Την προεδρία από την πρώτη Κυριακή και με μεγάλη διαφορά από τους αντιπάλους του κέρδισε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η νίκη του Ερντογάν έλαβε χώρα σε μία εκλογική αναμέτρηση η οποία πραγματοποιήθηκε με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ισχύ, την κρατική καταστολή και τρομοκρατία σε πλήρη λειτουργία και μία κεμαλική αντιπολίτευση που δεν μπόρεσε να πείσει.
Την προεδρία από την πρώτη Κυριακή και με μεγάλη διαφορά από τους αντιπάλους του κέρδισε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η νίκη του Ερντογάν έλαβε χώρα σε μία εκλογική αναμέτρηση η οποία πραγματοποιήθηκε με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ισχύ, την κρατική καταστολή και τρομοκρατία σε πλήρη λειτουργία και μία κεμαλική αντιπολίτευση που δεν μπόρεσε να πείσει.
Ο Ρ. Ερντογάν αποδείχθηκε ο απόλυτος κυρίαρχος των εκλογών τόσο για την προεδρία όσο και για τις βουλευτικές εκλογές, έστω και αν χρειάζεται το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο Μουχαρρέμ Ιντζέ επίσης πέτυχε μία μεγάλη νίκη, τόσο για τον ίδιο όσο και για το κόμμα των κεμαλιστών, το CHP, η οποία όμως δεν αποδείχθηκε αρκετή ούτε καν για να απειλήσει στο ελάχιστο το «σουλτάνο». Του δίνει ωστόσο το δικαίωμα για εσωκομματικές διεκδικήσεις και σίγουρα τον καθιστά έναν από τους πρωταγωνιστές της μελλοντικής πολιτικής σκηνής.
Κατόρθωμα για το φιλοκουρδικό HDP τα ποσοστά άνω του 10% που του έδωσαν το εισιτήριο για το Κοινοβούλιο, τη στιγμή που ο ηγέτης του Σελαχετίν Ντεμιρτάς είναι στη φυλακή και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε ποινή άνω των 140 ετών, ενώ οι διώξεις εναντίον κούρδων που εμφανίζονται ως «τρομοκράτες» και συνεργάτες του ΡΚΚ συνεχίζονται αμείωτες.
Δεν είναι λίγοι όσοι μιλούν για εκλογές νοθείας, βίας, τρομοκρατίας, ψίθυροι αναφέρουν ότι «ψήφισαν και οι πεθαμένοι», μιλούν για χειραγώγηση και άλλα πολλά. Η αντιπολίτευση των κεμαλιστών μάλιστα μέχρι τελευταία στιγμή κατηγορούσε τα κρατικά ΜΜΕ για χειραγώγηση των αποτελεσμάτων υποστηρίζοντας ότι οι καταμετρημένοι ψήφοι είναι πολύ λιγότεροι και δηλώνοντας ότι θα υπάρξει δεύτερος γύρος.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν στέφθηκε για ακόμα μία φορά «σουλτάνος», με ή χωρίς όλα αυτά. Και αναδεικνύεται σε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της Τουρκίας, με αναλυτές να σημειώνουν ότι μπορεί πλέον να συγκριθεί με τον Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς παρουσιάζεται ως ο μεταρρυθμιστής της χώρας, διατηρεί τα ποσοστά του και πλέον έχει και βάση του συντάγματος υπερεξουσίες. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ερντογάν επιθυμεί να «αναμετρηθεί» με τον Αταττούρκ, θεωρώντας ότι τον έχει ξεπεράσει έχοντας μάλιστα αποκαταστήσει και τη θρησκεία που ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας είχε αποκλείσει.
Επόμενος στόχος είναι το 2023 οπότε και η χώρα θα γιορτάσει τα 100 χρόνια από την «επανίδρυση» της με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η συμμετοχή και οι επικριτές του
Ο Ερντογάν απαντώντας σε όσους τον κατηγορούν για απολυταρχισμό στην επινίκια – σεμνή ομολογουμένως – ομιλία του κάλεσε τους επικριτές του, από χώρες που όπως είπε εκλέγουν κυβερνήσεις με τη συμμετοχή των ψηφοφόρων 45% να πάρουν τα μαθήματα τους και να διαβάσουν καλά τα αποτελέσματα των τουρκικών εκλογών.
Ωστόσο υπήρξαν διαφοροποιήσεις. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν τον Ερντογάν όχι όμως το ΑΚΡ, καθώς κινήθηκαν προς ακροδεξιό εθνικιστικό MHP, το οποίο με τη σειρά του έχει σχηματίσει συμμαχία με το AKP στο κοινοβούλιο, στέλνοντας το δικό τους μήνυμα. Την ίδια στιγμή ψηφοφόροι που στήριξαν το Μουχαρέμ Ιντσέ, τον υποψήφιο του CHP,στις βουλευτικές στήριξαν το αριστερό-φιλελεύθερο φιλοκουρδικό HDP.
Ο Ιντζέ δείχνει να επικρατεί στα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των ψηφοφόρων του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, ενώ εξαιρετικά ποσοστά εκτός συνόρων σημείωσε και το HDP. Ακόμα και αν κάποιοι μιλάνε για συμμαχία CHP – HDP, τα αποτελέσματα στις κουρδικές περιοχές της νοτιανατολικής Τουρκίας, δείχνουν ότι οι μνήμες για τα πεπραγμένα των κεμαλιστών είναι ζωντανές, με τα ποσοστά τους να είναι εξαιρετικά χαμηλά.
