Γιατί ενώ η τεχνολογία προοδεύει, οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να εργάζονται 10ωρα και 12ωρα; Το αίτημα για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου έχει ωριμάσει, υποστηρίζουν οικονομολόγοι.
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία του 1980; Αυτό το ερώτημα θέτουν – διόλου ρητορικά – τρεις οικονομολόγοι του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Joint Research Center).
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και τη δεκαετία του 1980 ο αριθμός των ωρών που αφιέρωναν στην εργασία τους οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης στην Ευρώπη σημείωνε συνεχείς, όσο και σημαντικές μειώσεις. Έκτοτε όμως οι ερευνητές εντοπίζουν μια «σαφή ιστορική τομή», όπως την αποκαλούν. Από το ’80 και μετά οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης συνεχίζουν να εργάζονται περίπου τον ίδιο αριθμό ωρών την εβδομάδα – μέχρι και το 2022, το τελευταίο έτος που περιλαμβάνει η πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα.
Ενώ η τεχνολογική πρόοδος απελευθερώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, επιτρέποντας θεωρητικά να δουλεύουμε «λιγότερο και καλύτερα», ο εργάσιμος χρόνος παραμένει πεισματικά «κολημμένος» στα ίδια επίπεδα με την εποχή της γραφομηχανής και του τέλεφαξ.
Όπως σημειώνουν, η ιστορική τάση μείωσης του χρόνου εργασίας για τον μέσο εργαζόμενο συνεχίζεται, με πολύ πιο αργό ρυθμό, κυρίως επειδή αυξάνεται η μερική απασχόληση.
Έρευνα σε έξι χώρες
Για την έρευνά τους οι οικονομολόγοι της Κομισιόν εστίασαν σε έξι ευρωπαϊκές χώρες: Ισπανία, Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία, Τσεχία και Γαλλία.
Από τις χώρες αυτές οι Τσέχοι έχουν τη μεγαλύτερη εργάσιμη εβδομάδα (39,3 ώρες) και οι Δανοί τη μικρότερη (33,2 ώρες).
Στην έρευνα δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα, η οποία έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη «συμβατική» εργάσιμη εβδομάδα στην ΕΕ μετά τη Σερβία (41 ώρες το 2022 και 40,9 το 2023). Κατά μέσο όρο ο Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει σχεδόν μια «έξτρα» ημέρα την εβδομάδα σε σύγκριση με τον Δανό.
Στις χώρες της ΕΕ στις οποίες εστιάζει η έρευνα, οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης αντιπροσωπεύουν τα ¾ της εργατικής δύναμης και εργάζονται περίπου τον ίδιο αριθμό ωρών με αυτόν που ίσχυε τη δεκαετία του 1980.
Ποιοι δουλεύουν περισσότερες ώρες
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ερευνητικού Κέντρου της Κομισιόν, για τα «ξεχειλωμένα» ωράρια όσων εργάζονται full time, ευθύνονται εν μέρει οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία.
Για παράδειγμα, αυτοί που δουλεύουν περισσότερες ώρες τείνουν να είναι οι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης στον ιδιωτικό τομέα.
Επιπλέον εντοπίζουν μια «πολιτισμική» αλλαγή, όπως την αποκαλούν: Ενώ στο παρελθόν, ο ελεύθερος χρόνος ήταν δείκτης «κοινωνικού στάτους» σήμερα συμβαίνει το αντίθετο: Ο χρόνος εργασίας και η «απασχολησιμότητα» χρησιμοποιούνται ως δείκτες κοινωνικής θέσης.
Κατά μέσο όρο ο Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει σχεδόν μια «έξτρα» ημέρα την εβδομάδα σε σύγκριση με τον Δανό
Οι εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης, δηλαδή εκείνοι που συνήθως έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και έλεγχο στην εργασία τους, τείνουν να εργάζονται περισσότερες ώρες από τους εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, παρατηρούν οι ερευνητές.
Σε ένα βαθμό, υποστηρίζουν αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι κερδίζουν περισσότερα χρήματα, άρα αποφασίζουν οι ίδιοι να εργαστούν περισσότερες ώρες.
Οφθαλμαπάτη η μείωση του χρόνου εργασίας
Από την άλλη εντοπίζουν τάσεις που συμβάλλουν στη μείωση του ωραρίου:
- Η επέκταση των δημόσιων υπηρεσιών – όπου συνήθως τα ωράρια είναι πιο «μαζεμένα».
