Η Ισλαμική Δημοκρατία καλείται να εκλέξει νέο πρόεδρο εν μέσω ανοιχτών μετώπων
Παρότι πολύ γρήγορα έγινε σαφές ότι επρόκειτο για ένα δυστύχημα, εντούτοις ακόμη και σε αυτό μπορούσε κανείς να διακρίνει πλευρές που αφορούν την ιδιαίτερη γεωπολιτική συγκυρία στην οποία βρίσκεται το Ιράν.
Ο πρόεδρος και ο υπουργός Εξωτερικών κάνουν μια επίσκεψη στο Αζερμπαϊτζάν για να εγκαινιάσουν ένα φράγμα στον ποταμό Αράς, το τρίτο που έχουν από κοινού χτίσει οι δύο χώρες.
Διαβάστε επίσης: Ελεύθερος ο Γιαννούλης και… όποιος προλάβει!
Παρότι οι σχέσεις του Αζερμπαϊτζάν με το Ισραήλ αλλά και το γεγονός ότι έχουν ανέβει οι τόνοι ενός αζέρικου εθνικισμού που ανησυχεί την Ιρανική πλευρά που έχει μια ισχυρή αζέρικη μειονότητα, έχουν ψυχράνει κάπως τις διμερείς σχέσεις, είναι σαφές ότι η Τεχεράνη θέλει να διατηρήσει σχετικά καλές σχέσεις.
Στην επιστροφή κινούνται με ένα κονβόι τριών ελικοπτέρων. Αν ισχύουν οι πληροφορίες ότι ήταν ένα Bell 212 τότε μιλάμε για ένα ελικόπτερο που έφτασε στο Ιράν πιθανώς πριν την επανάσταση του 1979 και όπως όλα τα δυτικής κατασκευής αεροσκάφη που διαθέτει το Ιράν εξαρτάται από τη δυνατότητα της χώρας να προμηθεύεται ανταλλακτικά σε πείσμα των κυρώσεων.
Η επιστροφή της αντιπροσωπείας πιθανώς ήταν σχετικά εσπευσμένη εάν σκεφτούμε τον όγκο των ζητημάτων που είναι ανοιχτά. Όμως, μια πτήση με κακές καιρικές συνθήκες και πάνω από ορεινό όγκο έχει πάντα κινδύνους, ιδίως όταν το ελικόπτερο είναι γερασμένο…
Προφανώς και το ίδιο το δυστύχημα δεν σήμαινε την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού καθώς το Ιράν έχει ένα αρκετά σύνθετο και με θεσμικό βάθος πολιτικό σύστημα που εξασφαλίζει τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Αυτό φάνηκε και από την ενεργοποίηση των σχετικών προβλέψεων του Συντάγματος.
Το κόστος για τους συντηρητικούς
Όμως, τη ίδια στιγμή η απώλεια του Ραϊσί είναι σημαντική για το στρατόπεδο των «συντηρητικών» στο Ιράν, δηλαδή την πτέρυγα εκείνη που είναι πιο συντηρητική στα πολιτισμικά, ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα, σχετικά πιο σκληρή στις σχέσεις με τη Δύση και πιο προσανατολισμένη προς την κοινωνική δικαιοσύνη.
Και ο λόγος είναι ότι ο Ραϊσί είχε καταφέρει να αναδειχτεί σε μια φιγούρα ηγετική που όχι μόνο θα μπορούσε να κάνει και δεύτερη θητεία, όπως έγινε με όλους τους προέδρους μέχρι τώρα, αλλά θα μπορούσε και να διαδεχτεί τον Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ στη θέση του Ανώτατου Ηγέτη. Βοήθησε σε αυτό και ο τρόπος που το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων φρόντισε στις εκλογές του 2021 να εκκαθαρίσει το προεκλογικό τοπίο κατά την αρχική επιλογή των υποψηφίων.
Τώρα, πρέπει να βρεθεί γρήγορα ένας διάδοχος που να μπορέσει να κερδίσει τις εκλογές. Και παρότι τα δυτικά μέσα έσπευσαν να υπογραμμίσουν την περίπτωση του Μοζτάμπα Χαμενεΐ, γιου του Ανώτατου Ηγέτη, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορούσε να περπατήσει μια υποψηφιότητα που θα απέπνεε οικογενειοκρατία σε μια χώρα που το 1979 επαναστάτησε ενάντια σε μια κληρονομική μοναρχία.
Το πρόβλημα της πολιτικής απάθειας
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι μόνο να υπάρξει μια υποψηφιότητα, αλλά και να αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα που είναι ένα ιδιότυπο κλίμα πολιτικής απάθειας. Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες θριάμβευσαν τα ψηφοδέλτια των διαφόρων συνασπισμών των «συντηρητικών», το ποσοστό συμμετοχής ήταν λίγο πάνω από 41% το χαμηλότερο από την επανάσταση του 1979. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Ραϊσί είχε εκλεγεί μεν με ποσοστό 72,35%, όμως το ποσοστό συμμετοχής ήταν και πάλι το χαμηλότερο σε προεδρική εκλογή με μόνο 49%.
Αυτό σημαίνει ότι ένας βασικός μηχανισμός νομιμοποίησης που ήταν ακριβώς οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές περνά κρίση. Και αυτό έχει να κάνει και με τη διαρκή κοινωνική δυσαρέσκεια που πρωτίστως έχει να κάνει με την κοινωνική συνθήκη που επιδεινώνεται και από τις κυρώσεις και σε δεύτερο βαθμό επικαθορίζεται από τα ζητήματα αυταρχικών πρακτικών ως προς τα «ήθη».
