Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι αποφάσισαν να διευρύνουν το μέτωπο της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και αυτό μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες
Η απόφαση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, με την υποστήριξη της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ολλανδίας και του Μπαχρέιν να προχωρήσουν σε στρατιωτικές επιθέσεις κατά του τμήματος της Υεμένης που ελέγχεται από τους αντάρτες του κινήματος Ανσαρουλάχ που συνήθως του αποκαλούμε «αντάρτες Χούθι» είναι μια επιλογή που μπορεί να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις ως προς τη διεύρυνση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή.
Και αυτό γιατί ενέχει τον κίνδυνο να κάνει τον πόλεμο στη Γάζα να μετατραπεί σε μια συνολικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή και να οδηγήσει σε μια σύγκρουση που θα συμπαρασύρει και άλλες δυνάμεις πρώτα και κύρια το Ιράν.
Μια μεγάλης κλίμακας επίθεση – προάγγελος συνολικότερου πολέμου;
Όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία επέλεξαν να χτυπήσουν έναν μεγάλο αριθμό στόχων στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Σάνα.
Παρότι στο παρελθόν οι ΗΠΑ έχουν στοχευμένα χτυπήματα κατά κυρίως θέσεων της Αλ Κάιντα, είναι η πρώτη τέτοιας κλίμακας επίθεση ενάντια σε ένα κίνημα που σε σημαντικό τμήμα της Υεμένης ασκεί κανονική κρατική εξουσία.
Παρότι το χτύπημα ήταν μεγάλο δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ικανό να καταστρέψει πλήρως την υποδομή των Χούθι ή την ικανότητά τους να καταφέρουν πλήγματα.
Από εδώ προκύπτει το ερώτημα εάν είναι ένα μεμονωμένο ισχυρό χτύπημα με στόχο να αποφορτίσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ερυθρά Θάλασσα από την επιλογή των Χούθι να στοχοποιήσουν τα εμπορικά πλοία ισραηλινών συμφερόντων και ουσιαστικά να μπλοκάρουν το θαλάσσιο εμπόριο μέσω Ερυθράς Θάλασσας του Ισραήλ, ή ένα είναι η εκκίνηση μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης.
Οι ΗΠΑ προσπάθησαν σε όλες τις ανακοινώσεις τους να υποστηρίξουν ότι η επίθεση αυτή αφορά τα ζητήματα που έχουν προκύψει με τη ναυσιπλοΐα και δεν αποτελούν ενός είδους εμπλοκή στη σύγκρουση στη Γάζα. Όμως, την ίδια στιγμή η ισραηλινή πλευρά έχει δείξει ότι θα ήθελε τέτοιου είδους εμπλοκή των ΗΠΑ και των δυτικών δυνάμεων στη σύγκρουση, όχι μόνο εξαιτίας των επιπτώσεων για το ίδιο το Ισραήλ από τις ενέργειες των Χούθι, αλλά και γιατί μια ευρύτερη εμπλοκή δυνάμεων σε συγκρούσεις στην περιοχή μειώνει την πίεση για άμεσο τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα, αφού θα διαμορφώνει την εικόνα ότι συνολικά η Δύση (και όχι μόνο το Ισραήλ) συγκρούεται με «τρομοκράτες» στην περιοχή.
Πώς θα απαντήσουν οι Χούθι;
Το κίνημα των Χούθι έχει δείξει τα προηγούμενα χρόνια ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Κατάφερε να βγει νικηφόρο στη σύγκρουσή του απέναντι σε έναν ιδιαίτερα καλά εξοπλισμένο συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, έναν συνασπισμό που στην περίοδο 2015-2020 πραγματοποίησε εκατοντάδες βομβαρδισμούς στο έδαφος της Υεμένης, πέραν των χερσαίων επιχειρήσεων. Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ικανό να χρησιμοποιεί τεχνολογίες όπως τα drones εναντίον Σαουδαραβικών στόχων, αξιοποιώντας και τεχνογνωσία που προσέφερε το Ιράν. Κατάφερε τελικά να επιβάλει την εκκίνηση στρατιωτικού διαλόγου με τη Σαουδική Αραβία για να μπει τέλος στη σύγκρουση.
Στη βάση των παραπάνω, το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα απαντήσουν οι Χούθι και εάν αυτό θα οδηγήσει σε κλιμάκωση και των αμερικανικών και βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε μια πολύ πιο παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση σε μια περιοχή σε μια διαρκή ανθρωπιστική κρίση εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και της σαουδαραβικής επέμβασης.
