Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει εάν θα υπάρξει ανταπάντηση στην επίθεση του Ιράν και πέρασμα σε περιφερειακή σύγκρουση στη Μέση Ανατολή
Η επόμενη μέρα των ιρανικών επιθέσεων στο Ισραήλ, φέρνει και το κρίσιμο ερώτημα εάν αυτές ήταν απλώς ο προάγγελος μιας ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης.
Το Ιράν εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους, κατά δήλωσή του προς στρατιωτικούς στόχους στο έδαφος του Ισραήλ, σε συντονισμό και με πυραυλικές επιθέσεις από συμμαχικά κινήματά του στην περιοχή όπως η Χεζμπολάχ.
Η επίθεση αυτή ήρθε ως ανταπόδοση της επίθεσης ισραηλινών μαχητικών αεροσκαφών σε διπλωματικό κτίριο του Ισραήλ στη Δαμασκό που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο υψηλόβαθμων στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης, δηλαδή της επίλεκτης στρατιωτικής δύναμης του Ιράν.
Η επίθεση αυτή είναι πιθανό να είχε ως ένα βαθμό προαναγγελθεί κυρίως προς τις ΗΠΑ, εάν κρίνουμε από το μπαράζ δημοσιευμάτων τις προηγούμενες μέρες, και άρα ως ένα βαθμό μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη.
Από τη μεριά του Ιράν παρουσιάστηκε ως ανταπόδοση για το χτύπημα στη Δαμασκό και όχι ως κήρυξη συνολικότερου πολέμου, με τους Ιρανούς αξιωματούχους να επιμένουν σε όλους τους τόνους ότι εάν δεν υπάρξει ισραηλινή ανταπάντηση το θέμα θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν.
Στο βαθμό που όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω των χαρακτηριστικών και τεχνικών δυνατοτήτων της ισραηλινής αεράμυνας που είχε εδώ και τη βοήθεια των ΗΠΑ, το μεγαλύτερο μέρος των drone και των πυραύλων αναχαιτίστηκαν, κάτι που οι σχεδιαστές της επίθεσης γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα συμβεί, είναι σαφές ότι ο συμβολισμός της επίθεσης ήταν περισσότερο να υπενθυμίσει στο Ισραήλ ότι παραμένει ευάλωτο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να δεχτεί χτυπήματα, παρά να ξεκινήσει μια γενικευμένη σύγκρουση.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την ικανοποίηση των Ιρανών αξιωματούχων για την επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι πολύ μικρός αριθμός πυραύλων κατάφεραν να φτάσουν στο έδαφος του Ισραήλ.
Η επόμενη μέρα περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό από αβεβαιότητες. Καταρχάς υπάρχει το ερώτημα της ισραηλινής απάντησης και ποια κλίμακα θα έχει, με δεδομένο ότι η ρητορική από τη μεριά του Ισραήλ ως προς αυτό παραμένει ασαφής και μένει να δούμε τι αποφασίσει το πολεμικό συμβούλιο που συνεδριάζει αργότερα.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν φωνές μέσα στο Ισραήλ που θα ήθελαν η απάντηση να είναι ένα μεγάλο χτύπημα, όπως για παράδειγμα θα ήταν μια προσπάθεια να καταστρέψουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, κάτι που όμως θα ήθελε αμερικανική συναίνεση και υποστήριξη και που βέβαια θα ισοδυναμούσε με μείζονα κλιμάκωση μια που τυχόν τέτοιο χτύπημα θα υποχρέωνε και το Ιράν σε αντίστοιχη κλιμάκωση.
Θυμίζουμε ότι το Ιράν δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα, σε αντίθεση με το Ισραήλ, όμως η κατάρρευση της συμφωνίας για το πυρηνικό του πρόγραμμα, μετά τη μονομερή αμερικανική αποχώρηση από τη συμφωνία με πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στις οποίες συμμετείχε η κυβέρνηση Μπάινεν, σημαίνει ότι έχει αυξήσει την ποσότητα υψηλά εμπλουτισμένου ουρανίου που διαθέτει που σημαίνει ότι είναι πολύ πιο κοντά στο να έχει όντως γόμωση για πυρηνικό όπλο.
