Η ορκωμοσία του σηματοδοτεί ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή. Μένει να φανεί αν η ρητορική της έντασης δεν θα μετουσιωθεί σε επικίνδυνα παιχνίδια σε Αιγαίο και Ανατολική Ευρώπη.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν ορκίστηκε απλώς σήμερα ως ο 12ος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ορκίστηκε, πάνω από όλα, ως ο πρώτος πρόεδρος ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης που εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα του 2017 και ολοκληρώθηκε με την νίκη του στις εκλογές της 24ης Ιουνίου.
Η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του είναι εντυπωσιακή και δεν έχει σύγκριση με κανένα από τα γνωστά πρότυπα «προεδρικής δημοκρατίας». Ο ρόλος του κοινοβουλίου έχει περιοριστεί, η κυβέρνηση διορίζεται από αυτόν και δεν εκλέγεται από το κοινοβούλιο, αποκτά τεράστια δυνατότητα διορισμού σε θέσεις – κλειδιά και την ίδια στιγμή δεν υπάρχει κάποια παράλληλη δομή που να εκπροσωπεί τη βούληση του κάποτε κυρίαρχου στρατού. Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού στον απόηχο του πραξικοπήματος επιτρέπουν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο του κράτους.
Αυτή η συγκέντρωση εξουσίας σημαίνει ότι πλέον ο Ερντογάν έχει όλο το περιθώριο να ασκήσει την πολιτική που θέλει, χωρίς να χρειάζεται να κάνει προεκλογικούς τακτικούς συμβιβασμούς.
Και το κυριότερο: Να χαράξει μια πολιτική η οποία θα σχετίζεται και με τις ακραίες θέσεις του συμμάχου του, Μπαχτελί αλλά και της Ασκενέρ η οποία έχει αρχίσει να προσεγγίζει το κυβερνών κόμμα.
Σε αυτό τον βοήθησε και η προεκλογική εκστρατεία με τους όρους που έγινε. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η αντιπολίτευση είχε περισσότερο εθνικιστικό τόνο από ό,τι ο ίδιος ο Ερντογάν, πράγμα που σημαίνει ότι σε ζητήματα όπως η πολιτική του για τη Συρία ή ακόμη και τυχόν πιο επιθετική στάση απέναντι στην Ελλάδα, έχει αυτή τη στιγμή ευρύτερη νομιμοποίηση.
Βέβαια, από την άλλη μεριά η ίδια η κατίσχυσή του δεν αναιρεί τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει. Οι διαιρέσεις της τουρκικής κοινωνίας, για παράδειγμα η απόσταση ανάμεσα στα παράλια της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα αποτυπώθηκαν και εκλογικά. Το HDP είχε μια σημαντική εκλογική επιτυχία, παρά τις εκτεταμένες διώξεις εναντίον των στελεχών του και την τρομοκρατία στις κουρδικές περιοχές, που σημαίνει ότι το Κουρδικό παραμένει ανοιχτή πληγή. Πάνω από όλα, η ακροβασία της τουρκικής εμπλοκής στη Συρία, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση άλλων δυνάμεων, δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να αποτρέψει πλήρως το ενδεχόμενο εμφάνισης οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας.
Σε αυτά ας προσθέσουμε και το ανοιχτό ερώτημα για την οικονομία. Ο Ερντογάν ενισχύθηκε από τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα παραμένουν ανοιχτά τα σημάδια «υπερθέρμανσης» της τουρκικής οικονομίας.
Τι θα κάνει με την Ελλάδα
Σε αυτό το τοπίο, είναι που μένει να δούμε πώς θα κινηθεί και στα ελληνοτουρκικά. Οι σχετικά χαμηλοί τόνοι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δεν σήμαιναν και μεγάλη αλλαγή πολιτικής. Το ζήτημα των 2 Ελλήνων στρατιωτικών ευθέως συνδέεται με το ζήτημα των 8 Τούρκων αξιωματικών που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα. Στο θέμα της ΑΟΖ δεν διαφαίνεται κάποια προοπτική να πέσουν οι τόνοι, καθώς η Τουρκία θέλει να αποφύγει τη διαμόρφωση «τετελεσμένων» σε βάρος της. Ακόμη και ζητήματα όπως η άρνηση να δοθεί άδεια στον Οικουμενικό Πατριάρχη να λειτουργήσει το Δεκαπενταύγουστο στην Παναγία Σουμελά, με την επίκληση της μη ολοκλήρωσης των έργων αποκατάστασης, φανερώνουν ότι η όποια διαπραγμάτευση με την ελληνική πλευρά, τυπική ή άτυπη θα παραμείνει ιδιαίτερα σκληρή.
Άλλωστε, την ικανότητά της να διαπραγματεύεται η Τουρκία την έχει δείξει και σε διάφορα ζητήματα όπως για παράδειγμα η Συμφωνία με την ΕΕ για το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Μετά τις κατά καιρούς δηλώσεις της τουρκικής πλευράς περί μη ισχύος της συμφωνίας, που δεν μεταφράστηκαν βέβαια σε ανάλογες πρακτικές πρωτοβουλίες, το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να χορηγηθεί η δεύτερη δόση της χρηματοδοτικής διευκόλυνσης για τους πρόσφυγες στην Τουρκία.