Το ερώτημα είναι επίσης εάν η απάντηση των Χούθι θα αφορά κυρίως τη στοχοποίηση των αμερικανικών και βρετανικών σκαφών που βρίσκονται στην περιοχή, όπως ήδη έκαναν τις προηγούμενες μέρες ή εάν θα κλιμακωθούν οι επιθέσεις που θα διαταράσσουν ακόμη περισσότερο την εμπορική ναυσιπλοΐα σε έναν από τους πολυσύχναστους ναυτικούς εμπορικούς διαδρόμους στον πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, όσο άνισος και εάν φαίνεται ο συσχετισμός απέναντι στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα (όπως άνισος φαινόταν και απέναντι στα αεροσκάφη της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της), έχουν τη δυνατότητα να καταφέρουν σημαντικά πλήγματα.
Ο ρόλος του Ιράν
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν όλες αυτές οι κινήσεις θα προκαλέσουν μεγαλύτερη ιρανική εμπλοκή. Μέχρι τώρα η Τεχεράνη, σε πείσμα μιας ορισμένης ρητορικής, δεν έχει προσπαθήσει να εμπλακεί περισσότερο, θεωρώντας πιθανώς ότι η σύγκρουση στη Γάζα διαμορφώνει νέο συσχετισμό και πολύ μεγαλύτερη φθορά σε βάθος χρόνου για τη Δύση.
Ωστόσο, μία κλιμάκωση των επιχειρήσεων της Δύσης σε βάρος κινημάτων που είναι κατεξοχήν σύμμαχα στο Ιράν και αποτελούν τμήμα του «άξονα της αντίστασης» διαμορφώνει μια νέα συνθήκη, εάν συνδυαστεί και με επιλογή του Ισραήλ να κλιμακώσει την ένταση στο μέτωπο με τη Χεζμπολάχ.
Και το ερώτημα σε αυτό το φόντο, είναι σε ποιο σημείο το Ιράν θα θεωρήσει ότι έχει ξεπεραστεί η «κόκκινη γραμμή» σε σχέση με τις αμερικανικές (αλλά και ισραηλινές ιδίως στη Συρία) επιθέσεις, ώστε να υπάρξει μια κλιμάκωση της απάντησης.
Έχουν στρατηγική οι ΗΠΑ;
Όμως, το πραγματικό ερώτημα σε αυτή τη φάση είναι εάν έχουν στρατηγική μεσοπρόθεσμη οι ΗΠΑ. Και αυτό γιατί την ίδια στιγμή που ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν προχώρησε σε έναν μαραθώνιο διπλωματικών επαφών που εκτός όλων των άλλων επεδίωξε και μια αποκλιμάκωση των ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα υπό το βάρος του κινδύνου ευρύτερης ανάφλεξης, η αμερικανική ηγεσία πήρε μία επιλογή που εάν κλιμακωθεί οδηγεί ακριβώς στο ενδεχόμενο μιας ευρύτερης ανάφλεξης στην περιοχή και ανοίγματος νέου πολεμικού μετώπου ουσιαστικά.
Αντί για την αποκλιμάκωση και την προσπάθεια να αναιρεθεί η τωρινή δυναμική αυξανόμενης δυσπιστίας του Παγκόσμιου Νότου απέναντι στις αμερικανικές και δυτικές πολιτικές που έχει προκαλέσει αυτό που εκλαμβάνουν ως υποστήριξη του Ισραήλ, έχουμε μια επιλογή που φαντάζει ως το ακριβώς αντίθετο: μια επιλογή επέκτασης της σύγκρουσης, που πέραν όλων των άλλων ως άμεση επίπτωση θα έχει μια ακόμη μεγαλύτερη διατάραξη της ναυσιπλοΐας σε μια ευρύτερη περιοχή.
Βεβαίως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι μια σύντομη σειρά «αποφασιστικών» χτυπημάτων θα μπορούσε να αποθάρρυνε τους Χούθι, θα περιόριζε την ικανότητά τους να διαταράσσουν τη ναυσιπλοΐα και άρα θα επέτρεπε τη συνέχεια των προσπαθειών υποτίθεται αποκλιμάκωσης της έντασης στην περιοχή.
Όμως, τα πράγματα έχουν την ικανότητα να κινηθούν και στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή της κλιμάκωση της σύγκρουσης με εμπλοκή πολύ περισσότερων παραγόντων και μια ανάφλεξη που μπορεί να πάρει συνολικότερες διαστάσεις σε μια περίοδο όπου ιδίως οι ΗΠΑ είχαν επιλέξει την απεμπλοκή από μεγάλες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι την ίδια στιγμή συνεχίζεται και μια μεγάλη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία.