Οι ανοιχτές γεωπολιτικές «πληγές» του 2024 – Σε κίνδυνο ο πλανήτης

Οι πόλεμοι στη Λωρίδα της Γάζας και στην Ουκρανία είναι μόνο δύο από τις ανοιχτές γεωπολιτικές «πληγές» της νέας χρονιάς

Το 2024 αρχίζει με «κληρονομιά» δύο μεγάλους πολέμους στη Λωρίδα της Γάζας και στην Ουκρανία,  πολλούς μικρότερους από πλευράς κινδύνου περιφερειακής ή διεθνούς ανάφλεξης και την ειρήνη σαφώς σε κρίση.

Σε μια περίοδο γεωπολιτικής ρευστότητας, οι περιορισμοί στη χρήση βίας -ακόμη και για εθνοκάθαρση- καταρρέουν.

Διαβάστε επίσης: Κάνααν: Το σπάνιο 0/7 και η αλλαγή διακόπτη την πιο κρίσιμη στιγμή! (vids)

Με τη διεθνή κοινότητα διχασμένη και το γεωπολιτικό status quo σε αναδιάταξη, οι διπλωματικές προσπάθειες για τον τερματισμό των ένοπλων συγκρούσεων αποτυγχάνουν.

Εν μέσω αυτού του αδιεξόδου και μιας συνεπαγόμενης αίσθησης ατιμωρησίας, «παίκτες» σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο επιδιώκουν την επίτευξη των στόχων τους με στρατιωτικά μέσα ή απειλές πολέμου.

Το αποτέλεσμα είναι ολοένα και περισσότεροι άμαχοι να σκοτώνονται σε μάχες, να εκτοπίζονται βίαια από τις εστίες τους ή/και να εξαρτώνται από τη διεθνή βοήθεια για την επιβίωσή τους.

Πρόκειται για απότοκο της διπλωματίας διαχείρισης των επιπτώσεων των πολέμων, αντί της διευθέτησής τους μέσω ουσιαστικών πολιτικών συνομιλιών, παρατηρεί σε ανάλυση η δεξαμενή σκέψης International Crisis Group (ICG).

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσει τις διαπραγματεύσεις για πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια, ανταλλαγές αιχμαλώτων και κρατουμένων ή επιμέρους συμφωνίες, όπως αυτή για τη μεταφορά των ουκρανικών σιτηρών στην παγκόσμια αγορά μέσω της Μαύρης Θάλασσας.

Ακόμη και σε περιοχές όπου τα όπλα έχουν σιγήσει, παραμένουν ανοιχτοί «λογαριασμοί» για την κατάληψη περαιτέρω γης ή εξουσίας.

Τι πάει στραβά, λοιπόν;

Το νεο-ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας και ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας φέρουν άμεσα ή έμμεσα το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στην «κανονικοποίηση» της προοπτικής ακόμη κι ενός εφιαλτικού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η δε φετινή πολιτική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ -ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου- επιδεινώνει την κατάσταση, ενόσω δοκιμάζονται διεθνώς τα όρια της αμερικανικής ισχύος.

Σε αυτό το φόντο, το ICG εντοπίζει τα «καυτά» μέτωπα αυτής της χρονιάς.

Σκηνικό απόλυτης καταστροφής στον σφυροκοπούμενο από το Ισραήλ παλαιστινιακό θύλακα της Λωρίδας της Γάζας (REUTERS/Anas al-Shareef)

Λωρίδα της Γάζας

Τη φρίκη από την πρωτοφανή επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου, ακολούθησε η ασύμμετρη, εφιαλτικά φονική και ανθρωπιστικά καταστροφική για τους αμάχους στρατιωτική εισβολή του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας.

Καθώς συμπληρώνει τρεις μήνες, εντείνεται η διεθνής κατακραυγή.

Γίνονται όλο και πιο έντονοι οι πολιτικοί κραδασμοί στο Ισραήλ, με επίκεντρο τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην εθνική ασφάλεια και στο θέμα των ομήρων, αλλά και οι τριγμοί στις διεθνείς συμμαχίες και στις περιφερειακές (αν)ισορροπίες.

Οι παράλληλες κλιμακούμενες επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού και των επιθέσεων των εβραίων εποίκων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη πυροδοτούν περαιτέρω απονομιμοποίηση της Παλαιστινιακής Αρχής.

