Η απασχόληση στην ΕΕ αυξήθηκε το γ' τριμηνο του 2024, σε σύγκριση με το β' τρίμηνο. Aντιθέτως στην Ελλάδα μειώθηκε. Πτώση της δυναμικής της απασχόλησης διαπιστώνει η Εurobank.
Η απασχόληση αυξήθηκε, η χαλάρωση στην αγορά εργασίας μειώθηκε: Με αυτό τον τίτλο συνοψίζει η Εurostat τα αποτελέσματα του γ’ τριμήνου του 2024 για τα ποσοστά απασχόλησης.
Άλλη μια φορά η Ελλάδα πρωτοτυπεί αρνητικά, ως προς το πρώτο σκέλος της διαπίστωσης. Ενώ σε όλη την Ευρώπη τα ποσοστά των απασχολούμενων βαίνουν ανοδικά μεταξύ β’ και γ’ τριμήνου, στην Ελλάδα ακολουθούν αντίστροφη πορεία.
Διαβάστε επίσης: «Τζολάκης: Ένας φανταστικός νεαρός τερματοφύλακας, μόλις 22 ετών» (vid)
Συγκεκριμένα, με βάση την Εurostat , στις ηλικίες 20-64 ετών, οι απασχολούμενοι στην Ευρώπη άγγιξαν το 75,9%, σημειώνοντας οριακή αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα. Στην Ελλάδα πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, τα ποσοστά απασχόλησης μειώθηκαν στο 69% από 69,2% – ανακόπτωντας την ανοδική πορεία των περασμένων τριμήνων.
Μειώνεται η ανεργία, αλλά μειώνεται και η απασχόληση
Πριν πει κανείς ότι κάνουμε την τρίχα τριχιά και επιδιδόμαστε σε «κοπτοραπτική», όπως έχουν κατηγορήσει ανοιχτά τα ΜΜΕ στελέχη της κυβέρνησης, ας αναγνωρίσουμε ότι η μείωση ενδέχεται να είναι εποχική. Αν και κανονικά θα έπρεπε η απασχόληση να έχει αυξηθεί, καθώς το γ’ τρίμηνο περιλαμβάνει την κορύφωση της τουριστικής σεζόν, Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα παραμένουν τα δεύτερα χαμηλότερα στην ΕΕ μετά την Ιταλία (67,4%).
Τι μας λέει αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας στο 9,5% από 10,1%; «Το φαινομενικά παράδοξο αποτέλεσμα, ήτοι της ταυτόχρονης μείωσης της απασχόλησης και του ποσοστού ανεργίας, εξηγείται από την εκροή ενός ποσοστού των ανέργων από το εργατικό δυναμικό προς τον μη ενεργό πληθυσμό», σημειώνει η ανάλυση της Εurobank για την ελληνική οικονομία το γ’ τρίμηνο το 2024. Σε ετήσια βάση ο αριθμός των απασχολούμενων ενισχύθηκε με ρυθμό 1,6%, από 2,0% το β’ τρίμηνο 2024. Βάσει των παραπάνω, η δυναμική της απασχόλησης σημείωσε ελαφρά επιβράδυνση το γ’ τρίμηνο του 2024, σημειώνει η Εurobank.
Πιο «φτηνή» η εργασία
Το ίδιο διάστημα είχαμε αισθητή μείωση του μισθολογικού κόστους, κατά -2,9% σε σύγκριση με το 2023. Οι εργαζόμενοι όχι μόνο μειώθηκαν αριθμητικά, αλλά και «φτήνυναν».
Η μείωση των ποσοστών ανεργίας υποκρύπτει τη μετατόπιση των ανέργων στον μη ενεργό πληθυσμό, αλλά και την εδραίωση ης ευέλικτης, εποχικής και κακοπληρωμένης εργασίας. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια «φτωχογόνο» ανάπτυξη, που συνδυάζεται με μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του μισθού.
Είναι γνωστό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (PPP) έχει κατρακυλήσει στην προτελευταία θέση της ΕΕ μετά τη Βουλγαρία (στοιχεία Εurostat 2023).
Όμως, όπως έχει αποδείξει η έκθεση του ΚΕΠΕ του οικονομολόγου Βλάσση Μισσού για το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), σε ό,τι αφορά την πραγματική αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας βρισκόμαστε χαμηλότερα και από τη Βουλγαρία.
Αυτό προκύπτει και ως αποτέλεσμα της αύξησης των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο – τα γνωστά 10ωρα, 12ωρα και εξαήμερα – που μας καθιστούν πρωταθλητές Ευρώπης στα «ξεχειλωμένα» ωράρια.
Eργαζόμενοι φτωχοί
Μπορεί οι μισθοί να αυξάνονται ονομαστικά, όμως το φαινόμενο των «εργαζόμενων φτωχών» δεν καταπολεμάται ουσιαστικά.
Όπως επισημαίνει η ανάλυση του ΚΕΠΕ, οι νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας, διαιωνίζοντας τo φαινόμενο των «εργαζομενων φτωχών». Είναι ενδεικτικό ότι στη δεκαπενταετή περίοδο που μεσολάβησε της κρίσης, η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).
Η δε αύξηση του πραγματικού μισθού, από το 2019 ως το 2024, για την οποία τόσο επαίρεται η κυβέρνηση, είναι πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, πίσω από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Πολωνία – όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ που δεν έχει ανακάμψει από την οικονομική κρίση, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να παραμένει -16% χαμηλότερο από ό,τι το 2008.
Ακόμα και οι Financial Times, που κατά τα άλλα επαινούν τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παραδέχονται σε σχετικό άρθρο ότι «η καταγεγραμμένη μεγέθυνση μόνο ελάχιστα έχει βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού».
Οι «αναξιοποίητοι εργαζόμενοι»
Η Eurostat αναφέρεται επίσης στη μείωση της «χαλάρωσης» της αγοράς εργασίας (labour market slack) δηλαδή του ποσοστού των αναξιοποίητων εργαζομένων ή αλλιώς της «ανεκπλήρωτης ανάγκης για εργασία».
Πρόκειται για τα ποσοστά του διευρυμένου εργατικού δυναμικού που βρίσκεται εκτός απασχόλησης. Περιλαμβάνει τους ανέργους, όσους είναι διαθέσιμοι για εργασία αλλά δεν ψάχνουν δουλειά, όσους αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι και τους υποαπασχολούμενους.
Η Ελλάδα, που παραμένει «δευτεραθλήτρια» στην ανεργία στην ΕΕ, παρά τη μείωση των ποσοστών, έχει επίσης αρνητικές επιδόσεις στο αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό, που ανήλθε στο 13,5% το γ’ τρίμηνο του 2024 – έναντι 10,9% στην ΕΕ. Πάντως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε ετήσιο επίπεδο η χαλάρωση της αγοράς εργασίας έχει μειωθεί κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.