Το Ισραήλ δέχεται πιέσεις να συμφωνήσει για ανακωχή την ώρα που κινήσεις του παραπέμπουν σε προσπάθεια περιφερειακής σύγκρουσης
Με τις διαπραγματεύσεις για μια νέα εκεχειρία να συνεχίζονται, αυτή τη φορά πάνω σε ένα σχέδιο που πρότεινε ο Διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς, και το Ισραήλ να αποσύρει δυνάμεις από τη Χαν Γιουνίς, επισήμως για να ξεκουραστούν και να επικεντρώσει περισσότερο στη προαναγγελθείσα επιχείρηση στη Ράφα είναι σαφές ότι καταγράφονται δύο αντιφατικές δυναμικές σε σχέση τόσο με τη διεθνή κοινότητα, ιδίως τις χώρες που υποστηρίζουν το Ισραήλ, όσο και την ίδια την ισραηλινή κυβέρνηση.
Η πίεση για εκεχειρία
Από τη μια υπάρχει, μη πίεση για εκεχειρία από διάφορες πλευρές. Οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα έχουν πυροδοτήσει ένα παγκόσμιο κύμα συμπαράστασης στους Παλαιστινίους, που επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις πρώτα και κύρια στις βασικές χώρες-στηρίγματα του Ισραήλ, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ. Περιστατικά όπως η στοχοποίηση και δολοφονία εργαζομένων σε ανθρωπιστική ΜΚΟ απλώς επιτείνουν αυτό το κλίμα που ιδίως για τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ γίνεται κρίσιμο ερώτημα ενόψει και των εκλογών του Νοεμβρίου.
Την ίδια στιγμή η εξελισσόμενη πολεμική επιχείρηση στη Γάζα, με τον πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων υπονομεύει οποιονδήποτε σχεδιασμό των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, εφόσον είναι αδύνατο αυτή τη στιγμή ακόμη και για φιλοδυτικές κυβερνήσεις να συμπαραταχθούν με το συγκεκριμένο είδος υποστήριξης στο Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του Ισραήλ το ζήτημα των ομήρων παραμένει στο επίκεντρο της δημοσιότητας και δεν είναι καθόλου λίγοι εκείνοι που κατηγορούν τον Νετανιάχου ότι παρατείνει τον πόλεμο για να αποφύγει την αναμέτρηση με τη δικαιοσύνη και να παραμείνει στην εξουσία, αρνούμενος προτάσεις για εκεχειρία που θα επιτρέψουν την επιστροφή των ομήρων.
Επιπλέον ο πόλεμος έχει ήδη επιπτώσεις στην ισραηλινή οικονομία καθώς πλήττεται η βιομηχανία του τουρισμού ενός μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είναι πλέον επιστρατευμένο.
Σε όλα αυτά προστίθεται και μια διάχυτη δυσαρέσκεια για την αίσθηση ότι στην πραγματικότητα η ισραηλινή πολεμική επιχείρηση δεν έχει πετύχει τους στόχους της, ότι δεν έχει καταφέρει να καταστρέψει την υποδομή της Χαμάς και να «διαλύσει» την οργάνωση και ότι είναι πιθανό παρά τους τόσο εντατικούς βομβαρδισμούς να μην μπορεί να το κάνει.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί υπάρχει όλη αυτή η κινητικότητα γύρω από την εκεχειρία, γιατί οι ΗΠΑ έχουν ρίξει τόσο μεγάλο βάρος αλλά και γιατί τη μία μέρα ο Νετανιάχου λέει ότι υπάρχει ημερομηνία για την επιχείρηση στη Ράφα και την επομένη ο υπουργός άμυνας ότι αυτή δεν έχει προσδιοριστεί.
Τα σχέδια για περιφερειακή σύγκρουση
Όμως, είναι σαφές ότι την ίδια στιγμή ισχυρές φωνές μέσα στο Ισραήλ πιέζουν για συνέχιση και κλιμάκωση της επιχείρησης στη Γάζα.
Μόνο που αυτό προσκρούει σε όλα τα προβλήματα που έχουν υπάρξει με την επιχείρηση μέχρι τώρα.
Και αυτό εξηγεί γιατί το Ισραήλ φαίνεται παράλληλα να κάνει κινήσεις που παραπέμπουν σε ενδεχόμενη μετατροπή της επιχείρησης σε ένα είδος περιφερειακής σύγκρουσης, εντός της οποίας πιο εύκολα θα μπορέσει να υπάρξει και κλιμάκωση της επιχείρησης στη Γάζα.
Η σημασία του βομβαρδισμού στη Δαμασκό
Παρότι τείνουμε να θεωρούμε σχεδόν αυτονόητο το γεγονός ότι το Ισραήλ κατά καιρούς κάνει βομβαρδισμούς στο έδαφος της Συρίας, συνήθως κατά στόχων που συνδέονται με τους Φρουρούς της Επανάστασης και τη Χεζμπολάχ, η επίθεση ισραηλινών μαχητικών αεροσκαφών κατά κτιρίου που βρίσκεται δίπλα στην πρεσβεία του Ιράν στη Δαμασκό και το οποίο χρησιμοποιείται από τη διπλωματική αποστολή της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αποτέλεσε μια ενέργεια σαφούς κλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Και το γεγονός ότι θύμα της επίθεσης ήταν ο Ιρανός στρατηγός των Φρουρών της Επανάστασης Ρεζά Ζαχεντί, που έχει την ευθύνη της Συρίας και του Λιβάνου για λογαριασμό της επίλεκτης ιρανικής στρατιωτικής δύναμης, όπως κι ο υποδιοικητής του Χατζ Ραχιμί, δείχνει ότι κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν μία επίθεση που ήταν το υψηλά στοχευμένο πλήγμα που δέχτηκαν οι Φρουροί της Επανάστασης από την δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί, επικεφαλής της Δύναμης Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης, τον Ιανουάριο του 2020 στη Βαγδάτη ύστερα από χτύπημα από αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος.
Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολύ μεγάλη πρόκληση απέναντι στην Τεχεράνη, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι παραδοσιακά οι διπλωματικές εγκαταστάσεις θεωρούν ότι δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν στόχο στρατιωτικής επίθεσης, ιδίως όταν πρόκειται για διπλωματικές εγκαταστάσεις σε τρίτη χώρα.
Η συγκεκριμένη κίνηση δεν μπορεί να ερμηνευθεί απλώς και μόνο ως ένα ακόμη προληπτικό χτύπημα από τη μεριά του Ισραήλ απέναντι στην κατεξοχήν δύναμη που το αμφισβητεί στη Μέση Ανατολή. Ή μόνο ως συνέχεια του κύκλου δολοφονιών στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης και της Χεζμπολάχ στην οποία επιδίδεται τα τελευταία χρόνια.
Αντιθέτως, μοιάζει να είναι εκείνο το είδος επίθεσης που σκοπό έχει να προκαλέσει το Ιράν να απαντήσει και άρα να κλιμακωθεί η σύγκρουση και να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης.
Δεν είναι τυχαία η αμερικανική ανησυχία ή το γεγονός ότι έσπευσαν να πουν ότι δεν είχαν ενημέρωση προηγουμένως για την επιχείρηση. Οι ΗΠΑ διαθέτουν έναν σημαντικό αριθμό βάσεων στην περιοχή και δεν θα ήθελαν να τις δουν να γίνονται στόχος φιλοϊρανικών δυνάμεων και οργανώσεων, ιδίως όταν έχει προηγηθεί ένα άτυπο μορατόριουμ με την Τεχεράνη ως προς τέτοιες επιχειρήσεις. Άλλωστε, υπάρχουν πληροφορίες ότι οι ΗΠΑ έχουν απευθυνθεί στο Ιράν και έχουν ζητήσει «αυτοσυγκράτηση» σε σχέση με τυχόν αντίποινα απέναντι στο Ισραήλ, προσφέροντας αντίστοιχα την προοπτική μιας εκεχειρίας στη Γάζα.
Είναι αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία που σπρώχνει το Ισραήλ στο να επιδιώκει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα άνοιγμα της σύγκρουσης με όρους που να μπορεί να συμπεριλάβει και άλλες δυνάμεις και άρα να καταστήσει και τη δική του στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα τμήμα μιας συνολικότερης πολεμικής προσπάθειας στη Γάζα. Όμως, για να γίνει αυτό θα πρέπει με έναν άμεσο τρόπο να εμπλακεί στη σύγκρουση το Ιράν.
Η στάση του Ιράν
Μέχρι τώρα τόσο το Ιράν όσο και οι μεγάλες φιλοϊρανικές οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ έχουν αποφύγει να εμπλακούν πέραν μιας ορισμένης κλίμακας, σε βαθμό που έχουν υπάρξει έως και σημάδια δυσαρέσκειας ότι δεν επιτελούν όσο πρέπει ένα καθήκον αλληλεγγύης. Έτσι η δράση της Χεζμπολάχ περιορίζεται στην κλίμακα εκείνη που απλώς υποχρεώνει τις ισραηλινές δυνάμεις να παραμένουν στην περιοχή, οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ πλέον επιδεικνύουν σχετική αυτοσυγκράτηση, η ίδια η Τεχεράνη κάνει κυρίως διπλωματικές καταδίκες και μόνο οι Χούθι στην Υεμένη, με βάση την ιδιαίτερη δυναμική τους έχουν επιλέξει να εμπλακούν περισσότερο σε μια κίνηση που επίσης έχει και τη σημασία ότι τους κατοχυρώνει σαν δύναμη στην περιοχή.
Αντιθέτως, ο κεντρικός ιρανικός σχεδιασμός παραμένει μάλλον η επένδυση στο μεσοπρόθεσμο κόστος και για το Ισραήλ και για τη Δύση συνολικότερα από τον πόλεμο στη Γάζα, την ώρα που η Τεχεράνη επενδύει ιδιαίτερα στις διαδικασίες της ευρασιατικής ολοκλήρωσης αλλά και της δικιάς της «εξομάλυνσης» με τις χώρες του Κόλπου, ιδίως τώρα που υπονομεύτηκε σε μεγάλο βαθμό η προσπάθεια «εξομάλυνσης» των σχέσεών τους με το Ισραήλ.
Αυτό, όμως, θα μπορούσε να αλλάξει εάν το Ιράν αισθανθεί ότι δέχεται πλήγματα πέραν μιας ορισμένης κλίμακας. Γιατί τότε η πίεση να απαντήσει και άρα να κλιμακωθεί η σύγκρουση σε απρόβλεπτες συνέπειες θα είναι ακόμη πιο έντονη.
Πράγμα που επαναφέρει το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό υπάρχουν κέντρα μέσα στο Ισραήλ που θα ήθελαν να φέρουν τα πράγματα σε μια τέτοια ακριβώς εξέλιξη.