Στο πολυσέλιδο κείμενο-απάντηση η κυβέρνηση καταφεύγει σε μισές αλήθειες και ένα βολικό αφήγημα για όλα τα μείζονα θέματα. Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής τα λεγόμενα του Μαξίμου.
Στη γνωστή τακτική της αποποίησης ευθυνών προχωρά η κυβέρνηση προκειμένου να απαντήσει στο καταδικαστικό ψήφισμα για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα που εγκρίθηκε με σημαντική πλειοψηφία από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Αυτό που αρχικά για την κυβέρνηση ήταν «ένα ακόμη πολιτικό παιχνίδι της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς» απαντήθηκε με κάθε επισημότητα όπως έκανε γνωστό ο ίδιος ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής -κατά τη διάρκεια της πρότασης δυσπιστίας– με την κατάθεση κειμένου στο Ευρωκοινοβούλιο.
Στο πολυσέλιδο κείμενο-απάντηση η κυβέρνηση καταφεύγει σε μισές αλήθειες και ένα βολικό αφήγημα για όλα τα μείζονα θέματα όπως το έγκλημα των Τεμπών, το σκάνδαλο των υποκλοπών, τις πολυάριθμες περιπτώσεις υπερβολικής χρήσης βίας, το ναυάγιο της Πύλου τον Ιούνιο του 2023, την ανησυχία για διαφθορά που διαβρώνει τις δημόσιες υπηρεσίες, την ελευθερία του Τύπου, την ασφάλεια των δημοσιογράφων, το σκάνδαλο της λίστας Πέτσα, τις διεκδικητικές αγωγές κατά ΜΜΕ, τη λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών, τις επιθέσεις κατά της Κοινωνίας των Πολιτών, κ.α.
Διαβάστε επίσης: Από το -3 να περιμένει…
Η πρώτη γενική απάντηση έρχεται από την επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη
Το Μαξίμου χωρίς ίχνος αυτοκριτικής σε λάθη και παραλείψεις υπερασπίζεται τη νομιμότητα των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ και χαρακτηρίζει μάλιστα τη φράση «παράνομες» ως «απαράδεκτη και ανυπόστατη» ενώ απορρίπτει και την κατηγορία περι εργαλειοποίησης του όρου «εθνική ασφάλεια».
Η απάντηση της κυβέρνησης στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου ξεκινάει με επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη, ο οποίος παρουσιάζει συνοπτικά τα «σημαντικά επιτεύγματα» της χώρας σε ζητήματα Κράτους Δικαίου παραθέτοντας μια σειρά από αποφάσεις βολικές για την υπεράσπισης των επιχειρημάτων που αναπτύσσει.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών
Περίοπτη θέση καταλαμβάνει το σκάνδαλο των υποκλοπών με την κυβέρνηση να απορρίπτει όσα τις καταλογίζονται θεωρώντας «νόμιμες» τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και να αποτινάσσει από πάνω της εργαλειοποίηση της εθνικής ασφάλειας.
Η κυβέρνηση «απορρίπτει ως απαράδεκτη και ανυπόστατη την επίκληση “παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την ΕΥΠ”, καθώς ουδέποτε διενεργήθηκαν παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων χωρίς την άδεια εισαγγελικής αρχής».
Πράγματι, οι παρακολουθήσεις αυτές είχαν τη σφραγίδα της τότε εισαγγελέας της ΕΥΠ, Β. Βλάχου.
Θυμίζουμε πως το σκάνδαλο ξέσπασε όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης κατέφυγε στη Δικαιοσύνη έχοντας βρεθεί στο μάτι του «μεγάλου αδελφού» όπως επίσης ο ευρωβουλευτής, Γιώργος Κύρτσος, ο Κωστής Χατζηδάκης, ανώτατοι στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω όμως θυμόμαστε πως για τη «νόμιμη» παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε πως «μπορεί να ήταν σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος».
Το κυβερνητικό στρατόπεδο νιώθει επίσης την ανάγκη να απαντήσει και για το κομμάτι των παράνομων παρακολουθήσεων διαπιστώνοντας «σύμπτωση» της παράλληλης παρακολούθησης προσώπων από ΕΥΠ και Predator.
Ανεξάρτητες Αρχές στα… λόγια – Η ενημέρωση του θιγόμενου
Η κυβέρνηση απορρίπτει και την σύσταση του Ευρωκοινοβουλίου «να ακυρωθεί η νομοθετική τροποποίηση του 2019 που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού», επικαλούμενη «παραδείγματα δυτικών χωρών» όπου συμβαίνει το ίδιο. Απορρίπτει επίσης κάθε κατηγορία περί παρεμβάσεων και επιθέσεων στην ΑΔΑΕ, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας της Ανεξάρτητης Αρχής να ελέγξει την ΕΥΠ και να επιτελέσει τον συνταγματικό της ρόλο.
Το μόνο που παραδέχεται είναι ότι κατήργησε την αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει έναν πολίτη για αρχή απορρήτου που έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν. Σημειώνει ωστόσο ότι η αρμοδιότητα αυτή ανατέθηκε σε ένα τριμελές όργανο, με «δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ» αλλά δεν λέει κουβέντα για μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Η ενημέρωση του θιγόμενου μπορεί να γίνει μόνο μετά από τουλάχιστον 3 χρόνια από το τέλος της παρακολούθησης και χωρίς να του γνωστοποιηθεί ο λόγος.
Στρατηγική φίμωσης μέσω αγωγών
Για τις αγωγές SLAPP, προσφιλή τακτική του πρώην Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης και ανιψιού του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, έναντι ΜΜΕ και δημοσιογράφων, η κυβέρνηση «νίπτει τας χείρας της» υποστηρίζοντας ότι «δεν πρόκειται για πολιτικό πρόσωπο» καθώς «έχει παραιτηθεί από τη θέση του». Χαρακτηρίζει τις υποθέσεις ως «αστική διαμάχη μεταξύ ιδιωτών» αγνοώντας επιδεικτικά την αναφορά του ψηφίσματος ότι αυτές οι αποκαλύψεις εξώθησαν σε παραίτηση τον Γρ. Δημητριάδη, ο οποίος, σύμφωνα με προηγούμενη δήλωση του πρωθυπουργού, ανέλαβε την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη».
Να σημειωθεί ότι οι αγωγές Δημητριάδη κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης έγινε θέμα στον διεθνή Τύπο. Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα της βρετανικής εφημερίδας The Guardian δημοσιεύθηκε εκτενές ρεπορτάζ τής ανταποκρίτριας Helena Smith για την υπόθεση και τις αντιδράσεις οργανώσεων που υπερασπίζονται την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα, «δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης, που αποκάλυψαν ένα σκάνδαλο υποκλοπών που συγκλόνισε την κεντροδεξιά κυβέρνηση της Ελλάδας, εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, σε μια μέρα που πολλοί χαρακτήρισαν κρίσιμη για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα».
Τα Τέμπη και η διαβόητη σύμβαση 717
Εκτενή αναφορά γίνεται στα Τέμπη και τη διαβόητη σύμβαση 717. Η κυβέρνηση επικαλείται την Εξεταστική Επιτροπή που διερεύνησε την υπόθεση αλλά φυσικά δε λέει πουθενά πως με πρωτοβουλία της πλειοψηφίας οι εργασίες έκλεισαν άρον άρον χωρίς να εξεταστούν σημαντικοί μάρτυρες. Για τη σύμβαση 717 και πάλι η αναφορά που γίνεται αφορά την Εξεταστική που «έχει επιληφθεί της υπόθεσης» μιλά για τις διώξεις που ασκήθηκαν και κάνει αναφορά και στην κοινοβουλευτική διαδικασία που διαθέτει την πλειοψηφία.
Βεβαίως το ψήφισμα, στα συμπεράσματα – συστάσεις προς την Ελλάδα, ασκεί κριτική στη μεροληψία της Εξεταστικής, ενώ καταγγέλλει την απροθυμία να καλέσει βασικούς μάρτυρες. Σε αυτό το σημείο, η κυβέρνηση «πετάει χαρταετό» απαντά μόνο στο κομμάτι της ταχύτητας της δικαστικής έρευνας, χωρίς καμία αναφορά στις καταγγελίες για πολιτική προστασία και μεροληψία. «Η υπόθεση έχει διερευνηθεί από αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής», επαναλαμβάνει κάπως μονότονα η κυβέρνηση χωρίς να αποκρούει την κατηγορία για αποκλεισμό βασικών μαρτύρων.
Η Επιτροπή LIBE και η ελευθερία των ΜΜΕ
Μεταξύ πολλών και σημαντικών, αξία έχει να αναφερθούμε στην αναφορά του Ευρωκοινοβουλίου ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να συναντηθεί με αντιπροσωπεία της Επιτροπής LIBE, για τις Πολιτικές Ελευθερίες, τον Μάρτιο του 2023.
Έχοντας ξεδιπλώσει τον πυρήνα των επιχειρημάτων της περί «εμμονικής και πολιτικά υποκινούμενης ομάδας ευρωβουλευτών» η οποία «συκοφαντεί επανειλημμένα την Ελλάδα»
στην απάντησή της μιλά για «αιτιάσεις με πολιτικά κίνητρα», επαναφέρει το επιχείρημα περί «προεκλογικής περιόδου» και ότι «η χώρα ήταν σε πένθος λόγω των Τεμπών» που καταρρίπτονται όμως καθώς η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε μετά το τριήμερο εθνικό πένθος και οι εκλογές δεν είχαν ακόμα ανακοινωθεί.
Δεν αναγνωρίζει θέση 107, είναι «αναξιόπιστη κατάταξη»
Στα θέματα Ελευθερίας των ΜΜΕ και κρατικών χρηματοδοτήσεων, η απάντηση της κυβέρνησης δεν κάνει κανέναν σοφότερο αναμασώντας επιχειρήματα που έχει κατατεθεί επανειλημμένα στον ελληνικό δημόσιο διάλογο.
Για την ντροπιαστική θέση 107, στην ετήσια λίστα των «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα», απαντάει ότι «πρόκειται για μία αναξιόπιστη κατάταξη (…)» και όπως υποστηρίζει, «βασίζεται σε πολιτικά υποκινούμενες αναφορές, αρκετές από τις οποίες έγιναν στην ιδιαίτερα πολωμένη εκλογική χρονιά του 2023».
Ανάμεσα σε πολλά απαντά και στην περίφημη «Λίστα Πέτσα» όπου και πάλι ήταν «όλα καλά» καθώς «υπήρξε απόλυτη διαφάνεια».
Εντός των συνόρων
Στο εσωτερικό της χώρας η πρώτη γραμμή άμυνας της κυβέρνησης ήταν «πετάμε την μπάλα στην εξέδρα». Διαψεύσεις, υποβάθμιση των γεγονότων, ύβρεις και προσπάθεια αποδόμησης όσων ασκούσαν κριτική. Όσο οι αποκαλύψεις διαδέχονταν η μια την άλλη και άρχιζαν να αχνοφαίνονται ευθύνες που πλησίαζαν απειλητικά τον στενό κύκλο του πρωθυπουργού, τα επιχειρήματα άλλαζαν, εντοπίζονταν ένοχοι, με στόχο όμως να λειτουργήσουν και ως αποδιοπομπαίοι τράγοι και καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για αλλαγή ατζέντας, ενώ «η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της».