Ολα όσα είπε στην απολογία του ο Απόστολος Λύτρας...
Την ώρα που η ανακρίτρια Χριστίνα Σαλάππα μελετά τα νέα στοιχεία στην υπόθεση με κατηγορούμενο τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα προκειμένου να αποφασίσει αν θα αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο με την προσωρινή του κράτηση, ο δικηγόρος βρίσκεται αντιμέτωπος και με νέα μήνυση που έχει υποβάλει η σύζυγός του και θύμα της ενδοοικογενειακής βίας Σοφία Πολυζωγοπούλου κατηγορώντας τον ως ηθικό αυτουργό των αξιοποίνων πράξεων που έχουν οδηγήσει στο εδώλιο του Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας την πρώην σύζυγο του δικηγόρου για απειλή και διατάραξη οικιακής ειρήνης.
Η δίκη της πρώην συζύγου του Απόστολου Λύτρα αναβλήθηκε για τις 27 Ιουνίου. Η πλευρά της Πολυζωγοπούλου υποστήριξε ότι η μηνύτρια είναι βαριά τραυματισμένη, εξετάστηκε και της δόθηκε η σύσταση να παραμείνει στο σπίτι της μέχρι την ανάρρωση της και την επανεξέταση. Άρα δεν μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο και να καταθέσει. Δόθηκε αναβολή για 27 Ιουνίου. Ζητήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θέμη Σοφό να επιβληθεί περιοριστικός όρος στην πρώην σύζυγο του Λύτρα να μην πλησιάζει το σπίτι της Πολυζωγοπούλου. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εξαιτίας των αδικημάτων και του πλαισίου ποινής δεν μπορεί να επιβάλει περιοριστικούς όρους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μήνυση που υπέβαλε η Σοφία Πολυζωγοπούλου, την νομική εκπροσώπηση της οποίας έχει αναλάβει ο δικηγόρος Θ. Σοφός, παρά την επιβολή του όρου της μη συναναστροφής μαζί της ο Απόστολος Λύτρας παραβίασε τους περιοριστικούς όρους καθώς στις 17 Ιουνίου 2024 και ώρα 12:34 μετά μεσημβρίαν της απέστειλε γραπτά μηνύματα στο κινητό με αποτέλεσμα εκείνη να χρειαστεί για λόγους προσωπικής της προστασίας να προχωρήσει στον αποκλεισμό του.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην ίδια μήνυση «συνάδελφος και συνεργάτης του συζύγου μου, με προσέθεσε σε μία ομαδική συνομιλία στο Viber, στην οποία συμμετείχα εγώ, ο σύζυγος μου και ο δικηγόρος. Είμαι πεπεισμένη ότι αυτό έχει γίνει κατόπιν εντολής που έλαβε από το σύζυγό μου καθώς ήδη ο δικηγόρος με έχει καλέσει πάρα πολλές φορές θέλοντας να μου μεταφέρει μηνύματα από τον σύζυγό μου, παρόλο που του έχω πει ότι δεν θέλω την παραμικρή επαφή».
Στην ομαδική συνομιλία αυτή απέστειλε μηνύματα ο σύζυγος της λέγοντας ότι προσπαθούν τα παιδιά του να μιλήσουν μαζί της και να έρθουν στο σπίτι να πάρουν λεφτά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στη μήνυση «μετά την απολογία του και αφού αφέθηκε ελεύθερος, οι κόρες του και ο εν λόγω δικηγόρος ήρθαν από το σπίτι ζητώντας μου ρούχα και χρήματα του πατέρα τους και τους παρέδωσα κάποια ρούχα και ένα τσαντάκι με χρήματα που είχε στο σπίτι».