Εγείρονται όλο και πιο πιεστικά, αγωνιώδη ερωτήματα για την επόμενη μέρα.

Εν μέσω διάχυσης της κρίσης, αλλά και πολιτικών παρενεργειών του πολέμου στο εσωτερικό των ΗΠΑ, Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν αρχίσει να θέτουν ερωτήματα για την ισραηλινή επιχείρηση, ενόσω η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει τη στήριξη του Τελ Αβίβ.

«Στην πραγματικότητα ελάχιστα μέχρι στιγμής δείχνουν ότι το Ισραήλ μπορεί να εξαλείψει τη Χαμάς», παρατηρεί το ICG. «Το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα θα επιβιώσει και η ένοπλη αντίσταση θα συνεχιστεί με κάποια μορφή», εξηγεί, «όσο παραμένει η κατοχή».

Η Ουάσιγκτον -τονίζει- θα πρέπει να πιέσει επειγόντως για άλλη μια εκεχειρία, που θα οδηγήσει στην απελευθέρωση όλων των ομήρων της Χαμάς, με αντάλλαγμα Παλαιστίνιους κρατούμενους, αναφέρει.

Ορισμένοι Άραβες αξιωματούχοι υποστηρίζουν την ιδέα οι στρατιωτικοί ηγέτες της Χαμάς ή ακόμη και μαχητές να εγκαταλείψουν τη Γάζα.

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, οι περαιτέρω διευθετήσεις για τη Λωρίδα της Γάζας παραμένουν ακανθώδεις.

«Συνολικά», καταλήγει το ICG, «η συνέχιση του πολέμου φαίνεται πιο πιθανό να σημαίνει όχι την αρχή των προσπαθειών για αναβίωση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι δυτικοί ηγέτες, αλλά το τέλος κάθε αναγνωρίσιμης πολιτικής διαδικασίας».

«Ποτέ άλλοτε στη ζοφερή ιστορία της σύγκρουσης η ειρήνη δεν φάνταζε πιο μακριά».

Οι φόβοι γενικής ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή είναι πιο ορατοί όσο ποτέ στην πρόσφατη ιστορία (REUTERS/Amir Cohen)

Ευρύτερος πόλεμος στη Μέση Ανατολή

Αν και ούτε το Ιράν και οι περιφερειακοί του πληρεξούσιοι, ούτε οι ΗΠΑ δείχνουν να επιδιώκουν μια περιφερειακή αντιπαράθεση, τα τελευταία 24ωρα καταδεικνύουν ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να την πυροδοτήσει ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς.

Από την αρχή κιόλας του 2024 το σκηνικό στη Μέση Ανατολή έγινε ακόμη πιο εκρηκτικό, με τη δολοφονία του υπαρχηγού της Χαμάς σε επίθεση στη Βηρυτό, τις μετέπειτα πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στο Ιράν και την επικίνδυνη κλιμάκωση της έντασης στην Ερυθρά Θάλασσα με τους φιλοϊρανούς αντάρτες Χούθι.

Βασικό ερώτημα μιας γενικής ανάφλεξης παραμένει πάντως το cui bono. «Ποιος ωφελείται», δηλαδή.

Αν και η κρίση έβαλε «πάγο» στην προσέγγιση Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας και ανέδειξε την περιφερειακή ισχύ του Ιράν μέσω του λεγόμενου «Άξονα της Αντίστασης», ο πόλεμος έρχεται σε μια κακή στιγμή για την Τεχεράνη.

Λίγο πριν αυτός ξεσπάσει, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ έδειχναν κάποια σημάδια αποκλιμάκωσης.

Κόντρα στην αιματηρή καταστολή των πρόσφατων αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων και την «τροφοδότηση» με όπλα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Ουάσινγκτον προχώρησε τον Αύγουστο σε ανταλλαγή κρατουμένων με την Τεχεράνη. Έγινε συνοδεία «μιας σιωπηρής συνεννόησης», αναφέρει το ICG επικαλούμενο πηγές.

Βάσει αυτών, το Ιράν θα απέτρεπε επιθέσεις πολιτοφυλακών κατά αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και στη Συρία και θα επιβράδυνε την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματός του, με αντάλλαγμα μερική χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων.

Όμως αυτή η προοπτική έχει πια εξαλειφθεί.

Ο πόλεμος στη Γάζα αύξησε τις πιέσεις στο Ιράν και τους συμμάχους του να αναλάβουν δράση, με πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου.

