Η κινητοποίηση των αγροτών και η υποδοχή της από την κοινωνία έδειξε ότι αγγίζει βαθιά ριζωμένα αιτήματα και προσδοκίες
Το συλλαλητήριο των αγροτών στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου θα μείνει στην ιστορία. Δεν ήταν μόνο η μαζικότητα, ο παλμός, η αίσθηση ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα εκφράζουν μια αυθεντική αλληλεγγύη. Ούτε ότι στην Ελλάδα σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη δεν είχαμε την ίδια αίσθηση ότι «καπελώνει» η ακροδεξιά.
Κυρίως ήταν η αίσθηση ότι αυτή η κινητοποίηση συναντιέται με γερά ριζωμένες αντιλήψεις και προσδοκίες μέσα στην κοινωνία και απηχεί μια παράδοση αγώνων των αγροτών που τείνουμε κάποιες φορές να τους ξεχνάμε.
Διαβάστε επίσης: Ο αιφνιδιασμός και οι εκπλήξεις Μεντιλίμπαρ στη Βουδαπεστη
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κανείς δεν βγήκε αυτή τη φορά να μιλήσει για τους αγρότες που θέλουν επιδοτήσεις «που μετά θα τις φάνε στα σκυλάδικα», όπως κατ’ επανάληψη είχε ακουστεί σε αγροτικές κινητοποιήσεις προηγούμενων δεκαετιών.
Αυτό που κυριαρχούσε στο συλλαλητήριο, όπως και στις κινητοποιήσεις ήταν η επίγνωση ενός συνολικότερου διακυβεύματος: αυτού που αφορά την ίδια την επιβίωση της αγροτικής Ελλάδας.
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες η βαρύτητα της αγροτικής παραγωγής παραμένει σημαντική, όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ ή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αλλά κυρίως ως ο συνεκτικός ιστός της επαρχιακής Ελλάδας.
Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες εποχές υπάρχει μια μεγαλύτερη επίγνωση του ρόλου που παίζει η αγροτική παραγωγή της χώρας σε αυτό που λέμε «διατροφική αυτάρκεια». Δηλαδή, η διάχυτη αίσθηση ότι εάν δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα η αγροτιά, αυτό είναι μείζον πρόβλημα για όλη την κοινωνία και αυτό εξηγεί και την απήχηση αυτού του αγώνα.
Η όχι και τόσο ανομολόγητη κυβερνητική αδιαλλαξία
Όλα αυτά με τη σειρά τους δείχνουν και τον πυρήνα του προβλήματος ως προς την κυβερνητική διαχείριση. Παρότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει χαμηλούς τόνους απέναντι στην κινητοποίηση των αγροτών, πράγμα που εξηγείται και από το γεγονός ότι εξακολουθεί να έχει ισχυρή εκλογική παρουσία σε αυτή την κοινωνική κατηγορία, αυτό δεν μπορεί να συγκαλύψει την ευθύνη που έχει για το πρόβλημα.
Γιατί είναι πια προφανές ότι η κυβέρνηση στη διάρκεια όλων των διεργασιών και των αποφάσεων για τη μετάβαση στην τρέχουσα εκδοχή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στο φόντο της Πράσινης Μετάβασης, δεν έδωσε τη βαρύτητα που χρειαζόταν και δεν προέβλεψε το μέγεθος και το είδος των προβλημάτων που θα ανέκυπταν και την ενδεχόμενη πολύ μεγάλη επιβάρυνση των αγροτών. Ούτε η κυβέρνηση προετοιμάστηκε έγκαιρα για το είδος και το μέγεθος των προβλημάτων που θα φέρνει η νέα κλίμακα «φυσικών καταστροφών» που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, παρότι τα σημάδια ήταν παραπάνω από εμφανή.
Απέναντι σε όλα αυτά, παρά τους «χαμηλούς τόνους», η κυβέρνηση έχει κρατήσει στην πράξη μια αδιάλλακτη στάση.
Δεν έχει μετακινηθεί από όσα ανακοίνωσε πρακτικά ήδη από την έναρξη των κινητοποιήσεων και έκτοτε απλώς επαναλαμβάνει το «φτάσαμε στα όρια της δημοσιονομικής αντοχής», την ώρα που εξακολουθεί, πέραν γενικόλογων αναφορών, να μην έχει παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο για μια ενδεχόμενη αναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ αλλά και για έναν νέο εθνικό αγροτικό σχεδιασμό που να μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη επιβίωσης του αγροτικού κόσμου.
Το διαρρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο με την αγροτιά
Γύρω από την αγροτική πολιτική, τόσο στη χώρα μας όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είχε διαμορφωθεί ένα ορισμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό χρησιμοποιούσε διάφορα επίπεδα επιδοτήσεων με σκοπό να εξασφαλίζει την επιβίωση της αγροτιάς και σχετικά φτηνά αγροτικά προϊόντα, μια που αυτά είναι κατεξοχήν αγαθά που ορίζουν το κόστος ζωής και εργασίας. Στη διαδρομή υπήρξε πλήθος αναδιαρθρώσεων και μια ολοένα και μεγαλύτερη πίεση προς αποδοτικότητα, αλλά κορμός της αγροτικής παραγωγής παρέμειναν οι μικροί και μεσαίοι αγρότες.
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο σήμερα οδηγείται προς διάλυση. Όχι μόνο τα κόστη που μετακυλύονται στις πλάτες των αγροτών είναι μεγάλα, αλλά βλέπουν ταυτόχρονα την ίδια την αγροτική παραγωγή να θεωρείται ότι μπορεί να υποκατασταθεί από άλλες επενδύσεις (π.χ. τις ΑΠΕ).
Όλα αυτά γεννούν την αίσθηση ότι ο κίνδυνος είναι ο ριζικός περιορισμός της αγροτικής παραγωγής.
Αυτό εξηγεί το βάθος της σύγκρουσης και το μέγεθος της οργής, όπως και ότι θα είναι ένα μέτωπο που δεν πρόκειται να κλείσει εύκολα, αλλά θα δίνει συγκρούσεις για όλο το επόμενο διάστημα, με όποιον τρόπο και εάν ολοκληρωθεί ο τρέχων κύκλος κινητοποιήσεων.
Οι νέες συμμαχίες
Η σύμπτωση ανάμεσα στις φοιτητικές και τις αγροτικές κινητοποιήσεις δεν είναι μόνο χρονική. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια ηχηρή απόρριψη της κυρίαρχης αντίληψης για τις μεταρρυθμίσεις, είτε μιλάμε για την υποτίθεται αυτονόητη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, είτε για την αναθεώρηση της ΚΑΠ και την Πράσινη Μετάβαση και την απόδειξη ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός, στον στρατηγικό του πυρήνα μάλιστα, είναι πολύ λιγότερο ηγεμονικός από όσο θέλει να (δείχνει ότι) πιστεύει η κυβέρνηση.
Από την άλλη, ο τρόπος που οι αγρότες υπογραμμίζουν σε όλους τους τόνους ότι οι λόγοι για τη δική τους οικονομική δυσπραγία είναι οι ίδιοι που εκτινάσσουν στα ύψη τον πληθωρισμό των τροφίμων και πυροδοτούν την τρέχουσα κρίση κόστους ζωής, υπογραμμίζει τη δυνατότητα μιας νέας συμμαχίας τους με στρώματα εργαζομένων, που σε προηγούμενα χρόνια δεν ήταν δεδομένη, την ώρα που μια σειρά από ζητήματα, από τη διατροφική ασφάλεια έως τον επιμερισμό του κόστους της Πράσινης Μετάβασης επίσης διαμορφώνει νέα πεδία συμμαχιών με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.