Μέσα στις επόμενες γραμμές της μήνυσης της η Σοφία Πολυζωγοπούλου εξηγεί τα περί παραβίασης του περιοριστικού όρου :
«Τα μηνύματα αυτά που μου απέστειλαν σήμερα για τα χρήματα αποστέλλονται σκοπίμως με προθέσεις που δε γνωρίζω ποιες είναι, πάντως σίγουρα παραβιάζοντας τον περιοριστικό όρο της μη συναναστροφής μαζί μου και επιδιώκοντας την περαιτέρω τρομοκράτηση μου και την επιβάρυνση της ψυχικής μου υγείας. Ήδη από χθες παρακολουθούμαι από ψυχολόγο της αστυνομίας και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου μου προκαλεί τρόμο και ανησυχία», αναφέρει χαρακτηριστικά .
Πώς φτάσαμε στη μήνυση
Το πως έφτασε η γυναίκα που έχει δεχθεί κακοποίηση από τον ίδιο το σύζυγό της να προσφύγει στην αστυνομία και να υποβάλει μηνύσεις για την προστασία της, προκύπτει μέσα από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών:
«Περίπου στις 10 το βράδυ βρισκόμουν στην οικία μου μαζί με τους γονείς μου και αφού έχω επιστρέψει λίγη ώρα με περιπολικό από την ψυχολογική υποστήριξη που δέχομαι, στην οποία με πηγαίνουν και με φέρνουν αστυνομικοί, αντιληφθήκαμε και οι τρεις να ανοίγει εξώπορτα του σπιτιού. Να σημειώσω ότι κλειδιά του σπιτιού υπάρχουν τρία. Δυο ζευγάρια κλειδιά που έχω εγώ στην κατοχή μου και ήταν μέσα στο σπίτι και ένα ακόμα το οποίο, ο μόνος που έχει στην κατοχή του είναι ο κατηγορούμενος σύζυγος μου και τα οποία προφανώς ο ίδιος δεν παρέδωσε στις ανακριτικές αρχές όταν έλαβε γνώση της διάταξης του περιοριστικού όρου της μετοίκησης.
Αμέσως πάτησα το μπουτόν πανικού που μου έχει χορηγηθεί από την αστυνομία και το ιδιωτικό κουμπί πανικού που έχω στην κατοχή μου και είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει απευθείας στην αστυνομία.
Εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι και από τα παράθυρα είδαμε να έχουν έρθει στον χώρο ο δικηγόρος, η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου και οι μεγάλη κόρη του συζύγου μου. Ο πατέρας μου φώναξε «τι κάνετε μέσα στο σπίτι;» και η πρώην σύζυγος απάντησε «εδώ είναι το σπίτι του Αποστολή και ήρθαμε να πάρουμε ότι θέλουμε».
Άνοιξα την εσωτερική πόρτα του σαλονιού του ζήτησα να φύγουν γιατί δεν είμαι καλά και να σεβαστούν την κατάσταση μου και να μείνει μόνο το παιδί. Πλησίασε ο αστυνομικός που ήταν έξω από το σπίτι, ο οποίος και αυτός όλη την ώρα προσπαθούσε να τους βγάλει από την αυλή. Εγώ τους είπα «αφήστε μόνο το παιδί μέσα και φύγετε» και η πρώην σύζυγος φώναζε «θα μπούμε μέσα και θα πάρουμε τα πράγματα του Αποστόλη». Ο δε συνεργάτης – δικηγόρος άρχισε να βλαστημάει με απειλητικό ύφος και εκφράσεις. Ταράχτηκα πάρα πολύ και λιποθύμησα και κλήθηκε το ΕΚΑΒ από τον αστυνομικό».
Η 37χρονη γυναίκα καταμήνυσε την πρώην σύζυγο και τον δικηγόρο, αλλά με ρητό κατηγορηματικό τρόπο δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την δίωξη της μεγαλύτερης κόρης του συζύγου της η οποία ήταν παρούσα και τη διαχωρίζει από όλα έγιναν .
Στην ίδια δικογραφία περιλαμβάνονται και καταθέσεις αστυνομικών που είχαν αναλάβει τη φύλαξη της οικίας του Απ. Λύτρα .
