Ομογενείς που εκτοπίστηκαν λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία μιλούν στα «ΝΕΑ» για όσα έζησαν καθώς και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι επιστρέφουν στα κατεστραμμένα σπίτια τους
Το ημερολόγιο γράφει 24 Φεβρουαρίου 2022. Ωρα 4.15 π.μ.
Τα στρατεύματα της Ρωσίας, τα οποία για μήνες συσσωρεύονται στη ρωσο-ουκρανική μεθόριο, ξεκινούν την εισβολή.
Ταυτόχρονα η αεράμυνα του Κιέβου δέχεται μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων. Τα σύννεφα του πολέμου σκοτεινιάζουν στην καρδιά της Ευρώπης.
Στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων βρίσκονται αναπόφευκτα οι περιοχές όπου για 27 αιώνες διατηρήθηκε αδιάλειπτη η παρουσία του Ελληνισμού.
Οι πόλεις και τα χωριά των ομογενών της Ουκρανίας μπαίνουν και αυτά στο στόχαστρο του ρωσικού αναθεωρητισμού.
Τουλάχιστον 100.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής κατοικούσαν στην Ανατολική Ουκρανία πριν από τον πόλεμο, 5.000 στην Οδησσό και μερικές ακόμα χιλιάδες διάσπαρτοι σε ολόκληρη τη χώρα.
Γύρω από την «πόλη της Παναγιάς» διεξήχθησαν μερικές από τις πιο σκληρές μάχες της πρώτης φάσης του πολέμου.
Η Μαριούπολη σχεδόν σβήνεται από τον χάρτη, πριν καν καταληφθεί από τις δυνάμεις των εισβολέων.
Κάποιοι από τους Ελληνες της περιοχής καταφέρνουν να διαφύγουν.
Ορισμένοι μετακινήθηκαν εσωτερικά, άλλοι κατέφυγαν σε ευρωπαϊκές χώρες ή στη Ρωσία, ενώ περίπου 1.000 ήρθαν στην Ελλάδα.
«Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε» περιγράφει κοφτά και αφοπλιστικά στα «ΝΕΑ» η Ελένη Ντόμπρα, εκτοπισμένη κάτοικος της Μαριούπολης. Ηρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2022, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της πόλης από τον ρωσικό στρατό.
«Δυστυχώς, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Εχουν μείνει πίσω συγγενείς, αλλά δεν μπορείς να περιγράψεις πώς είναι τα πράγματα εάν δεν βρίσκεσαι ο ίδιος εκεί».
Το ίδιο πικραμένη και η «μάνα», όπως την αποκαλούσαν οι Ελληνες της Ουκρανίας, Αλεξάνδρα Προτσένκο-Πιτσατζή.
Η επί σχεδόν 30 χρόνια πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας και πλέον μέλος του ΔΣ παρέδωσε τη σκυτάλη στον νέο πρόεδρο Στεπάν Μαχσμά στο 9ο έκτακτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2023 στην Οδησσό.
Πλέον, μένει στη Θεσσαλονίκη και θυμάται με πόνο το κατεστραμμένο σπίτι της στη Μαριούπολη.
«Στις 23 Μαρτίου έφυγα, όταν είχαν ξεκινήσει οι μάχες. Τώρα έχει απομείνει μονάχα η ελπίδα να γυρίσω, γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αλλά πλέον πιστεύω ότι δεν θα συμβεί τόσο γρήγορα, τουλάχιστον όχι όσο θα θέλαμε και όπως υπολογίζαμε».
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Προτσένκο, περίπου το 70% των Ελλήνων επέλεξε να παραμείνει στη Μαριούπολη και στα γύρω χωριά.
«Τώρα οι Ρώσοι χτίζουν καινούργια σπίτια, αλλά δεν τα καταφέρνουν και πολύ καλά. Δεν έχουν ανθρώπους, επιχειρηματίες, να τα φτιάξουν σωστά. Και τώρα, επειδή η νεολαία δεν βρίσκει δουλειά, τους βάζουν επίτηδες να πάρουν ρωσικά διαβατήρια. Μόλις πάρεις διαβατήριο, τότε θα έχεις δουλειά ή σύνταξη. Οποιος δεν θέλει θα πεινάει. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορούν να κάνουν».
Η πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων όμως κάνει λόγο και για απειλές και παρακολουθήσεις σε βάρος των ομογενών.
«Υπάρχει φόβος. Αν μιλάς στο τηλέφωνο με τους ανθρώπους εκεί και πας να τους ρωτήσεις πώς είναι η κατάσταση, σ’ το κλείνουν αμέσως. Τους παρακολουθούν σκληρά οι Ρώσοι και φοβούνται» περιγράφει.
