Αμφίσημα μηνύματα από τα «κεντρικά» της κυβέρνησης – «Αφήστε να δούμε…» λένε πλέον για τους υφυπουργούς
Δύσκολη εξακολουθεί να είναι για το Μαξίμου η διαχείριση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί στην κυβέρνηση το μικρότερο δυνατό πολιτικό πρόβλημα.
Παρά την επιχειρούμενη ηπιότητα στη δημόσια σφαίρα, παραμένουν τριγμοί στο γαλάζιο οικοδόμημα, κάτι που αποτυπώνεται άλλωστε σποραδικά και με ανοιχτές τοποθετήσεις μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ.
Διαβάστε επίσης: Διαχείριση για Όσκαρ από τον Ίλιτς
Τελευταία, ο πρώην υπουργός Γιάννης Οικονόμου, η πρώην υφυπουργός Φωτεινή Αραμπατζή κ.ά. Και παρά τη… διάσωση, όπως όλα δείχνουν, της σημερινής κυβερνητικής σύνθεσης σε ό,τι αφορά τους υπουργούς, η συζήτηση δεν κλείνει, αλλά μεταφέρεται στους υφυπουργούς.
Η απόφαση του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη να κινηθεί με την «αξιοπρεπή στάση» – κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη – της αποχής, ως έκφραση μιας διαφωνίας χωρίς να προκαλέσει πολιτικό πλήγμα στην κυβερνητική πλειοψηφία, μπορεί να έχει… παρενέργειες. Ο υπουργός που επανειλημμένα έχει τοποθετηθεί δημόσια για τον συγκεκριμένο νόμο, χωρίς ποτέ να αφήνει περιθώριο υπερψήφισης, επιβεβαίωσε ότι δεν θα καταψηφίσει αλλά θα απέχει ακριβώς επειδή θέλει να μεγεθύνει το πρόβλημα για την κυβέρνηση.
Από την πλευρά του Μαξίμου, δεν ήθελε να φανεί οποιαδήποτε ρήξη μέσα στο Υπουργικό
Και η ανοχή του Μαξίμου, που δεν μπορεί να ενθουσιάζεται με την επικείμενη απώλεια του υπουργικού «ναι» στη ψηφοφορία αλλά τουλάχιστον γλιτώνει μια δύσκολη απόφαση «εξόδου» ενός στελέχους από το σχήμα, επιβεβαιώθηκε στη φράση πρωθυπουργικών συνεργατών ότι «δεν υπάρχει θέμα για την παραμονή του στο Υπουργικό». Το θέμα Βορίδη θεωρείται λήξαν από τα «κεντρικά», επιβεβαιώνοντας όσα έχει γράψει το in για την αναζήτηση φόρμουλας συνεννόησης μεταξύ Μητσοτάκη και Βορίδη.
Στελέχη λένε ότι ο υπουργός εξέφρασε συνειδησιακούς και ιδεολογικούς λόγους και αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει για το θέμα προτού αναλάβει υπουργός και επιπλέον ότι ο ίδιος δεν κινήθηκε «εμπρηστικά» το τελευταίο διάστημα.
Νέα ερωτήματα
Είναι σαφές ότι το Μαξίμου δεν ήθελε να φανεί οποιαδήποτε ρήξη μέσα στο Υπουργικό. Επέλεξε να προσπεράσει το γρηγορότερο και ανώδυνα τον «σκόπελο», με την ασφάλεια ότι έξω από την επιλογή της υπερψήφισης δεν κινείται πλέον άλλος υπουργός, που θα χρειαζόταν διαχείριση. Σημειωτέον πάντως ότι γαλάζιοι (ακόμα και υπουργοί, όπως ο Δημήτρης Καιρίδης) έχουν διατυπώσει τη θέση ότι υπουργός που διαφωνεί με κυβερνητική πρωτοβουλία, φεύγει από τη θέση του.
Σε κάθε περίπτωση παραμένει το ερώτημα τι θα γίνει με τους υφυπουργούς. Δηλαδή εάν με φόντο πια την περίπτωση του υπουργού Επικρατείας και τη διαχείρισή της ανοίγει πιο εύκολα το περιθώριο της αποχής για όσους δεν έχουν αποκρυσταλλώσει τη στάση τους. Για πρόσωπα που μπορεί να κινούνται ακόμα είτε μεταξύ αποχής και υπερψήφισης είτε μεταξύ αποχής και καταψήφισης.
Κυβερνητικές πηγές προσπαθούν να αποφύγουν τα (νέα) ερωτήματα, ακόμα και αποσυνδέοντας τους υφυπουργούς από τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Κοινώς, τα μηνύματα από τα κεντρικά εξακολουθούν να είναι αμφίσημα. Όσο ήταν και η αρχική τοποθέτηση του Μητσοτάκη στην ΕΡΤ, όταν ανοίγοντας τα χαρτιά του για τον νόμο πριν από 15 μέρες, έλεγε ότι δεν θα υπάρξει κομματική πειθαρχία και ότι οι υπουργοί προσέρχονται και εκείνοι στην ψηφοφορία «με τη βουλευτική τους ιδιότητα». Όμως έλεγε επίσης ότι «όταν κάποιος είναι υπουργός υπάρχει μεγαλύτερη δέσμευση σε μία συλλογική απόφαση», αφήνοντας σε ακόμα πιο… θολή ζώνη τους υφυπουργούς.
«Θα δούμε…»
«Αφήστε να δούμε…», έλεγαν χθες κυβερνητικές πηγές για τους υφυπουργούς. Εννοούσαν ότι όλα θα αξιολογηθούν από το τι θα πράξει ο καθένας τελικά στη Βουλή. Προσώρας υπάρχει ως η πιο δύσκολη περίπτωση υφυπουργού, αυτή της Μαρίας Κεφάλα υπό την έννοια ότι βρίσκεται στο υπουργείο Οικογένειας που καταθέτει μαζί με άλλα το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Ερωτηματικό υπάρχει μεταξύ άλλων για τον υφυπουργό Άμυνας Γιάννη Κεφαλογιάννη.
Όλα παραπέμπονται πλέον για τη στιγμή της ψηφοφορίας στη Βουλή, η οποία αναμένεται πέριξ της 12ης Φεβρουαρίου, με το νομοσχέδιο να παραμένει στη δημόσια διαβούλευση έως την ερχόμενη Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου.