βρισκόταν στην 5η καλύτερη θέση με τον δείκτη αυτόν να υπολείπεται κατά 1,3 έτη της Ιταλίας που είχε και το υψηλότερο προσδόκιμο, ενώ το χαμηλότερο καταγραφόταν στη Σλοβακία με μόλις 73,6 έτη.
Τάση επιβράδυνσης
Ωστόσο, προχωρώντας προς τα τέλη της δεκαετίας, καθώς τα κέρδη σε έτη ζωής μας είναι μικρότερα από πολλές άλλες χώρες, υποχωρήσαμε το 2010 στη 10η θέση της κατάταξης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα της μελέτης, Κωνσταντίνο Ζαφείρη, εντύπωση προκαλεί ότι άλλες χώρες με υψηλότερα προσδόκιμα από τα δικά μας τόσο το 2001 όσο και το 2011 (π.χ. η Ισπανία και η Ιταλία) αυξήσαν ταχύτερα από την Ελλάδα ενώ θα αναμενόταν το αντίθετο (όσο υψηλότερη είναι η μέση διάρκεια ζωής σε μια χώρα τόσο δυσκολότερα αυξάνεται). Η τάση επιβράδυνσης των κερδών στη χώρα μας συνεχίζεται καθώς η Ελλάδα βρίσκεται το 2019 με ένα προσδόκιμο ζωής στη γέννηση (81,7 έτη) στην 13η θέση, έχοντας με την Γερμανία, την Αυστρία και την Κύπρο τα λιγότερα κέρδη ανάμεσα στο 2010 και το 2019.
Οι δύο μεγάλες ομάδες αιτιών θανάτου
Από τη μελέτη είναι φανερό ότι η χώρα μας αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις στη μείωση της θνησιμότητας που καταγράφονται σε πολλές άλλες χώρες, με αποτέλεσμα το 2019 να χάσει την «προνομιακή» θέση που κατείχε 20 χρόνια πριν.
Στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα για τις αιτίες της διαφοροποιημένης αυτής πορείας της χώρας το ΙΔΕΜ φτάνει σε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα.
«Η πιο αργή σε σχέση με άλλες χώρες αύξηση των κερδών σε έτη ζωής οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο -σε σχέση με τις χώρες αυτές- αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες. Η μη αποτελεσματική αυτή αντιμετώπισή αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες (κυρίως ελλιπής διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων) του συστήματος υγείας στην Ελλάδα, μια χώρα που έχει και από τα υψηλότερο επίπεδα αυτόαναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην Ε.Ε.» αναφέρει.
Οι αδυναμίες αυτές εκτίθενται αναλυτικά σε όλες τις πρόσφατες εκθέσεις του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. (Η κατάσταση της υγείας στην ΕΕ: Ελλάδα, προφίλ υγείας, 2019-2023).
«Χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία»
Στις εκθέσεις αυτές «αναφέρονται ανάμεσα στα άλλα οι πολύ χαμηλότερες -με εξαίρεση τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες- δημόσιες δαπάνες για την υγεία, το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής των νοικοκυρών στις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη (γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές), οι εξαιρετικά περιορισμένοι πόροι που διατίθενται για την πρόληψη, η ανισορροπία στην κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της υγείας, τόσο από γεωγραφική άποψη όσο και από την άποψη του φάσματος ειδικοτήτων, η μη ολοκλήρωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας με στόχο την παροχή αποτελεσματικής, έγκαιρης και συντονισμένης θεραπευτικής αγωγής σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις (το σύστημα υγείας μας βασίζεται ακόμη κυρίως, στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη) καθώς και τα προβλήματα που υπάρχουν λόγω των υψηλών επιπέδων λοιμώξεων που σχετίζονται με τους χώρους παροχής υπηρεσιών».