Οι εικόνες καταστροφής από τον πόλεμο στην Ουκρανία εξακολουθούν να κυριαρχούν στις οθόνες και κυρίως στη σκέψη των Ελλήνων της περιοχής. Αλλωστε, οι συγκρούσεις συνεχίζονται σε διάφορα σημεία σε όλη τη γραμμή του μετώπου.
Οι σειρήνες χτυπούν διαρκώς, προειδοποιώντας τους αμάχους να τρέξουν στα πλησιέστερα καταφύγια.
Σε μια τέτοια στιγμή μιλήσαμε και με τον νέο επικεφαλής των Ελληνικών Σωματείων – το όργανο στο οποίο υπάγονται περισσότεροι από 100 σύλλογοι Ελλήνων της Ουκρανίας.
Ο Στεπάν Μαχσμά, ο οποίος κατοικεί στη Ζαπορίζια, λέει στα «ΝΕΑ» ότι γύρω από την πόλη οι βομβαρδισμοί είναι καθημερινοί και σφοδρότατοι.
«Οι Ρώσοι δεν σταματάνε» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οσον αφορά τη Μαριούπολη, ο ίδιος σημειώνει ότι η κατάσταση εκεί παραμένει άσχημη και έκρυθμη, ωστόσο τονίζει πως πολλοί Ελληνες που έφυγαν στην αρχή του πολέμου με προορισμό την Ελλάδα, την Κύπρο ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιστρέφουν σταδιακά στις εστίες τους.
«Ξέρω πολλούς που έφυγαν για ενάμιση χρόνο. Ηρθαν στην Ελλάδα, αλλά δεν βρήκαν ούτε σπίτια ούτε προγράμματα για δουλειά και γυρνούν πίσω.
Βέβαια, οι Ρώσοι τούς επιτρέπουν να επιστρέψουν μόνο αν πάρουν το ρωσικό διαβατήριο. Και μόνο έτσι θα βρουν δουλειά».
Ταυτόχρονα, κατά τον Στεπάν Μαχσμά, η νέα – ρωσική – διοίκηση της πόλης προσπαθεί να περάσει το μήνυμα ότι όλα είναι πλέον εντάξει, όλα κυλούν ομαλά. Αλλά, όπως λέει, μόνο εντάξει δεν είναι τα πράγματα. Και η ελληνική κοινότητα επλήγη σκληρά:
«Καταστράφηκαν τα γραφεία του Συλλόγου, το κτίριο του νοσοκομείου και της Ομοσπονδίας, και πέθαναν χιλιάδες Ελληνες».
«Μας έχουν εντελώς ξεχασμένους, σαν να μην υπάρχουμε»
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα βόρεια της μαρτυρικής Μαριούπολης, βρίσκεται το Ντονέτσκ, σε ένα τμήμα της Ανατολικής Ουκρανίας που το καθεστώς Πούτιν είχε από το 2014 αναγνωρίσει μονομερώς ως «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ», πριν το προσαρτήσει οριστικά στη Ρωσική Ομοσπονδία στις 30 Οκτωβρίου 2022.
Επειτα από αλλεπάλληλες προσπάθειες «ΤΑ ΝΕΑ» κατάφεραν να έρθουν σε επαφή για λίγα λεπτά με την 55χρονη Ολγα Σ., κάτοικο ελληνικής καταγωγής, που περιγράφει μία εντελώς νέα πραγματικότητα, με φόντο την υποχρεωτική πολιτική, διοικητική και στρατιωτική ρωσοποίηση των προσαρτημένων περιοχών.
Οπως εξηγεί, όποιος πολίτης δεν θέλει να ζει στο περιθώριο και επιθυμεί να εργαστεί, να σπουδάσει ή ακόμη και να κάνει την παραμικρή αγορά, θα πρέπει να είναι κάτοχος ρωσικού διαβατηρίου. «Την κατάσταση την ξέρετε», λέει διστακτικά αλλά με νόημα.
«Εχουν παραμείνει πολλοί Ελληνες, παρόλο που είμαστε από το 2014 σε αυτή την κατάσταση.Κάποιοι έφυγαν προσωρινά. Οι περισσότεροι επέστρεψαν μετά από δύο-τρία χρόνια», εξηγεί.
Εντούτοις, παρά την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου και σε αυτήν την περιοχή, η κοινότητα βρίσκεται σε μαρασμό.
Στο σχολείο οι δραστηριότητες και οι εκδηλώσεις έχουν περιοριστεί δραστικά, καθώς η κατάσταση παραμένει επικίνδυνη, ιδίως για όσους χαρακτηρίζονται… αμφιβόλου πεποιθήσεων.
