Σε ένα χρόνο τα νοικοκυριά αυξήσαν 40% τις δαπάνες για ταχυφαγεία και ντελίβερι. Παράλληλα, μειώνεται η κατανάλωση σε φρέσκα και υγιεινά τρόφιμα, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά. Τις πταίει;
Ήταν μια φορά και έναν καιρό η … μεσογειακή διατροφή. Αυτό θα λέμε σύντομα στα παιδιά μας, αν δεν το λέμε ήδη στους εαυτούς μας. Τα στοιχεία της έρευνας του ΙΕΛΚΑ για τα τρόφιμα, εν όψει της παγκόσμιας ημέρας διατροφής της 16 Οκτωβρίου είναι αποκαλυπτικά:
Από το 2009 ως σήμερα έχουν αυξηθεί κατά 184% οι ετήσιες δαπάνες για πρόχειρο φαγητό σε ταχυφαγεία και φαγητά σε πακέτο. Μόνο το 2023 οι δαπάνες για fast food και delivery αυξήθηκαν σχεδόν 40%.
Διαβάστε επίσης: Η τρίτη φορά του Μασούρα στο Λονδίνο (vids)
Αντίστοιχα, ενώ την τελευταία 15ετία η ετήσια κατά κεφαλήν δαπάνη των νοικοκυριών σε είδη διατροφής από τα σουπερμάρκετ έχει αυξηθεί πάνω από 10%, η κατανάλωση σε προϊόντα που θεωρούνται «πυλώνες» της μεσογειακής διατροφής συνεχώς μειώνεται.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε φρέσκα φρούτα έχει μειωθεί κατά 11%, περίπου 10 κιλά λιγότερο ανά άτομο.
Η μείωση είναι ακόμα μεγαλύτερη στα παραδοσιακά ελληνικά φρούτα, όπως τα πορτοκάλια και τα μήλα (-24% και -34% αντίστοιχα). Η πτώση συγκρατείται από την αύξηση της κατανάλωσης σε εισαγόμενα φρούτα όπως οι μπανάνες (42%).
Πιο βελτιωμένη είναι η εικόνα στα λαχανικά, με μείωση της κατανάλωσης σε ποσότητα κατά -1%. Όμως κι εδώ, η κατανάλωση σε ντόπια προϊόντα που κάποτε αποτελούσαν τη βάση της ελληνικής κουζίνας, όπως οι τομάτες έχει μειωθεί κατά -28%. Ακόμα και η ταπεινή πατάτα, έχει μειωθεί σε κατανάλωση κατά -25%.
Το ίδιο διάστημα, οι δαπάνες των νοικοκυριών για λαχανικά και φρούτα έχουν αυξηθεί κατά 35% και 14% αντίστοιχα. Με άλλα λόγια ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα, για πολύ μικρότερες ποσότητες.
Χάνει έδαφος η μεσογειακή διατροφή
Σε σχέση με την περίοδο πριν τη δημοσιονομική κρίση, τρώμε λιγότερο ψωμί, αλλά περισσότερα ζυμαρικά. Καταναλώνουμε πολύ λιγότερο κόκκινο κρέας (-34%, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί και καλό για τη υγεία) και περισσότερο κοτόπουλο (22%). Πολύ λιγότερα ψάρια (-32%), αλλά σχεδόν τριπλάσια αυγά (198%).
Το χειρότερο είναι ότι ενώ έχει μειωθεί σημαντικά η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε ελαιόλαδο (-35%), έχει σχεδόν διπλασιαστεί η κατανάλωση σε βούτυρο (98%).
Το ΙΕΛΚΑ αξιολογεί ως ανησυχητική τη μείωση της κατανάλωσης φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα, καθώς δείχνει ότι απομακρυνόμαστε από τα πρότυπα της μεσογειακής διατροφής,
Οι προτάσεις για μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, όπως το ελαιόλαδο, επανέρχονται στην επικαιρότητα
Αντίθετα, τονίζει ότι στην Ισπανία και την Ιταλία, τα φρούτα και λαχανικά παραμένουν σταθερά βασικά τρόφιμα. Η μείωση αυτή στην Ελλάδα μπορεί να οφείλεται στις αυξήσεις των τιμών, τη σπατάλη τροφίμων στο παρελθόν ή στις αλλαγές στις διατροφικές προτιμήσεις, σημειώνει η έρευνα του Ινστιτούτου.