«Περί ώρα 21.55 προσήλθε πεζός ένας κύριος με κοστούμι, όποιος δε μας μίλησε καθόλου και πήγε να μπει μέσα στο σπίτι. Τον ρωτήσαμε ποιος είναι και τι θέλει κι εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι συνεργάτης της οικογένειας και ότι έχει μιλήσει, υπονοώντας ότι έχει συνεννοηθεί με την κυρία Πολυζωγόπουλου. Όσο αναμένουμε την απάντηση από την οικία ο έτερος συνάδελφος αποχώρησε και μετά από 2 λεπτά προσήλθαν στο σημείο δύο κύριες . Η νεαρή κοπέλα εκ των δύο μου απάντησε ότι μένει εδώ και πως έχει τα κλειδιά ενώ μου έδειξε αντίγραφο ταυτότητας που έφερε το ίδιο επίθετο με το γνωστό ποινικολόγο και της απάντησα πως εάν είναι να μπει κάποιος απ’ τους τρεις θα μπει μόνο η κοπέλα και ότι ακόμα περιμένω απάντηση από το κουδούνι για τον κύριο.
Τότε με τα κλειδιά της η κοπέλα άνοιξε την αυλόπορτα για να μου αποδείξει ότι όντως κάτοικος της οικίας, λέγοντας μου άλλη μια φορά ότι θέλει να πάρει τα πράγματα της. Την στιγμή που άνοιξε η πόρτα ήρθαν και οι τρεις στον αύλειο χώρο και τους φώναξα «σας παρακαλώ περάστε έξω». Εκείνη τη στιγμή ένας κύριος μεγάλης ηλικίας όποιος βρισκόταν κι αυτό στην αυλή άρχισε να φωνάζει «γιατί τους άφησες να μπουν;»
Συνέχισα να δίνω εντολές και στους τρεις να βγουν έξω και ταυτόχρονα εξήγησα στον κύριο μεγάλης ηλικίας ότι η κοπέλα κατοικεί εδώ. Όταν ο κύριος αυτός μου απάντησε ότι ούτε η κοπέλα μένει εδώ και να περάσουν όλοι έξω, τότε επανέλαβα ακόμα πιο έντονα την εντολή «περάστε όλοι έξω και η νεαρή δεσποινίς».
Τελικώς ακολούθησαν τις οδηγίες μου, εξήλθαν της αυλής και ασφάλισαν την πόρτα και κυρίως που ήταν μέσα μου είπε να μην μπει κανείς όπως έχει δοθεί εντολή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί η κυρία Σοφία για να λάβω επίσημες οδηγίες.
Οι ανώτεροί μου με ενημέρωσαν ότι έχουν λάβει σήμα από κουμπί πανικού. Μετά από λίγο εξήλθε από την οικία η κυρία Σοφία και ο κύριος μεγάλης ηλικίας που ήταν μέσα στο σπίτι . Χαρακτηριστικά παραθέτω κάποιες από τις στιχομυθίες που έγιναν.
«Γιατί έρχεστε στο σπίτι μου; Γιατί μου το κάνετε αυτό;» είπε η κυρία Σοφία και ο πατέρας της έλεγε «γιατί έρχεστε εδώ; Δε βλέπετε σε τι κατάσταση είναι η κόρη μου;».
Οι δύο κύριες αποκρίνονταν :«γιατί δε μας αφήνεις να πάρουμε τα πράγματα, εμείς είμαστε μαζί σου και το ξέρεις». Τότε η Σοφία είπε απευθυνόμενη στην μεγαλύτερη κυρία «γιατί παίρνεις το μέρος του ενώ τα έχεις πάθει κι εσύ», ενώ βρισκόταν σε σοκ. Μου δήλωσε ότι θέλει να τους κάνει μήνυση και μετά από λίγο κατέρρευσε από την φόρτιση. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την μετέφερα εντός της αυλής και της πρόσφερα με λίγο νερό.
