Η ακρίβεια τσακίζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και ανοίγει την ψαλίδα των ανισοτήτων. Οι καταναλωτές αναζητούν λύσεις για τη μείωση του κόστους ζωής εν μέσω της «τέλειας καταιγίδας»
Η ταλαιπωρημένη από οικονομική κρίση Ελλάδα παλεύει με το αυξανόμενο κόστος ζωής που οδηγεί τους πολίτες στην «πρέσα» και τους αναγκάζει σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Ο υψηλός πληθωρισμός και η εκτίναξη των επιτοκίων προκαλούν την «τέλεια καταιγίδα». Αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική μετατόπιση της συμπεριφοράς των καταναλωτών στο τρόπο των πληρωμών με πολλούς να αναγκάζονται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις και να είναι απαισιόδοξοι για τις οικονομικές προοπτικές που ξεδιπλώνονται μπροστά τους.
Διαβάστε επίσης: Ντιλέινι: «Μπαρτζώκα, πάρε με τηλέφωνο» (pic)
Παράλληλα, οι καταναλωτές φαίνεται να στηρίζουν τις «ηθικές» επιχειρήσεις και να δείχνουν τη διάθεση να «τιμωρήσουν» με τη στάση τους εκείνες που ακολουθούν «ανήθικες» πρακτικές και δεν δείχνουν ευελιξία στις συναλλαγές τους.
Φαίνεται, πως οι καταναλωτές, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι και οι επιχειρήσεις στηρίζουν από τη δική τους πλευρά την οικονομία, δείχνουν τη διάθεση να είναι περισσότερο συνεπείς στις πληρωμές τους σε εκείνες που είναι κοινωνικά υπεύθυνες και ευέλικτες σε δύσκολες οικονομικά περιόδους.
Τα «έκτακτα» έξοδα και τα καθόλου χρήματα
Σύμφωνα με την έρευνα πολλοί καταναλωτές αποταμιεύουν ελάχιστα έως καθόλου για να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη «αναποδιά» που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια του μήνα ενώ ένας στους πέντε δηλώνει πως δεν έχει καθόλου χρήματα για να βάλει στην άκρη. Το 29% βρίσκεται σε αυτή τη θέση, αυξημένο κατά 3% σε σχέση με το 2022.
Η έρευνα δείχνει ότι οι αθετήσεις πληρωμών αυξάνονται
Με το «κομπόδεμα» να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο η έρευνα δείχνει ότι οι αθετήσεις πληρωμών αυξάνονται. Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι πίσω από την καθυστέρηση πληρωμών -από την έλλειψη χρημάτων έως την ολιγωρία- τα στοιχεία αναδεικνύουν μια αλλαγή στα κοινωνικά πρότυπα.
Οι αθετήσεις πληρωμών αυξάνονται
Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές παρατηρείται σε ορισμένα ευρωπαϊκά νοικοκυριά. Πάνω από το 54% των καταναλωτών δηλώνουν ότι έχουν παραλείψει την πληρωμή τουλάχιστον μιας πληρωμής λογαριασμού τους τελευταίους 12 μήνες που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό από το 2019. Το 58% δηλώνει ότι αυτό συμβαίνει τακτικά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι απλήρωτοι λογαριασμοί είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας διαχείρισης των εισερχόμενων και των εξερχόμενων χρημάτων ενώ για τους νεότερους μπορεί να είναι απλά γιατί ξέχασαν να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Όμως, ο πιο συνηθισμένος λόγος για τις μη πληρωθείσες οφειλές είναι ότι οι καταναλωτές δεν έχουν αρκετά χρήματα για να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους.
Δαπάνες πάνω από τις δυνατότητες μας
Ένας συνδυασμός αλόγιστης χρήσης συνδρομητικών υπηρεσιών, πληρωμών σε δόσεις και έντονου πληθωριστικού περιβάλοντος (χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση των μισθών) οδηγεί σε δαπάνες που ξεπερνούν κατά πολύ το μηνιαίο εισόδημα. Σύμφωνα με την έκθεση, σχεδόν 3 στους 10 καταναλωτές στην Ελλάδα δαπανούν περισσότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους με τη μέση υπερβάλλουσα δαπάνη να υπολογίζεται σε 275 ευρώ.
Αλλάζουν τα… πρότυπα
Με τις καθυστερήσεις στις πληρωμές να πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές συμπεριφορές φαίνεται να αλλάζουν.
Η έρευνα δείχνει ότι οι καταναλωτές επανεξετάζουν τι θεωρούν αποδεκτό όταν πρόκειται για την παράλειψη λογαριασμών γεγονός που αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις. Οι μισοί από τους καταναλωτές δηλώνουν ότι θα αισθάνονταν λιγότερες ενοχές για την παράλειψη πληρωμής ενός λογαριασμού τώρα απ’ ό,τι πριν από μερικά χρόνια.
Από το επόμενο έτος μπορούμε να περιμένουμε ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό καταναλωτών που θα παραλείπουν πληρωμές ενώ στο άμεσο μέλλον δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές η συμπεριφορά των καταναλωτών να αλλάξει προς το καλύτερο.
Το 36% ανησυχεί ότι μπορεί να αναγκαστεί να παραλείψει την πληρωμή ενός «χαμηλής προτεραιότητας» λογαριασμού κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, δηλαδή μια πληρωμή που δεν συνδέεται με το κόστος στέγασης ή ενέργειας.
⇒ Η έκθεση βασίζεται σε έρευνα που διεξήχθη σε 29 ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ του τέλους Νοεμβρίου 2022 και τον Μάρτιο του 2023. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 10.556 ερωτηθέντες από 15 κλάδους στην Ευρώπη