Πώς κέρδισε ο Ερντογάν;
Ο Ρ. Ερντογάν κέρδισε τη νίκη σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την τουρκική οικονομία, όπου η λίρα καταβαραθρώνεται, ο πληθωρισμός καλπάζει και το καλάθι της νοικοκυράς ακριβαίνει καθημερινά. Και όμως η εν λόγω κατάσταση δεν στάθηκε ικανή να τον ρίξει από το «θρόνο». Ο λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και τις λύσεις που πρότειναν. Άλλωστε η ισχυροποίηση του Ερντογάν τα προηγούμενα χρόνια στηρίχθηκε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την έξοδο από την οικονομική κρίση και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οικονομικά ασθενέστερων τάξεων, έστω και αν αυτό έγινε με πλασματική διόγκωση της οικονομίας, που τη μετέτρεψε στη σημερινή φούσκα και σε δάνεια που σήμερα δεν μπορούν να αποπληρωθούν.
Όπως υπαινίχθηκε και στην ομιλία του, ο Ερντογάν ήταν ο πρώτος που έλυσε ζητήματα στις νοτιανατολικές περιοχές και έδωσε τα πρώτα – έστω και ελάχιστα – προνόμια στους Κούρδους, ακόμα και αν τώρα τους χαρακτηρίζει ως νούμερο ένα εχθρούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την προσήλωση του στη θρησκεία να κερδίζει τη δεύτερη θέση στις συγκεκριμένες περιοχές μετά το HDP.
Έτσι ακόμα και αν ο Ερντογάν είναι ο υπεύθυνος για τα υπάρχονται προβλήματα, στη συνείδηση των ψηφοφόρων δεν υπάρχει εναλλακτική με αρκετούς αναλυτές να επισημαίνουν ότι ουσιαστικά «έπαιξε» χωρίς αντίπαλο.
Η απενοχοποίηση της θρησκείας, μετράται στα συν του για τους πιστούς μουσουλμάνους.
«Αντίσταση στη Δύση» και ελληνοτουρκικά
Ακόμα ο Ερντογάν εμφανίστηκε με πολεμική ρητορική στη Δύση και όσους θέλουν να επιβάλλουν πολιτικές από έξω στην Τουρκία, έστω και αν υπήρξε κάποτε το αγαπημένο παιδί της Δύσης, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, κερδίζοντας επίσης τους ψηφοφόρους, που ίσως να αρέσκονται να ακούν ότι η χώρα τους αναδεικνύεται σε σημαντική δύναμη σητν περιοχή.
Πέρα από την «αντίσταση» στη Δύση, ο Ερντογάν προεκλογικά υιοθέτηση εξαιρετικά επιθετική ρητορική και απέναντι στην Ελλάδα, με αφορμή ιδιαίτερα τους 8 τούρκους αξιωματικούς που κατηγορεί για συμμετοχή στο αποτυχημένο πραξικόπημα, αλλά και το Αιγαίο και την Κύπρο. Ακολουθώντας επί της ουσίας την ρητορική των κεμαλιστών που πρώτοι άνοιξαν το θέμα των 18 δήθεν «κατεχόμενων τουρκικών νησιών του Αιγαίου».
Το ερώτημα είναι μετά τα αποτελέσματα των τουρκικών εκλογών ποια θα είναι η επόμενη μέρα στις σχέσεις με την Ελλάδα και αν ο Ρ. Ερντογάν θα επιλέξει την πολιτική της έντασης και της ρήξης ή της αρμονικής συμβίωσης και της φιλίας όπως έκανε στο παρελθόν.
Το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες αξιωματούχοι της κυβέρνησης του δήλωναν ότι η Ελλάδα υποχρεώθηκε στο θέμα των «8» να ακολουθήσει εντολές ξένων και να αρνηθεί την έκδοση τους ενώ αρχικά είε αποφασίσει να τους παραδόσει στην τουρκική δικαιοσύνη, για πολλούς δείχνει μία διάθεση εξομάλυνσης.
Υποστηρίζεται μάλιστα ότι μετά τις εκλογές, που δεν έχει πλέον ανάγκη να πουλά φτηνό εθνικιστικό προφίλ, θα φτάσει να δώσει και χάρη στους δύο έλληνες στρατιωτικούς, με στόχο καλύτερες σχέσεις με την Ελλάδα.
Αντίστοιχα εκτιμάται ότι θα πέσουν οι τόνοι και όσον αφορά το Αιγαίο, την ΑΟΖ καθώς και με την Κύπρο.
Σε κάθε περίπτωση ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν και όλα αυτά δεν είναι παρά σενάρια της επόμενης μέρας.
Στο πλαίσιο των ίδιων σεναρίων είναι και η εκτίμηση προσπάθειας του «σουλτάνου» να εξομαλύνει τις σχέσεις του με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ωστόσο κάθε πρόβλεψη είναι πρώιμη και επικίνδυνη για λανθασμένα συμπεράσματα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στο παρελθόν ο Ερντογάν επεδίωξε τις καλές σχέσεις με την Ελλάδα αλλά δεν αντιμετώπιζε τόσες και τόσο επικίνδυνες προκλήσεις στο εσωτερικό της χώρας…