Η απολογία Λύτρα στην ανακρίτρια
Στην απολογία του Απόστολος Λύτρας ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του και ανέφερε στην ανακρίτρια ότι η πτώση από τη σκάλα ήταν ιδέα της συζύγου του για να μην τρέχουν τα παιδιά τους παρότι όπως ισχυρίζεται από την πρώτη στιγμή ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Μάλιστα, υποστήριξε ότι από το προηγούμενο Σεπτέμβριο το ζευγάρι βρισκόταν σε διάσταση για κάποιους μήνες αλλά συνέχισαν να είναι μαζί.
Για το επίμαχο βράδυ
«Το Σάββατο το βράδυ μεταβήκαμε σε εστιατόριο στην Βουλιαγμένη μαζί με παρέα. Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν μια χαρά και συζητούσαμε για οικογενειακά θέματα. Στο εστιατόριο όπως σηκώθηκα να πάω προς το μέρος της είδα ότι έστελνε κάπου μηνύματα. Της πήρα το κινητό και της ζήτησα να μου δώσει τον κωδικό για να μάθω που έστελνε τα μηνύματα αυτά γιατί ζήλεψα. Μου αρνήθηκε και της ζήτησα να φύγουμε. Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να λογομαχούμε και καθόσον οδηγούσα με το δεξί μου χέρι τη χτύπησα προφανώς στο πρόσωπο χωρίς να γνωρίζω το σημείο και χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να της προκαλέσω την οποιαδήποτε βλάβη.
Λίγα μέτρα πιο κάτω είχε ένα άνοιγμα ο δρόμος όπου σταμάτησα να συζητήσουμε. Πίσω ήρθε ένα άλλο αυτοκίνητο και έτσι συνέχισαν οδηγό ενός συνεχιζόταν ο λεκτικός διαπληκτισμός. Την χτύπησα με το δεξί μου χέρι από τη θέση του οδηγού κι αυτή στη θέση του συνοδηγού, χωρίς να έχω πρόθεση να της προκαλέσω την οποιαδήποτε βλάβη. Και ίδια γνωρίζει ότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. Πήγαμε προς το σπίτι και είπαμε και οι δυο να πάμε σε νοσοκομείο προληπτικά.
Επειδή ήμασταν και οι δύο σε μεγάλη ένταση πήγαμε στο σπίτι μας πρώτα όπου παραμείναμε για 10 λεπτά, έκανε ντους και την πήγα με δική μου πρωτοβουλία στην Ευρωκλινική. Όταν φύγαμε από το σπίτι μου είπε «δεν πρόκειται να πω τίποτα για το τι έγινε» και εγώ της είπα θα αναλάβω την ευθύνη. Όταν φτάσαμε στην Ευρωκλινική, η σύζυγος μου στο δωμάτιο που βρισκόταν και ήμουν μαζί της μου είπε να πούμε ότι έπεσε από τη σκάλα. Μάλιστα πρώτα κατέθεσε η σύζυγος μου και εγώ μετά από δυόμιση ώρες περίπου. Σ’ αυτό το διάστημα μου είπε στο τηλέφωνο ότι κατέθεσε ότι έπεσε απ’ τη σκάλες και ότι εγώ δεν ήμουν παρών. Θέλω να επισημάνω ότι το χτύπημα στο πρόσωπο της συζύγου μου ουσιαστικά έγινε από το τέντωμα του δεξιού μου χεριού ενστικτωδώς και παρορμητικά, γιατί βρισκόμαστε σε απόσταση 40 εκατοστών περίπου. Υπολογίζω ότι τα χτυπήματα με το δεξί μου χέρι ήταν δύο ή τρία. Σας επισημαίνω ότι όταν έδωσε την κατάθεση της εγώ βρισκόμουν ήδη στο τμήμα κρατούμενος και οι αστυνομικοί πήγαν μετά να τις πάρουν κατάθεση. Συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να φοβηθεί κάτι. Μάλιστα στο τηλέφωνο μου ανέφερε ότι την ρωτήσανε αστυνομικοί αν θέλει κουμπί πανικού και απλά κούνησε το κεφάλι της και θεωρήθηκε από τους αστυνομικούς ότι θέλει το κουμπί πανικού»