Στα θετικά, από πλευράς υγείας, είναι ότι καταναλώνουμε περισσότερα όσπρια (50%), μειώνουμε το πλήρες γάλα (-22%) και αυξάνουμε το αποβουτυρωμένο κατά 88%.
Από το 2009 ως σήμερα έχουν αυξηθεί οι δαπάνες των νοικοκυριών για όλες τις κατηγορίες υδατανθράκων: 19% για το ρύζι, 23% για το ψωμί, 24% για τα ζυμαρικά. Οι αντίστοιχες αυξήσεις δαπανών σε ετήσια βάση (2022-23) κυμαίνονται από 5% ως 10%.
Μέσα στο 2023 ξοδέψαμε περισσότερα χρήματα για όλες τις κατηγορίες τροφίμων – πλην της μαργαρίνης – με τις μεγαλύτερες αυξήσεις δαπανών να αφορούν το ελαιόλαδο (28%) και τα αμνοερίφια (68%). Η αύξηση δαπανών για το ελαιόλαδο είναι υποπολλαπλάσια του πληθωρισμού, καθώς μέσα σε ένα χρόνο η κατανάλωση μειώθηκε κατά 7%.
Αντιφατική συμπεριφορά
Τα στοιχεία του ΙΕΛΚΑ αποτυπώνουν μια αντιφατική διατροφική συμπεριφορά, που δεν ερμηνεύεται μόνο με οικονομικούς όρους.
Από τη μία το ελληνικό νοικοκυριό περιορίζει τις ποσότητες των αγορών τροφίμων, για να ανταποκριθεί στις αυξημένες τιμές. Από την άλλη ξοδεύει περισσότερα χρήματα σε ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές, λόγω ταχύτητας και ευκολίας.
Ο περιορισμός στην κατανάλωση ζωϊκών πρωτεϊνών και γαλακτοκομικών πλούσιων σε λιπαρά μπορεί να συνδέεται με μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για την υγεία και το περιβάλλον. Από την άλλη η μείωση της κατανάλωσης φρέσκων υγιεινών τροφίμων, φτωχαίνει την ποιότητα της διατροφής.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι προτάσεις για μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, όπως το ελαιόλαδο, επανέρχονται στην επικαιρότητα. Όχι μόνο ως μέτρο για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά και ως παράγοντας ενθάρρυνσης των νοικοκυριών να καταναλώνουν φρέσκα και υγιεινά τρόφιμα, αντί για επεξεργασμένα και ανθυγιεινά.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, η αύξηση της παχυσαρκίας, λόγω της κατανάλωσης υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων, πλούσιων σε θερμίδες αλλά χαμηλών σε θρεπτικά συστατικά, είναι η άλλη όψη του υποσιτισμού, και αποτελεί επίσης συνέπεια της επισιτιστικής ανασφάλειας.
Οι προτάσεις της ΟΚΕ για την ακρίβεια στα τρόφιμα
Η γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της ακρίβειας αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο για την ακρίβεια στα τρόφιμα.
Η ΟΚΕ επιβεβαιώνει ότι «η διατήρηση του υψηλού ρυθμού πληθωρισμού βασικών αγαθών, όπως είναι τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος τους δαπανάται στην αγορά αγαθών της συγκεκριμένης κατηγορίας».
Συγκεκριμένα, ενώ τα νοικοκυριά που έχουν χαμηλό μηνιαίο εισόδημα (ως 1100 ευρώ) ξοδεύουν το 24,2% του προϋπολογισμού τους σε τρόφιμα, τα πλουσιότερα νοικοκυριά (3.500 ευρώ και άνω), ξοδεύουν μόλις το 14,6%.