- Η μείωση της βαρύτητας του δευτερογενούς τομέα (μεταποίηση – παραγωγή αγαθών), ο οποίος παραδοσιακά απαιτεί διευρυμένα ωράρια.
- Τέλος η υποχώρηση της αυτοαπασχόλησης – τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση (χρόνο εργασίας).
Ενώ συνολικά ο χρόνος εργασίας έχει μειωθεί ελαφρώς στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, αυτό οφείλεται στην επέκταση των μη τυπικών μορφών εργασίας, κυρίως της μερικής απασχόλησης. Εν τω μεταξύ, οι περισσότεροι εργαζόμενοι (όσοι εργάζονται με πλήρες ωράριο) συνεχίζουν να «χτυπάνε» όχι μόνο οχτάωρα, αλλά δεκάωρα και δωδεκάωρα.
Για το λόγο αυτό, η μείωση του χρόνου εργασίας εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς ως οφθαλμαπάτη.
Μαγική εικόνα το «μέσο ωράριο»
Οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση εργάζονται περίπου τις μισές ώρες από τους αντίστοιχους με πλήρη απασχόληση. Καθώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι δουλεύουν με συμβάσεις μερικής απασχόλησης (από 16% κατά μέσο όρο το 1992 στο 24% το 2022), αυτόματα ο μέσος χρόνος εργασίας μειώνεται.
Σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1980, απασχολούνται περισσότεροι άνθρωποι, ιδίως γυναίκες- ωστόσο, η απασχόληση έχει επίσης γίνει, κατά μέσο όρο, πιο κατακερματισμένη και λιγότερο «χρονοβόρα» (για όσους δεν εργάζονται full time).
Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που εξηγούν την επέκταση της μερικής απασχόλησης;
Οι ερευνητές δεν προφέρουν την απαγορευμένη λέξη «νεοφιλελευθερισμός». Προτιμούν να κάνουν λόγο για «από-τυποποίηση» (de-standardisation) των εργασιακών σχέσεων, παρά για «απορρύθμιση» (deregulation).
Αναγνωρίζουν ωστόσο ότι μετά τη δεκαετία του ’80 επικράτησαν οι πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών και μεταξύ των γυναικών. Συνδέουν την επέκταση της μερικής απασχόλησης με την αποκαλούμενη «τριτογενοποίηση» και «θηλυκοποίηση» της απασχόλησης.
Η πρόταση για τετραήμερη εργασία
Η μείωση του χρόνου εργασίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόταση για τετραήμερη εργάσιμη εβδομάδα, αποτελεί σημαντικό θέμα στις τρέχουσες συζητήσεις στην Ευρώπη.
Το ενδιαφέρον είναι δικαιολογημένο, καθώς οι περισσότεροι ευρωπαίοι εργαζόμενοι έχουν να δουν μείωση του χρόνου εργασίας (χωρίς μείωση αποδοχών), εδώ και δεκαετίες.
Το αφήγημα ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει οδηγήσει σε μείωση του φόρτου εργασίας ακούγεται κούφιο για πολλούς, καθώς συνεχίζουν να εργάζονται πολλές ώρες παρά τις προόδους στη μηχανοργάνωση, την αυτοματοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη.
Εγκλωβισμένοι στη μερική απασχόληση
Εν τω μεταξύ, περίπου το 20% των εργαζομένων με μερική απασχόληση στην ΕΕ είναι εγκλωβισμένοι σε ακούσια μερική απασχόληση, δουλεύοντας λιγότερες ώρες από όσες επιθυμούν. Στην Ελλάδα μάλιστα τα ποσοστά των «ακούσια» μερικώς απασχολούμενων είναι υπερδιπλάσια από την ΕΕ, και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνάνε το 50%.
Οι μελλοντικές πολιτικές για τον χρόνο εργασίας στην ΕΕ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν άμεσα αυτές τις ανισορροπίες, αναγνωρίζοντας τον υποκείμενο κατακερματισμό των συνθηκών απασχόλησης. Προωθώντας μια πιο δίκαιη κατανομή της εργασίας και του ελεύθερου χρόνου, οι πολιτικές μπορούν να ωφελήσουν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης μειώνοντας τις ώρες εργασίας τους.
Αντίθετα, οι πολιτικές που δίνουν κίνητρα στις επιχειρήσεις να προσφέρουν διευρυμένο ωράριο στους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης που το επιθυμούν θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα των μη τυποποιημένων θέσεων εργασίας, ευθυγραμμιζόμενες με τον ευρύτερο στόχο της βελτίωσης της ποιότητας της εργασίας, καταλήγουν οι ερευνητές.