Ενώ το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών παραμένει ως και 20% χαμηλότερο από ό,τι πριν την κρίση, τα ακίνητα στην Αττική έχουν ακριβήνει κατά 90% σε βάθος επταετίας
Τα ακίνητα στην Αττική είναι σήμερα σχεδόν 90% ακριβότερα από ό,τι το 2017, όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη της αγοράς μετά το «βούλιαγμα» της κρίσης.
Την παραπάνω διαπίστωση είχε μεταφέρει σε κτηματομεσιτικό συνέδριο στα τέλη Οκτωβρίου η επικεφαλής του τομέα ανάλυσης αγοράς ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Βασιλική Βλαχοστεργίου. Συμπλήρωσε δε ότι οι τιμές στα οικιστικά ακίνητα στο λεκανοπέδιο έχουν ξεπεράσει κατά 4% το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του 2008, ενώ το ίδιο διάστημα το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 20%.
Διαβάστε επίσης: Για την επιστροφή στις νίκες ο Ολυμπιακός κόντρα στη Βίρτους
Πριν περάσουν δυο μήνες από την παραπάνω δήλωση, τα νέα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, για το γ’ τρίμηνο του 2024 επιβεβαιώνουν ότι η άνοδος των τιμών στην Αττική έχει αγγίξει πλέον και επισήμως το 90% σε βάθος επταετίας, ενώ η διαφορά με τις τιμές του 2008 έχει ανέβει στο 5,2%.
Με αυτά τα δεδομένα η αγορά κατοικίας για μια οικογένεια που ζει από το μισθό των εργαζόμενων μελών της είναι άπιαστο όνειρο. Παράλληλα, ενώ η ιδιοκατοίκηση έχει μειωθεί σε ιστορικό χαμηλό, και στην Αθήνα εκτιμάται στο 64%. Το να ζει μια οικογένεια στο ενοίκιο σε ένα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, σημαίνει ότι ο ένας από τους δύο θα δουλεύει μόνο για να πληρώνει τα στεγαστικά έξοδα – αφού ακόμα και τα ενοίκια των 600 ευρώ είναι δυσεύρετα. Αν πρόκειται δε για μονογονεϊκή οικογένεια, ο λογαριασμός απλώς δεν βγαίνει.
Στο 72 % η αύξηση των τιμών πανελλαδικά
Στο σύνολο της επικράτειας τα ακίνητα έχουν ακριβύνει σχεδόν κατά 72% σε σχέση με το 2017, πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής το ιστορικό υψηλό του 2008. Στη Θεσσαλονίκη η άνοδος των τιμών αγγίζει το 85% σε βάθος επταετίας, ενώ σε άλλες μεγάλες πόλεις καταγράφεται σωρευτική άνοδος κατά 51,5%.
Αυτό όμως που δεν φαίνεται με πρώτο μάτι, είναι ότι τα ακίνητα που θα αγοράσουν, όσοι τα καταφέρουν, θα είναι παλαιότερα και επομένως ποιοτικά υποδεέστερα από ό,τι αυτά που θα αγόραζαν με τα ίδια χρήματα το 2008. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, όπως της αναλύτριας της ΤτΕ, ο μέσος όρος παλαιότητας του ακινήτου που αγόραζαν οι Έλληνες το 2008 ήταν τα 20 ως 30 έτη, ενώ σήμερα αγγίζει την 40ετία.
Χωρίς τέλος το ράλι στις τιμές
Η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα από τα χρόνια της κρίσης και μετά εξελίχθηκε σε «Ελντοράντο» για τους επενδυτές του εξωτερικού, αφού οι τιμές παραμένουν χαμηλότερες από ό,τι σε άλλες χώρες. Για όσους όμως ζουν με εισοδήματα Ελλάδας, των οποίων η αγοραστική δύναμη είναι η δεύτερη χαμηλότερη μετά τη Βουλγαρία, η στέγη είναι βραχνάς.
Υπενθυμίζεται ότι το γ’ τρίμηνο του 2024, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, η ετήσια άνοδος των τιμών στα οικιστικά ακίνητα ανέρχεται στο 7,8% πανελλαδικά, από 9,4% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και 12,7% το γ’ τρίμηνο του 2023.
Φαίνεται πως το ράλι στα ακίνητα δεν έχει πιάσει ακόμα «ταβάνι», όσο και αν ο ρυθμός αύξησης των τιμών επιβραδύνεται από το 2023 και μετά.
Τα νεόδμητα ακίνητα ακρίβυναν με πιο ταχύ ρυθμό, κατά 9,7% σε ετήσια βάση, ενώ συνεχίζονται οι ανατιμήσεις και στα παλιά διαμερίσματα, με 6,6% ετησίως.
Σε πρωταθλήτρια στις ανατιμήσεις στα οικιστικά ακίνητα έχει αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη, με ετήσια αύξηση τιμών κατά 12,1% το γ’ τρίμηνο του 2024.
Στις λοιπές περιοχές η άνοδος φτάνει το 9,5% και σε άλλες μεγάλες πόλεις οι τιμές αυξήθηκαν σχεδόν 5% σε ετήσια βάση.
Απλησίαστα και τα ενοίκια
Μεταξύ 2018-2023 τα ενοίκια στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σωρευτικά από 43,2% ως 52,1% (αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια), όπως διαπιστώνει ανάλυση του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates. Αντίστοιχα, η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει με μεσοσταθμική άνοδο των τιμών ενοικίων κατά 9,1%.
Ο Θέμης Μπάκας, πρόεδρος του Δικτύου, τονίζει ότι η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη και για τα νοικοκυριά που έχουν στεγαστικό δάνειο, καθώς η μηναία δόση αυξήθηκε ως και 30%. Για όσους δε νοικιάζουν σπίτι στα μεγάλα αστικά κέντρα, το κόστος στέγασης αγγίζει το σύνολο ενός σχετικά καλού μισθού, αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια και το 60%-70% του μισθού αν αφορά ακίνητο κατάλληλο για εργένηδες.
Ακόμα υψηλότερες αυξήσεις ενοικίων καταγράφονται κυρίως σε μικρότερα ακίνητα κατάλληλα για φοιτητές και νέους που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζουν το 60% σε σχέση με το 2017.
Ο συνδυασμός των παραπάνω, μαζί με τη συνολική αύξηση του κόστους ζωής αλλά και τη συγκριτική υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης καθιστά την Ελλάδα πανευρωπαϊκή «πρωταθλήτρια» στο κόστος στέγασης, σε σύγκριση με το εισόδημα. Είναι γνωστό ότι κατά μέσο όρο πάνω από το 35% του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα κατευθύνεται σε έξοδα στέγασης, όταν μεσοσταθμικά στην ΕΕ είναι κάτω από 20%.
Σε ένα τόσο ασφυκτικό περιβάλλον, δεν είναι να απορεί κανείς που σχεδόν ο ένας στους δύο (47,3%) διαβιεί σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις πληρωμών σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Πρόκειται για ένα ποσοστό αυξημένο κατά 10,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2020 και πέντε φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,3%). Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του e-Real Estates, πρόκειται για αύξηση που αντιστοιχεί σε περίπου 1.100.000 περισσότερα άτομα.
Δηλαδή την περίοδο που κατά τα άλλα η Ελλάδα διαπρέπει σε ρυθμούς ανάπτυξης, ένας πληθυσμός σχεδόν όσος η πόλη της Θεσσαλονίκης, προστέθηκε στις στρατιές εκείνων που πνίγονται από τα στεγαστικά έξοδα και οφειλές.