«Τώρα απλώς δεν έρχεται ο κόσμος στα γραφεία μας. Τα αποφεύγουν. Πριν ήταν πολύ ζωντανή η ατμόσφαιρα, είχαμε μαθήματα ελληνικών και άλλα πολλά.»
Κάνοντας μια παύση, η Ολγα Σ. αφήνει αιχμές και για τη στάση του ελληνικού κράτους, σημειώνοντας πως η Αθήνα έχει εγκαταλείψει την ομογένεια σε αυτές τις περιοχές:
«Μας έχουν εντελώς ξεχασμένους, σαν να μην υπάρχουμε. Αλλά εμείς συνεχίζουμε να λέμε για την Ελλάδα, τη μεγάλη πατρίδα που τόσο αγαπάμε. Θέλουμε τα παιδιά μας να συνεχίσουν να μιλούν τη γλώσσα που μιλάμε εμείς και που μιλούσαν οι παππούδες μας πριν από εμάς».
Με αφορμή την αλλαγή του χρόνου, μάλιστα, η 55χρονη ομογενής εύχεται υγεία και ειρήνη σε όλον τον κόσμο, εκφράζοντας την ελπίδα «αυτά τα Χριστούγεννα να είναι τα τελευταία που οι σφαίρες χτυπούν ανθρώπους».
«Μεγάλωσα στη σοβιετική Ουκρανία την εποχή που η πίστη στον Θεό ήταν απαγορευμένη και δεν είχαμε εκκλησία εδώ.
Τώρα, τα πράγματα άλλαξαν, οι χριστιανοί δεν είναι εχθροί του κράτους. Υπάρχουν πια άλλες προκλήσεις. Πρέπει κάποτε να σταματήσουν οι μάχες και να ζήσουμε ειρηνικά».
Ουκρανοί πρόσφυγες στην Ελλάδα
Συνέπεια του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία ήταν περίπου 8 εκατομμύρια άτομα, κυρίως ηλικιωμένοι, παιδιά και γυναίκες, να διαφύγουν σε γειτονικές χώρες και πάνω από 5,3 εκατομμύρια να έχουν αναγκαστικά εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας – μια κρίση που δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα φιλοξενεί αυτή τη στιγμή περίπου 25.000 ουκρανούς πρόσφυγες.
Ειδικότερα, το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου αναφέρει πως από τις 25 Φεβρουαρίου του 2022 μέχρι τις 17 Αυγούστου του 2023, η Ελλάδα δέχθηκε 26.318 αιτήσεις, με 25.561 πολίτες της Ουκρανίας να έχουν τεθεί σε καθεστώς προσωρινής προστασίας. Από αυτούς, οι 6.982 είναι παιδιά ή έφηβοι και οι 3.649 άνω των 60 ετών.
Ως προς το φύλο, από όσους αιτήθηκαν προσωρινή προστασία, οι 17.723 είναι γυναίκες και οι 7.838 άνδρες.
Να σημειωθεί ότι με βάση σχετική ευρωπαϊκή οδηγία αλλά και την ελληνική νομοθεσία τα άτομα στα οποία χορηγείται καθεστώς προσωρινής προστασίας έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα: να ασκούν μισθωτή ή αυτοαπασχολούμενη δραστηριότητα, να έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικά προγράμματα για ενηλίκους, επαγγελματική κατάρτιση και πρακτική άσκηση, να έχουν κατάλληλο κατάλυμα και να τους παρέχονται κοινωνική βοήθεια και χρηματοοικονομική υποστήριξη, καθώς και ιατρική περίθαλψη.
Οσον αφορά τα παιδιά κάτω των 18 ετών, αυτά έχουν επίσης δικαίωμα στην εκπαίδευση υπό τους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους του κράτους-μέλους υποδοχής.
Με τις μάχες να μαίνονται με αμείωτη ένταση στην πατρίδα τους, στο σύνολο των ουκρανών προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα έχει χορηγηθεί παράταση στο καθεστώς προσωρινής προστασίας μέχρι τις 4 Μαρτίου 2024, ημερομηνία κατά την οποία η κατάστασή τους θα επαναξιολογηθεί, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στη χώρα τους.
Την ίδια στιγμή, βάσει των στοιχείων της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στην Κύπρο κατατέθηκαν 18.360 αιτήσεις προσωρινής προστασίας, ενώ στη γειτονική Βουλγαρία 166.535 αιτήσεις.
Ασύγκριτος Ελ Κααμπί: Σπάει όλα τα κοντέρ στο σκοράρισμα – Τα αδιανόητα νούμερά του (vids)
Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»