Μέχρι τώρα το Ιράν είχε επιδείξει μια ορισμένη «αυτοσυγκράτηση» και δεν είχε εμπλακεί ανοιχτά στη σύγκρουση, ούτε είχε κινηθεί ευθέως κατά του Ισραήλ. Αυτό είχε να κάνει και με μια εκτίμηση της Τεχεράνης ότι ούτως ή άλλως η συγκυρία την ωφελούσε, καθώς οδηγούσε σε μεσοπρόθεσμη φθορά και του Ισραήλ και των δυτικών συμμάχων του. Όμως, από ένα σημείο και μετά χτυπήματα όπως αυτό στη Δαμασκό καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη τη μη απάντηση.
Από την άλλη μεριά, η πίεση από τη μεριά των ΗΠΑ είναι κυρίως προς την αποτροπή του ενδεχομένου μιας περιφερειακής σύγκρουσης που πέραν της αποσταθεροποίησης που θα είχε, θα κινδύνευε να συμπαρασύρει τις ΗΠΑ και να τις καταστήσει τμήμα της σύγκρουσης. Αυτό, άλλωστε είναι και από τα βασικά σημεία τριβής μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ αυτή τη στιγμή.
Άλλωστε, μιλάμε για μια σύγκρουση με απρόβλεπτες επιπτώσεις, ξεκινώντας από την οικονομία εάν σκεφτούμε ότι θα απειλούσε να διαταράξει σοβαρά ή ακόμη και να ανακόψει τη ναυσιπλοΐα στα Στενά του Ορμούζ, από όπου περνά πάνω από το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.
Η ανησυχία για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στην ίδια την επιχείρηση στη Γάζα. Τόσο στο εσωτερικό του Ισραήλ γύρω από το θέμα των ομήρων, όσο και διεθνώς με δεδομένη την παγκόσμια κατακραυγή για του θανάτους αμάχων, κατακραυγή που ιδίως στις ΗΠΑ είναι και παράμετρος που επηρεάζει το κλίμα ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, αυξάνει η πίεση για μια εκεχειρία.
Σε αυτό προστίθεται και η ανησυχία ότι η παράταση των επιχειρήσεων στη Γάζα υπονομεύει τα σχέδια «εξομάλυνσης» στη Μέση Ανατολή αλλά και δίνει περιθώρια στη Ρωσία και την Κίνα να εμφανίζονται ως δυνάμεις που επιδιώκουν τη συνεννόηση και την ειρήνη. Όλα αυτά εξηγούν την πίεση για εκεχειρία στη Γάζα
Όμως, στο εσωτερικό του Ισραήλ αυτό αντιμετωπίζεται και ως κίνδυνος να μην ολοκληρωθεί με επιτυχία η στρατιωτική επιχείρηση. Αυτό γεννά το ερώτημα εάν υπάρχουν φωνές μέσα στο Ισραήλ που θα ήθελαν μια κλιμάκωση σε περιφερειακή σύγκρουση ώστε και οι ΗΠΑ και οι άλλοι δυτικοί σύμμαχοι να εμπλακούν πιο ενεργά αλλά και ο πόλεμος στη Γάζα να θεωρηθεί τμήμα μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης και άρα έτσι να συνεχιστεί.
Σε αυτό το πεδίο εσωτερικών αντιθέσεων του Ισραήλ και διεθνών πιέσεων για αποφυγή κλιμάκωσης των εχθροπραξιών θα κριθεί ποια κατεύθυνση θα πάρουν τα πράγματα, ξεκινώντας από το τι θα αποφασίσει το πολεμικό συμβούλιο στο Ισραήλ.