Μια εκλογή προέδρου με ξανά χαμηλά συμμετοχή θα επιτείνει το πρόβλημα, την ώρα που ο μόνος τρόπος για να ενισχυθεί η συμμετοχή, δηλαδή να μην υπάρξει μαζικός αποκλεισμός υποψηφίων από τις υπόλοιπες παρατάξεις, ιδίως τους «μεταρρυθμιστές» έρχεται σε σύγκρουση με την τάση του μπλοκ των συντηρητικών να προκρίνει τον προκαταβολικό έλεγχο του τοπίου μέσα του φιλτραρίσματος των υποψηφίων σε επίπεδο Συμβουλίου των Θεματοφυλάκων.
Δεν προβλέπεται αλλαγή εξωτερικής πολιτικής
Βεβαίως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι υπάρχει κάποιο κέντρο στο Ιράν που θα ήθελε μια ριζικά διαφορετική πολιτική, ιδίως ως προς τη διεθνή στάση της χώρας.
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ μονομερώς από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και η επιστροφή σε καθεστώς κυρώσεων, σε συνδυασμό με τη συνολικότερη πόλωσε σε γεωπολιτικό επίπεδο που επικαθόρισε και την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων με την Τεχεράνη σήμαινε ότι η βασική στρατηγική προϋπόθεση της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας, δηλαδή η άρση των κυρώσεων ως μοχλός για μεγαλύτερη οικονομική ευημερία μέσα από αυξημένες ενεργειακές πωλήσεις στη Δύση, δεν είχε πια έδαφος, κάτι που την κατέστησε και ευάλωτη στη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Αυτό σημαίνει ότι ο γεωπολιτικός προσανατολισμός που κατεξοχήν συνδέθηκε με τους «συντηρητικούς», δηλαδή μια πιο συγκρουσιακή σχέση με τη Δύση, η μεγαλύτερη επένδυση στον «Άξονα της Αντίστασης» και η μετατόπιση προς τις διαδικασίες μιας δυνητικής «ευρασιατικής ολοκλήρωσης», είναι ως έναν βαθμό και η μόνη εφικτή εξωτερική πολιτική στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν ιδίως μετά και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Αντίστοιχα, την ίδια στιγμή δεν είναι πιθανό να αλλάξει και ο τρέχων «ρεαλισμός» που επιθυμεί την αποφυγή μιας πιο κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ (κάτι που είχε φανεί ήδη από την «ψύχραιμη» απάντηση στη δολοφονία του Σολεϊμανί το 2000) αλλά και την άρνηση εμπλοκής σε πόλεμο με το Ισραήλ, κάτι που φάνηκε και στην προσεκτικά χορογραφημένη ιρανική απάντηση στην Ισραηλινή επιλογή να βομβαρδιστεί διπλωματικό κτίριο του Ιράν στη Συρία με σκοπό την εξόντωση ανώτατων στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης. Και αυτό παρότι υπήρξαν διάφορες φωνές που θα ήθελαν μια πιο ενεργή ανάμειξη του Ιράν. Ούτε λογικά πρόκειται να αλλάξει και η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, που άλλωστε είναι κάτι που ζητούν και σύμμαχοι του Ιράν όπως η Κίνα που στη συγκεκριμένη περίπτωση έπαιξε και μεσολαβητικό ρόλο.
Η βαθύτερη ανησυχία
Όμως, όλα αυτά δεν αναιρούν και ένα στοιχείο ανησυχίας. Η κοινωνική δυσαρέσκεια παραμένει ενεργή και η πολιτική απάθεια παραπέμπει και σε μια υποχώρηση της δυνατότητας του μπλοκ των συντηρητικών να υποστηρίζουν ότι εκπροσωπούν μια πλειοψηφική δυναμική, ακόμη και εάν δεν υπάρχει ένας ανάλογα ισχυρός αντίπαλος πόλος.
Το στοιχείο ενός πατριωτισμού όπως και μιας αντιδυτικής στάσης παραμένει ενεργό και εκφράζεται συχνά και στο δρόμο σε διάφορες μαζικές εκδηλώσεις, όμως είναι σαφές ότι χωρίς μια προοπτική μεγαλύτερης και καλύτερα κατανεμημένης ευημερίας απλώς και μόνο η εξωτερική πολιτική δεν θα αντιμετωπίζει το ζήτημα νομιμοποίησης. Την ίδια στιγμή η συντηρητική στροφή στα θέματα «ηθών» θα χάνει την ικανότητα να γίνεται ένα στοιχείο συνοχής και ολοένα και περισσότερο θα προκαλεί εντάσεις που θα επιτρέπουν να έρχεται στο προσκήνιο μια δυσαρέσκεια συνολικότερη.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα τοπίο σύνθετο και αντιφατικό, που μπορεί να μην έχει το στοιχείο της «αβεβαιότητας» που αντανακλαστικά υπογράμμισαν κάποια δυτικά ΜΜΕ, όμως σίγουρα δείχνει ότι η Ισλαμική Δημοκρατία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι που υπερβαίνει το ζήτημα απλώς της εξεύρεσης ηγετικών φυσιογνωμιών.