Αναπάντητο το ερώτημα για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος τροφοδότης της Ακροδεξιάς; Η ΝΔ, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή μήπως τελικά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μία από τις πιο συνηθισμένες κατηγορίες που εξαπολύει ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι στηρίζει και ενισχύει την ακροδεξιά.
Η κυβερνητική επιχειρηματολογία είναι σχετικά απλή και έχει δύο βασικές αφετηρίες:
Η πρώτη αφορά την παρουσία στο χώρο της ΝΔ στελεχών που προέρχονται από το χώρο της ακροδεξιάς, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Άδωνι Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη, αλλά και τον τέως πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.
Σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία η σημερινή ηγεσία της ΝΔ αισθάνεται αδύναμη απέναντι στη διαρκή αμφισβήτηση της λεγόμενης «καραμανλικής» πτέρυγας και στηρίζεται στη συμπόρευση με τους ακροδεξιούς, νομιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο τη ρητορική τους και σπρώχνοντας συνολικά τη ΝΔ προς τα δεξιά, διαψεύδοντας την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να την παρουσιάσει ως δύναμη του Κέντρου. Έτσι, όμως σπρώχνει συνολικά το πολιτικό σύστημα προς τα δεξιά και δίνει πολιτικό χώρο και τις ανοιχτά ακροδεξιές δυνάμεις.
Η δεύτερη αφετηρία αφορά τις τακτικές επιλογές που κάνει η αξιωματική αντιπολίτευση. Σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορική, η ΝΔ αδυνατεί να κάνει θετική αντιπολίτευση με προγραμματικούς όρους και στόχους απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα και γι’ αυτό καταφεύγει σε μια διαρκή πολεμική από τα δεξιά, είτε πρόκειται για το ζήτημα του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, είτε πρόκειται για το Μακεδονικό.
Το Μακεδονικό
Ειδικά για το Μακεδονικό, η κυβερνητική πλευρά θεωρεί ότι αρνούμενη η ΝΔ να στηρίξει την κυβερνητική διαπραγμάτευση, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την «εθνική γραμμή» όπως αυτή ορίστηκε ήδη από τον Κώστα Καραμανλή στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, αναδιπλώνεται σε μια πολεμική περί «προδοσίας» και «μειοδοσίας» που αντικειμενικά τροφοδοτεί την ακροδεξιά που κάνει την επανεμφάνισή της είτε στα μεγάλα συλλαλητήρια κατά της συμφωνίας με την πΓΔΜ, είτε στις διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Η κυβερνητική τοποθέτηση θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κάνει μια μάλλον επιλεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας.
Καταρχάς δεν βρισκόμαστε στο 2010, δηλαδή δεν βρισκόμαστε σε μια φάση όπου η ακροδεξιά αναζητούσε τρόπους για να αποκτήσει νομιμοποίηση και ευρύτερη αναγνωρισιμότητα.
Εκείνη την περίοδο θα μπορούσε όντως κάποιος να ισχυριστεί ότι τόσο μερίδα του πολιτικού κόσμου όσο και τμήμα των ΜΜΕ, επελέγη μια στροφή σε θέματα όπως το μεταναστευτικό που αντικειμενικά νομιμοποίησε τη ρητορική της άκρας δεξιάς. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, όταν μια θέση την υιοθετεί το πολιτικό mainstream, μετά πρέπει να αναμένουμε την ενίσχυση των χώρων που κατεξοχήν και «αυθεντικά» στηρίζουν τέτοιες απόψεις.
Αντίστοιχα, θα μπορούσε κανείς να παραπέμψει σε μια προηγούμενη περίοδο στις ευρωπαϊκές χώρες όπου η προσπάθεια να απαντηθεί η αρχική άνοδος της ακροδεξιάς με την ενσωμάτωση θέσεών της, δεν απέτρεψε την άνοδό της, αλλά αντίθετα την ενίσχυσε, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αρχική άνοδο του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία.
Υπάρχει, όμως, και αντίλογος σε αυτό το ζήτημα. Σύμφωνα με αυτόν, όταν πολιτικοί που προέρχονται από «ακραίους χώρους» εντάσσονται σε σχηματισμούς της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς, αποδεχόμενοι τους κοινοβουλευτικούς «κανόνες του παιχνιδιού» και την πολιτική εντός των συνταγματικών δημοκρατικών πλαισίων, η ακροδεξιά πλήττεται, εφόσον εκπρόσωποί της μετατοπίζονται προς το πολιτικό κέντρο. Σε αυτό το σχήμα, ο Άδωνις Γεωργιάδης, με την μετατόπισή του ενισχύει το κέντρο και όχι την ακροδεξιά.
Ακόμη περισσότερο, υποστηρίζουν ορισμένοι, το να εκπροσωπούνται οι περισσότερο συντηρητικές απόψεις από κόμματα του «συνταγματικού τόξου» είναι και ένας τρόπος ώστε να παραμένουν «εντός ορίων» και να μην ενισχύουν τελικά σχηματισμούς και πρακτικές της ακροδεξιάς.
H ενίσχυση
Όμως, στην ελληνική περίπτωση τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα. Ο λόγος είναι ότι μέσα στην ιδιαίτερη συγκυρία των Μνημονίων, των μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων και της φθοράς των παραδοσιακών κομμάτων διακυβέρνησης, δεν ήταν μόνο η ακροδεξιά που ενισχύθηκε.
Για την ακρίβεια, η δύναμη που ενισχύθηκε περισσότερο από τις άλλες ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι ο βασικός λόγος που στην Ελλάδα δεν είχαμε ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της ακροδεξιάς ήταν ακριβώς ότι φάνηκε ότι μπορούσε μια διάχυτη κοινωνική διαμαρτυρία να κατευθυνθεί προς τα αριστερά.
Μάλιστα, πολιτικοί αναλυτές είχαν διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη υποχώρηση της επιρροής της Χρυσής Αυγής, πέραν της περιόδου του σοκ ακόμη και για το ακροατήριο της ακροδεξιάς από τη δολοφονία Φύσσα, ήταν ακριβώς κατά την πρώτη «ηρωική» φάση της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν στοιχεία όπως η αντίσταση, το «ανάστημα» έναντι των Ευρωπαίων, ή η ελπίδα εκπροσωπούνταν κυρίως από την κυβέρνησης.
Αντίθετα, ήταν η συνθηκολόγηση του 2015 και όλα τα γεγονότα που ακολούθησαν που έδωσαν και πάλι στην ακροδεξιά τη δυνατότητα να διεκδικεί να είναι μια «αντισυστημική δύναμη» στη βάση της γνωστής ρητορικής ότι «δεξιά και αριστερά είναι εξίσου μνημονιακές δυνάμεις».
Όταν μια κοινωνία επενδύει την ελπίδα της σε μια δύναμη που αυτοπαρουσιάστηκε ως αριστερή και ριζοσπαστική και αυτή σύντομα κατέληξε να εφαρμόζει την ίδια πολιτική με το «γερασμένο πολιτικό σύστημα», επόμενο είναι, μέσα στη σύγχυση και την απογοήτευση που επικρατεί, αρκετοί να θεωρήσουν την ακροδεξιά ως «εναλλακτική».
Όμως ακόμη και ο τρόπος που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ανοίξει ορισμένα θέματα κατέληξε να ενισχύσει την ακροδεξιά.
Εδώ είναι πολύ χαρακτηριστικός ο χειρισμός με το Μακεδονικό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ όντως δεν απέκλινε από τις κλασικές θέσεις της αριστεράς που ήδη από τη δεκαετία του 1990 ήταν υπέρ της σύνθετης ονομασίας και της αναγνώρισης άμεσα ή έμμεσα μακεδονικής «ταυτότητας» για τους βόρειους γείτονές μας σε συνδυασμό με μέτωπο κατά του εθνικισμού.
Όμως, το πώς χειρίστηκε το ζήτημα η κυβέρνηση δεν είχε κάνει μόνο με ζητήματα αρχών.
Καταρχάς είχαμε το ίδιο το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία προετοιμασίας της κοινής γνώμης πάνω στο θέμα. Παρότι ήταν γνωστό ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις και θα ενεργοποιείτο ένα αντανακλαστικό «πληγωμένου εθνικού φιλότιμου», η κυβέρνηση δεν επέλεξε να κάνει έγκαιρα γνωστές τις προθέσεις της, να εξηγήσει στον ελληνικό λαό γιατί έπρεπε να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα και να απαντήσει στον εθνικισμό με ένα όραμα συνεργασίας στα Βαλκάνια. Αντ’ αυτού το ζήτημα ανακοινώθηκε το χειμώνα ξαφνικά και ως λίγο πολύ τετελεσμένο γεγονός.
Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις και να αποκτήσει η άκρα δεξιά και κυρίως η Χρυσή Αυγή όχι μόνο ένα ευρύτερο ακροατήριο αλλά και τη νομιμοποίηση στα μάτια ορισμένων ότι εκπροσωπεί «πατριωτικές» θέσεις.
Χωρίς συναίνεση
Αυτό θα είχε αποφευχθεί εάν πρώτα είχε ανοίξει η συζήτηση, είχε διαμορφωθεί ευρύτερη συναίνεση γύρω από τον συμβιβασμό και είχαν απομονωθεί οι ακραίες εθνικιστικές φωνές.
Το χειρότερο είναι ότι όλα δείχνουν ότι ο ηγετικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ είχε προβλέψει ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις, αλλά εκτιμούσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να τις εκμεταλλευτεί πολιτικά.
Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση το Μακεδονικό θα ενεργοποιούσε ακροδεξιά αντανακλαστικά και θα προσέφερε επιτέλους ένα θέμα πάνω στο οποίο θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένας πόλος «σκληρής δεξιάς» που θα πλαγιοκοπούσε από τα δεξιά τη ΝΔ και θα μείωνε την εκλογική της επιρροή, επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί καλύτερο αποτέλεσμα.
Μόνο που στην πραγματικότητα αυτή η στρατηγική αποδείχτηκε μάλλον μπούμεραγγκ αφού στο τέλος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που έχει σήμερα τη μεγαλύτερη φθορά ενώ η ΝΔ με την τακτική κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση της στο πολιτικό σκηνικό.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το εύκολο σχήμα που κυρίως αποδίδει την «τροφοδοσία» της ακροδεξιάς στη ΝΔ και τα στελέχη της δεν κατορθώνει να αποδώσει πλήρως τις δυναμικές του φαινομένου.
Η όλη κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε με τον τρόπο που ταύτισε την αριστερά με την συνθηκολόγηση και τον κυνισμό της εξουσίας, είτε με τον τρόπο που χειρίστηκε κοντόθωρα ζητήματα όπως το Μακεδονικό, έχει τελικά μεγαλύτερη ευθύνη.