Η Ινώ Αφεντούλη, εκτελεστική διευθύντρια του ΙΔΙΣ, εξηγεί στο in γιατί δεν μπορεί να ανοίξει το κεφάλαιο θαλάσσιες ζώνες στον ελληνοτουρκικό διάλογο
Να φτάσουμε σε ένα επίπεδο που οι συναντήσεις των ηγετών Ελλάδας – Τουρκίας θα αποτελούν «ρουτίνα» και όχι είδηση θέλει η Αθήνα. Σε αυτή τη γραμμή κινούνται τόσο το Μέγαρο Μαξίμου όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών που επιμένουν στην Διακήρυξη των Αθηνών και τους ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας σημειώνοντας διαρκώς ότι ο διάλογος και η συζήτηση των δύο πλευρών για τα ζητήματα που ενοχλούν με στόχο την αποσόβηση της έντασης είναι προτιμότερος από το να αφεθούν να εξελιχθούν σε κρίσεις.
Μιλώντας στο in η Ινώ Αφεντούλη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, ενόψει της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Άγκυρα σημειώνει ότι «οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας βρίσκονται σε προφανώς καλύτερο σημείο από την περίοδο έντασης που σφραγίστηκε από τα γεγονότα του Εβρου και την έξοδο του ερευνητικού σκάφους «Ορούτς Ρέις» το 2020. Η νηνεμία αυτή επιβεβαιώνει ότι οι ηγεσίες των δύο χωρών στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους έχουν συμφωνήσει να καλλιεργήσουν αυτό το κλίμα πιστεύοντας ότι είναι αμοιβαίως επωφελές».
Δεν υπάρχει βλέποντας και κάνοντας
Υπογραμμίζει δε ότι «καθώς δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση για το περιεχόμενο των συνομιλιών τους και επειδή θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι οι δύο ηγέτες έχουν υιοθετήσει την πρακτική του «βλέποντας και κάνοντας» είναι κατά τη γνώμη μου ασφαλές το συμπέρασμα ότι συγκλίνουν στην άποψη ότι η ένταση δεν ωφελεί τις δύο χώρες και ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα διάστημα ηρεμίας πριν προχωρήσουν σε βήματα πιο ουσιαστικά. Από την άποψη αυτή είναι πολύ χρήσιμη η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία και θα έπρεπε να γίνει συνήθεια η ανταλλαγή επισκέψεων προκειμένου να καθιερωθεί μια κανονικότητα στις σχέσεις των δύο χωρών».
Για την Ινώ Αφεντούλη ωστόσο «είναι βέβαιο ότι το καλό κλίμα από μόνο του δεν φτάνει».
Οι προϋποθέσεις για την υπέρβαση των διαφορών
Όπως επισημαίνει «για να υπάρξει ουσιαστική υπέρβαση διαφορών και αναβάθμιση συνεργασίας ακόμη και σε πεδία αμοιβαίου οφέλους, όπως η οικονομία, ο τουρισμός, το περιβάλλον, η πολιτική προστασία, το μεταναστευτικό, απαιτείται αν όχι συναντίληψη τουλάχιστον αποδοχή βασικών δεδομένων όπως είναι η κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα κάθε χώρας και τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτές».
Και σημειώνει ότι «η ανάπτυξη θετικής ατζέντας, μια ευρωπαϊκή συνταγή που αποσκοπεί σε υπέρβαση εθνικών διαφορών μέσα από υπερεθνικές δράσεις κοινού συμφέροντος, δεν μπορεί να πετύχει αν αμφισβητούνται τα θεμελιώδη στοιχεία της εθνικής μας οντότητας».
Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για συζήτηση των θαλασσίων ζωνών
Στο ερώτημα αν Ελλάδα και Τουρκία είναι έτοιμες να συζητήσουν και τη διαφορά των θαλασσίων ζωνών και να κάνουν βήματα προς λύσεις η εκτελεστική διευθύντρια του ΙΔΙΣ απαντά σαφώς αρνητικά. Όπως λέει «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο».
Και σημειώνει πως «οι δύο πλευρές συμφώνησαν να διαφωνούν ως προς την ουσία της διαφοράς υιοθετώντας ένα μοντέλο που για να αποδώσει πρέπει να προσφέρει κίνητρα και στις δυο. Ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Η προοπτική μιας καλύτερης σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση για την Τουρκία; Δεν είναι ρεαλιστική στην παρούσα φάση. Η προοπτική αξιοποίησης ενεργειακών αποθεμάτων; Ούτε αυτή φαίνεται ρεαλιστική σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς. Επομένως, το καρότο δεν υπάρχει. Αρα μένει το μαστίγιο; Αυτό είναι ένα κακό σενάριο και για τις δύο πλευρές που πρέπει να αποφευχθεί. Και ο διάλογος προσφέρει αυτή την ευκαιρία».
Υπάρχουν πεδία συνεργασίας που μπορούν να αποδώσουν
Σύμφωνα με την Αφεντούλη «υπάρχουν πεδία συνεργασίας που μπορεί να δημιουργήσουν την κουλτούρα της ειρηνικής συνύπαρξης. Δεν είμαστε εκεί ακόμη και υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: η Ελλάδα είναι χώρα του status quo ενώ η Τουρκία αναθεωρητική. Αν οι συνθήκες την ευνοήσουν, μπορεί να επιδιώξει ανατροπή των δεδομένων. Καλλιεργεί την ιδέα του «αιώνα της Τουρκίας» και δεν το κάνει μόνο για ενίσχυση της εικόνας της. Η πλειοψηφία που την κυβερνά το πιστεύει βαθιά».