Εάν το Ισραήλ κινηθεί όντως και κατά της Χεζμπολάχ, θεωρείται σχεδόν σίγουρη η ευρύτερη αντιπαράθεση στη Μέση Ανατολή.

Αυτό ωστόσο, επισημαίνεται στην ανάλυση, «είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν», ενόσω επιδιώκει συνέχιση της στήριξης στην Ουκρανία, ανάσχεση της Κίνας και την επανεκλογή του στον Λευκό Οίκο.

Πύραυλος σφηνωμένος στην άσφαλτο στην πόλη Μπαχμούτ, μακράν από τα πιο αιματηρά μέτωπα του πολέμου στην Ουκρανία (REUTERS/Alex Babenko)

Ουκρανία

Οδεύοντας προς τη συμπλήρωση δύο χρόνων, στα τέλη Φεβρουαρίου, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει μετατραπεί σε πεδίο νεο-ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης της Μόσχας με τη Δύση και το ΝΑΤΟ, αναδιαμορφώνοντας άρδην την αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη.

Παρά την πολυδιαφημισμένη ουκρανική αντεπίθεση του καλοκαιριού, το Κίεβο βρίσκεται αντιμέτωπο με στρατηγικό αδιέξοδο στα μέτωπα των μαχών.

Εξοπλισμένο πια με πιο εξελιγμένα δυτικά όπλα, επιχειρεί τώρα  όλο και πιο έντονα να μεταφέρει τον πόλεμο εντός της ρωσικής επικράτειας, πλην όμως δοκιμάζοντας τις «κόκκινες γραμμές» του Κρεμλίνου.

Όμως τα πυρομαχικά εξαντλούνται, όπως και οι διαθέσιμες εφεδρείες. Η διχόνοια μεταξύ Ουκρανών και δυτικών αξιωματούχων γίνεται όλο και πιο ορατή.

«Το πιο ανησυχητικό για το Κίεβο είναι η αμφιταλαντευόμενη υποστήριξη της Δύσης», τονίζει το ICG.

Στον αντίποδα, παρά τις δυτικές κυρώσεις, η Ρωσία ενισχύει την πολεμική μηχανή της και εντείνει εκ νέου τις επιθέσεις της, στην παρούσα φάση κυρίως από αέρος.

Έχοντας καταπνίξει την ανταρσία της Wagner και προετοιμαζόμενος για πανηγυρική επανεκλογή στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει συνδέσει τη μοίρα της ρωσικής ελίτ με τη δική του.

Εν αναμονή των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, έχει κάθε λόγο να περιμένει για να δει εάν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.

Η δε Ευρώπη, πολλοί ηγέτες της οποίας βλέπουν τον πόλεμο ως υπαρξιακό, «θα πρέπει να επωμιστεί περισσότερο βάρος», επισημαίνεται στην ανάλυση, «ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί στην Ουάσιγκτον».

Η ένταση στις σινο-αμερικανικές σχέσεις επιδεινώνει τη ρευστότητα στο διεθνές πεδίο (Photo: Pixabay/Tumisu)

ΗΠΑ – Κίνα

Η σύνοδος κορυφής ΗΠΑ-Κίνας, τον περασμένο Νοέμβριο, φάνηκε να βάζει κάποιο «φρένο» στη συνεχή διολίσθηση των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του πλανήτη προς τη γεωπολιτική «άβυσσο».

Οι πρόεδροι Μπάιντεν και Σι συμφώνησαν στην ανάγκη σταθεροποίησης των σινοαμερικανικών σχέσεων.

Πρώτο απτό δείγμα αποτελεί η αποκατάσταση της διμερούς στρατιωτικής επικοινωνίας, προς αποφυγή κινδύνων ακούσιας σύγκρουσης. Και δη στην αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.

Τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου παραμένουν ωστόσο σε τροχιά μετωπικής ρήξης.

Αναμένεται μάλιστα να δοκιμαστούν εκ νέου με τις επερχόμενες εκλογές την Ταϊβάν, στις 13 του μήνα, εν μέσω τεταμένου κλίματος στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Όχι τυχαία, στην πρωτοχρονιάτικη ομιλία του ο πρόεδρος Σι μίλησε για «ιστορικά αναπόφευκτη επανένωση».

Στην παρούσα φάση ωστόσο οι ηγεσίες τόσο στο Πεκίνο, όσο και στην Ουάσιγκτον έχουν κάθε λόγο να αποφύγουν περαιτέρω επικίνδυνες εντάσεις.

Ο μεν Κινέζος πρόεδρος θέλει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση της κινεζικής οικονομίας, με προσέλκυση ξένων επενδύσεων και αποτροπή πρόσθετων εμπορικών περιορισμών από τις ΗΠΑ.

Η δε κυβέρνηση Μπάιντεν έχει μπροστά της τις κρίσιμες, αμφίρροπες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, μαζί με αυτές για το Κογκρέσο. Γίνονται σε κλίμα ακραίας πόλωσης στις ΗΠΑ και με φόντο δύο μεγάλους πολέμους στον πλανήτη, που θέτουν σε σκληρή δοκιμασία την αμερικανική εξωτερική πολιτική και διπλωματία.

«Συνολικά, πάντως, τα θεμελιώδη μεγέθη της αντιπαλότητας δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης», παρατηρεί το ICG.

Στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, η επιδίωξη του Πεκίνου να εδραιωθεί ως η κυρίαρχη δύναμη προσκρούει στην αποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να διατηρήσει τη δική της στρατιωτική κυριαρχία.

Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός και η στάση του Πεκίνου -συνδυαστικά με την επιθετικότητα της συμμάχου του, Ρωσίας, στην Ουκρανία- έχει οδηγήσει σε μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών.

Τα δε «γεράκια» στις ΗΠΑ και στη Κίνα βλέπουν τον ανταγωνισμό ως παιχνίδι ισχύος και μηδενικού αθροίσματος, με νικητές και ηττημένους.

«Ελευθερώστε την Αφρική. Φτάνει (63 χρόνια), ζήτω οι ελευθερωτές» αναγράφεται στο πλακάτ, σε πρόσφατη διαδήλωση κατά των σεναρίων έξωθεν επέμβασης στον Νίγηρα (REUTERS/Mahamadou Hamidou)

Τα πολλά ανοιχτά μέτωπα της Αφρικής

Από το Σουδάν και τον Νίγηρα, έως το Μάλι και τη Μπουρκίνα Φάσο, τα πραξικοπήματα, οι εμφύλιοι και οι ανθρωπιστικές κρίσεις πληθαίνουν στο Σαχέλ.

Την πλούσια σε πόρους υποσαχάρια γεωγραφική ζώνη, που εκτείνεται από την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Διαθέτει πλούσια σε πόρους υπεδάφη και αποτελεί κομβική εμπορική οδό, με βαρύνουσα γεωστρατηγική αξία και, ως εκ τούτου, αποτελεί πεδίο εντεινόμενου διεθνούς και περιφερειακού ανταγωνισμού.

Πιο απειλητικός από όλους τους τοπικούς πολέμους είναι αυτός που ξέσπασε τον Απρίλιο στο Σουδάν.

Στις μάχες μεταξύ του στρατού και των παραστρατιωτικών δυνάμεων RSF έχουν σκοτωθεί χιλιάδες άμαχοι. Εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί.

Εν μέσω αποτυχημένων έως τώρα προσπαθειών για κατάπαυση του πυρός, το «φάντασμα» της γενοκτονίας στοιχειώνει ξανά τη δυτική περιοχή του Νταρφούρ. Ολόκληρη η χώρα είναι στο χείλος της κατάρρευσης.

Δεν είναι η μόνη σε μια περιοχή με έλλειμμα διακυβέρνησης, πολλώ μάλλον Δημοκρατίας.

Στο παζλ της αποσταθεροποίησης -που εντείνει τις μεταναστευτικές ροές προς τη Μεσόγειο- έχει προστεθεί και ο Νίγηρας, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του φιλοδυτικού προέδρου Μοχάμεντ Μπαζούμ.

Η εξέλιξη ενίσχυσε την στρατοκρατία στο Σαχέλ, μετά τα πραξικοπήματα στο Μάλι και στη Μπουρκίνα Φάσο.

Το σκηνικό συμπληρώνουν η αποχώρηση γαλλικών στρατευμάτων από την περιοχή -όπου η λαϊκή οργή για τα χρόνια της αποικιοκρατίας ξεχειλίζει- και η de facto αποδυνάμωση των ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ.

Η αυξημένη παρουσία της ρωσικής μισθοφορικής ομάδας Wagner, σε αγαστή συνεργασία με πραξικοπηματίες.

Η ανεξέλεγκτη δράση τοπικών πολιτοφυλακών, αλλά και τζιχαντιστών που πρόσκεινται στην Αλ Κάιντα ή στο «Ισλαμικό κράτος».

Νοτιοανατολικά του Σαχέλ εν τω μεταξύ, στο επίσης στρατηγικής σημασίας Κέρας της Αφρικής, η κατάσταση παραμένει τεταμένη.

Πηγή μεγαλύτερης ανησυχίας αποτελεί η Αιθιοπία, όπου οι εμφύλιες διαμάχες παραμένουν, ενώ επικρατεί ένταση και με τη γειτονική Ερυθραία, μετά την πρόσφατα επαναφορά από τον πρωθυπουργό Άμπι Αχμέντ των αξιώσεων της περίκλειστης χώρας του για πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα.

Άμαχοι εν μέσω μαχητικών κινητοποιήσεων κατά της χούντας στη Μιανμάρ (REUTERS/Stringer)

Μιανμάρ

Οι επιθέσεις ανταρτών στη βορειοανατολική Μιανμάρ και οι εν εξελίξει μάχες σε άλλα τμήματα της χώρας αυτής στη Νοτιοανατολική Ασία αποτελούν τη μεγαλύτερη έως σήμερα απειλή για τη στρατιωτική χούντα, που κατέλαβε με αιματηρό πραξικόπημα την εξουσία πριν από σχεδόν τρία χρόνια.

Ο στόχος ανατροπής της έχει φέρει κοντά ετερόκλητες δυνάμεις αντιστασιακών και εθνοτικών πολιτοφυλακών, σφυρηλατώντας συμμαχίες με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (NUG).

Πρόκειται για ένα αντιπολιτευόμενο κίνημα, που αποτελείται κυρίως από πρώην βουλευτές και μέλη της ανατραπείσας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Αούνγκ Σαν Σου Κίι. Η Νομπελίστρια πολιτικός και ακτιβίστρια παραμένει φυλακισμένη από τον στρατό.

Έπειτα από χρόνια αιματηρής καταστολής, η αντικαθεστωτική δράση πλέον υπαγορεύεται εν μέρει από το σύνθημα «η ισχύς εν τη ενώσει».

Αν και η συνοχή της παραμένει εξαιρετικά ρευστή, τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά.

Ένοπλες ομάδες που μάχονται τη χούντα έχουν πλέον θέσει υπό τον έλεγχό τους πόλεις στα βορειοανατολικά, στρατιωτικές θέσεις, τανκς και βαρέα όπλα, καθώς και συνοριακούς σταθμούς, αποκόπτοντας βασικούς εμπορικούς δρόμους προς την Κίνα.

Το δε Πεκίνο τηρεί αμφίσημη στάση. Δεν αναγνωρίζει τη χούντα, ο επικεφαλής της οποίας φέρεται να τρέφει έντονα αντικινεζικά αισθήματα.

Το χάος που ακολούθησε μετά το πραξικόπημα έβαλε επίσης τέλος σε προγραμματισμένα μεγάλα έργα της Κίνας στη Μιανμάρ.

Η Σαν Σου Κίι από την άλλη διατηρούσε καλούς δεσμούς με την κινεζική ηγεσία. Παρ’ όλα αυτά, το NUG θεωρείται από την ηγεσία του Πεκίνου ως υποχείριο της Δύσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, βοήθησε στη διαμεσολάβηση για την επίτευξη προσωρινής εκεχειρίας μεταξύ του στρατού και των ανταρτών στα βορειοανατολικά, τον Δεκέμβριο.

Ελλείψει πάντως ενός αρραγούς μετώπου αντίστασης από τη μια, βασιζόμενη στις συμμαχίες της με χώρες όπως η Ρωσία από την άλλη, η χούντα της Μιανμάρ θα επιδιώξει να κρατηθεί στην εξουσία με νύχια και με δόντια, ενόσω η χώρα και ο λαός της βυθίζονται στην κρίση.

Οδομαχίες μεταξύ της αστυνομίας και μελών συμμορίας στην πρωτεύουσα της Αϊτής, το Πορτ-ο-Πρενς (REUTERS/Ralph Tedy Erol)

Αΐτη

Οι κάτοικοι της πολύπαθης Αϊτής, στην Καραϊβική, ευελπιστούν στην άμεση ανάπτυξη ξένων δυνάμεων στη χώρα τους, που βυθίζεται στην αναρχία και στη φτώχεια.

Μετά τη δολοφονία του προέδρου Ζοβενέλ Μοΐζ, στα μέσα του 2021, έχει παγιωθεί το πολιτικό αδιέξοδο.

Οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν καταρρεύσει. Η πείνα και οι ασθένειες θερίζουν τον πληθυσμό.

Το πάνω χέρι έχουν ένοπλες συμμορίες.

Η ανεξέλεγκτη βία τους -που έχει εκτοπίσει δεκάδες χιλιάδες αμάχους σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, υπό άθλιες συνθήκες- γεννά περαιτέρω βία, με τον σχηματισμό ομάδων επαγρύπνησης από πολίτες.

Σε μια χώρα υπό διάλυση, δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αϊτινών βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση, που υποστηρίζουν την άφιξη ξένων δυνάμεων, παρά το θλιβερό ιστορικό προηγούμενων διεθνών αποστολών.

Υπό την ηγεσία αυτή τη φορά της Κένυας, η ανάπτυξη ξένων στρατευμάτων θα έχει ως στόχο να συνδράμει την αστυνομία της Αϊτής «να βελτιώσει τις συνθήκες ασφαλείας», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για εκλογές.

Όμως σε αυτόν παραμένουν μεγάλο εμπόδιο η πολιτική ηγεσία και η οικονομική ελίτ της χώρας, που έχουν γραπωθεί στην εξουσία και δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να την αφήσουν.

Στιγμιότυπο από τον πρόσφατο ξεριζωμό των Αρμενίων του θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μετά την στρατιωτική επιχείρηση-«αστραπή» του Αζερμπαϊτζάν (Photo: Ρωσικό Υπουργείο Άμυνας/Handout via REUTERS)

Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν

Η αστραπιαία επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, οδήγησε σε μαζικό ξεριζωμό του αρμενικού πληθυσμού του αυτονομιστικού θύλακα στον Καύκασο και στην πλήρη ανακατάληψή του.

Το ερώτημα φέτος είναι εάν το Αζερμπαϊτζάν θα προχωρήσει περαιτέρω με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ή εάν, αντίθετα, θα ανοίξει ο δρόμος για ειρήνη με την Αρμενία.

Στις σχετικές συνομιλίες, στα τέλη του 2023, φαίνεται ότι υπήρξε κάποια πρόοδος.

Χωρίς την παρουσία τρίτων, οδήγησαν σε ανταλλαγή αιχμαλώτων, συνοδεία δεσμεύσεων για εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.

Ως δείγμα, η Αρμενία -η κλυδωνιζόμενη ηγεσία της οποίας κλείνει πλέον ανοιχτά υπέρ της Δύσης, απομακρυνόμενη από τη σφαίρα επιρροής της Μόσχας- υποστήριξε την ανάληψη από το Αζερμπαϊτζάν της διοργάνωσης της φετινής διεθνούς διάσκεψης για το κλίμα, της COP29.

Με τη Ρωσία να έχει εγκλωβιστεί στον πόλεμο στην Ουκρανία, ωστόσο, εκφράζονται φόβοι ότι το Μπακού θα μπορούσε να δει την παρούσα συγκυρία ως άλλη μια «χρυσή» ευκαιρία για τους σχεδιασμούς του.

Στο επίκεντρο παραμένει η δημιουργία χερσαίου διαδρόμου προς το Ναχιτσεβάν: έναν αποκομμένο αζερικό θύλακα που συνορεύει με την Αρμενία, την Τουρκία και το Ιράν.

Η περιοχή θεωρείται κομβική για το εμπόριο με την πολύτιμη σύμμαχο του Αζερμπαϊτζάν, την Άγκυρα.

Το δε άνοιγμα χερσαίου διαδρόμου μέσα από τα νότια εδάφη της Αρμενίας θα παρακάμπτει το Ιράν, που αντιδρά.

Σε αυτό το φόβο εντείνονται οι φόβοι ότι, σε περίπτωση που δεν επιλυθούν τα ακανθώδη ζητήματα με την Αρμενία, η υπομονή του Μπακού μπορεί γρήγορα να εξαντληθεί.

Τυχόν στρατιωτικές κινήσεις θεωρείται ωστόσο ότι θα λειτουργήσουν περισσότερο ως μοχλός πίεσης, καθώς η κατάληψη εδαφών θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσουν κύμα διεθνών αντιδράσεων, ενδεχομένως και κυρώσεων.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από