Αν προσθέσουμε και τις δαπάνες στέγασης, τότε φτάνουμε στο 53% του προϋπολογισμού των φτωχών νοικοκυριών. Τα πλούσια νοικοκυριά πάλι ξοδεύουν λιγότερο από 25% σε στέγαση και διατροφή, αφήνοντας χώρο για αγορές καταναλωτικών αγαθών, αναψυχή και ταξίδια.
Επιισημαίνει ότι η πληθωριστική κλιμάκωση στην κατηγορία της διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών είναι πολύ πιο έντονη από την άνοδο του γενικού πληθωρισμού. Ενδεικτικά, το διάστημα 2/23-2/24 η αύξηση του πληθωρισμού στα τρόφιμα ήταν υπερδιπλάσια από την άνοδο του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα, υπογραμμίζει η ΟΚΕ, παρά τη μείωση της έντασής της συνεχίζεται. Επισημαίνει ωστόσο, ότι τους τελευταίους μήνες ο πληθωρισμός των τροφίμων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της τιμής του ελαιολάδου.
Η διαπίστωση των εμπειρογνωμόνων επαληθεύεται και από τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό Σεπτεμβρίου. Οι ετήσιες ανατιμήσεις στα τρόφιμα κυμαίνονται στο 3,2%, έναντι 2,9% του γενικού ΔΤΚ. Πρωταθλητής και πάλι είναι το ελαιόλαδο με 38,9%.
Εξάρτηση από τις εισαγωγές
Μια στρέβλωση που εντοπίζει η ΟΚΕ είναι ότι ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν 25,4% περισσότερα χρήματα για τρόφιμα σε σύγκριση με το 2015, οι τιμές παραγωγού ανεβαίνουν με πολύ χαμηλότερους ρυθμούς από τις τιμές καταναλωτή (18,2%).
Αυτό συνδέεται εν μέρει με την εξάρτηση της ελληνικής αγοράς από εισαγόμενα τρόφιμα, αλλά και τη δυσανάλογη αύξηση των συντελεστών κόστους της εφοδιαστικής αλυσίδας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Επιπλέον, ενώ η Ελλάδα πολλές φορές διαθέτει πρώτες ύλες, δεν έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας τους. Ως αποτέλεσμα εισάγει ή και επανεισάγει τρόφιμα, με αυξητικές επιπτώσεις στο κόστος και στην τιμή.
Επομένως, η καταπολέμηση της ακρίβειας στα τρόφιμα προϋποθέτει τη στήριξη των αγροτών και των αγροτικών συνεταιρισμών. Η ερήμωση των αγροτικών περιοχών, εκτός από τις αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία, την τοπική οικονομία και το δημογραφικό, υπονομεύει άμεσα τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας.
Προσιτά υγιεινά τρόφιμα
Τα υγιεινά τρόφιμα πρέπει να είναι προσιτά και οικονομικά για όλους, τονίζει η ΟΚΕ.
Επείγουσες δράσεις απαιτούνται, για να ανακόψουν τον κίνδυνο διατροφικής φτώχειας και να παρέχουν υγιεινά και θρεπτικά τρόφιμα, στην καλύτερη δυνατή τιμή, σε όλους.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, πολύ σημαντική πρωτοβουλία αποτελεί το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μετάβαση σε ένα βιώσιμο και ισχυρό σύστημα τροφίμων.
Το πλαίσιο για τα Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία στον τομέα αυτό, υπογραμμίζει η εισήγηση.
Το συγκεκριμένο σχέδιο αφορά την προώθηση υγιεινών επιλογών τροφίμων και μιας βιώσιμης διατροφής, μέσα από βέλτιστες πρακτικές προς όφελος του καταναλωτή.
Είναι σημαντικό να ληφθούν οικονομικά και διοικητικά μέτρα, όπως ορατή τιμή της μονάδας του είδους, πρόσβαση σε υγιεινές επιλογές τροφίμων, οικονομικές τιμές των βιώσιμων τροφίμων, καλύτερη προώθηση φρούτων και λαχανικών κ.λπ, καταλήγει η γνωμοδότηση της Επιτροπής.