Οι αναλυτές των διπλωματικών θεμάτων είναι μοιρασμένοι ως προς το τι θα κάνει ο Σουλτάνος από εδώ και στο εξής και σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η μία άποψη λέει ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει μια πιο φιλοδυτική στροφή ώστε να μην ξεκόψει από παραδοσιακούς συμμάχους, έστω κι αν έχει κάνει βήματα προσέγγισης με τη Ρωσία.
Σε πρόσφατη ανάλυσή του ο Κωνσταντίνος Φίλης, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου, εκτίμησε ότι η οικονομική κρίση, θα αναγκάσει τον Ερντογάν να αντιληφθεί ότι «σε συνθήκες ρήξης με τους δυτικούς του εταίρους στερείται της αναγκαίας στήριξης σε διάφορα επίπεδα, οργανισμούς, μηχανισμούς και fora για να επαναφέρει την οικονομία σε μία σχετική κανονικότητα και να αποφύγει κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις».
Για την πολιτική του έναντι της Ελλάδας, ο κ. Φίλης τόνιζε ότι ο Ερντογάν «θα διατηρήσει το επόμενο χρονικό διάστημα το μομέντουμ ενεργειών προβολής ισχύος προκειμένου -κατά το κυρίαρχο αφήγημα- να αποτρέψει την Ελλάδα από τη δημιουργία τετελεσμένων, απαντώντας έτσι και στις κατηγορίες της κεμαλικής αντιπολίτευσης για ενδοτισμό» και προσθέτει ότι «το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση και παρεμβατική διάθεση θα πράξει στην Ανατολική Μεσόγειο».
«Δεν θα είναι έκπληξη η ανάληψη από τον Πρόεδρο Ερντογάν νέων πρωτοβουλιών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής σε όλους τους τομείς που μοιάζουν προβληματικοί, από τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ελλάδα, και από την Κύπρο μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση» είχε πει μετά τις εκλογές ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του τουρκικού πρακτορείου ειδήσεων Anadolu, Μετίν Μουτάνογλου.
Η ένταση
Υπάρχουν κι εκείνοι που εκτιμούν ότι η ισχυροποίηση του Ταγίπ Ερντογάν, παράλληλα με την ενίσχυση των εθνικιστικών θέσεων στη γείτονα χώρα, δεν θα βοηθήσουν στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η υπόθεση των 8 Τούρκων σε συνδυασμό με τους φυλακισμένους Μητρετώδη και Κούκλατζη έχει δηλητηριάσει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Η Αγκυρα θα συνεχίσει να παζαρεύει βάζοντας ενδεχομένως κι άλλα θέματα στο τραπέζι. Από την άλλη, το δόγμα των «γκρίζων» ζωνών στο Αιγαίο θα διατηρηθεί χωρίς απαραίτητα να υπάρξουν εντάσεις και επικίνδυνα «θερμά» επεισόδια, αλλά στην ίδια ρητορική της έντασης και της επίδειξης ισχύος που θα έχει μόνιμα την Ελλάδα σε συναγερμό. Η λογική «ούτε πουλί δεν πετάει πάνω από το Αιγαίο χωρίς την άδειά μας» που είχε πει ο Τσαβούσογλου δεν θα αλλάξει, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής.
Τέλος, στην Ανατολική Μεσόγειο και στα χρυσά οικόπεδα της Κύπρου θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απόφαση της Αγκυρας να ρίξει στην μάχη τον «Πορθητή» και να προχωρήσει σε δικές της γεωτρήσεις. Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δεν θα θελήσει να δημιουργηθούν τετελεσμένα χωρίς αυτήν να βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς.
Όμως, θα πρέπει να λάβει υπόψη της εκεί την παρουσία ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων από ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα μπορεί η Αγκυρα να κάνει επικίνδυνα παιχνίδια, εκτός κι αν θελήσει να βάλει φωτιά στην περιοχή.
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου, Αγγελος Συρίγος σε ανάλυσή του για την επόμενη ημέρα είχε πει: «Ο Ερντογάν θα συνεχίσει την πολιτική την οποία είχε ξεκινήσει από τον Ιανουάριο και μετά και την οποία διέκοψε λόγω των εκλογών. Στις εκλογές υπήρχε λεκτική υπερβολή, λεκτική ρητορεία, αλλά στην πράξη δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα».
Για την τουρκική οικονομία σημείωσε πως «θα παρουσιάσει προβλήματα και πιθανόν ο Ερντογάν να υποχρεωθεί να στραφεί προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τους επόμενους μήνες», ενώ για τις σχέσεις Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Συρίγος θεωρεί ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα επιδιώξει την αποκατάστασή τους και αυτό, όπως εξήγησε, «σχετίζεται με την οικονομία γιατί περισσότερο από το 50% της οικονομίας της χώρας του είναι προσανατολισμένο προς την ΕΕ».