ΗΠΑ: Η ευθύνη που έχει ο Τραμπ στη χειρότερη κρίση μεταξύ Παλαιστίνιων-Ισραηλινών στην Ιστορία

Οι ενέργειες που πυροδότησαν την καταστροφική εξέγερση στη Λωρίδα της Γάζας - Αμερικανός αρθρογράφος απαριθμεί τις κινήσεις της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων που έφεραν τα πάνω-κάτω στην περιοχή

Οι επιθέσεις που ξεκίνησαν στο Ισραήλ από μαχητές της Χαμάς το περασμένο Σάββατο αντιπροσωπεύουν τη χειρότερη κρίση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες. Αντί όμως να προσφέρουν εποικοδομητικές εναλλακτικές πολιτικές, οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι για την προεδρία των ΗΠΑ καταλήγουν διαρκώς σε μία «χωρίς αποτέλεσμα» στρατηγική: να κατηγορούν την κυβέρνηση Μπάιντεν για τα πάντα, σχολιάσει ο αρθρογράφος του αμερικανικού περιοδικού «Newsweek», Ντέιβιντ Φάρις.

«Η στοχοποίηση είναι ιδιαίτερα ηχηρή από την παράταξη των Ρεπουμπλικάνων, που δείχνει να ξεχνά την πολιτική που εφάρμοσε η Αμερική στην περιοχή επί προεδρείας Τραμπ, πετώντας το μπαλάκι στον Τζο Μπάιντεν βγάζοντας την ουρά τους απ’ έξω» αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος. Η αδυναμία διαμεσολάβησης για μια τελική διευθέτηση της φιλονικίας μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης είναι μια αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που καλύπτει τουλάχιστον έξι κυβερνήσεις σε βάθος σχεδόν μισού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα από τη δεκαετία του 1980.

Διαβάστε επίσης: Ο γρίφος της άμυνας, ο Μαρτίνεθ και η κουβέντα για τα στόπερ του Ολυμπιακού

Ο ρόλος των Ρεπουμπλικάνων πρώην προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών

Αλλά ήταν οι δύο τελευταίοι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι που αποχώρησαν από τη διεθνή ανάγκη της «γης για την ειρήνη» που υποτίθεται ότι θα είχε ως αποτέλεσμα ένα παλαιστινιακό κράτος.

Ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους, παρά την περιστασιακή ρητορική που υποστήριξε το παλαιστινιακό κράτος, αποχώρησε από τη δέσμευση των ΗΠΑ για τις ευρέως κοινώς αποδεκτό ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, υπογράφοντας τη διατήρηση των μεγάλων μπλοκ του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη, απαιτώντας από τους Παλαιστίνιους να εγκαινιάσουν μια λειτουργική δημοκρατία προτού καταστεί δυνατή η ειρήνη και μετά έκανε τον αδιάφορο για το θέμα, όταν δεν του άρεσαν τα εκλογικά αποτελέσματα. Ο καταστροφικός πόλεμος στο Ιράκ ήταν εκείνος που ενίσχυσε περισσότερο τον αυταρχισμός των Ιρανών από οποιοδήποτε άλλο γεγονός στη χώρα.

Αλλά ήταν ο τέως Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ που έκανε πολύ πιο καταστροφική ζημιά. Ο Τραμπ έδωσε το πράσινο φως για την άσκοπη και προκλητική μετακίνηση της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, μέρος της οποίας βρίσκεται σε έδαφος που τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν ότι κατέχεται παράνομα από το Ισραήλ ήδη από τον πόλεμο του 1967. Η εν λόγω κίνηση έφερε ρήξη σε μια άλλη μακροχρόνια αμερικανική διαπραγματευτική θέση – ότι η Ιερουσαλήμ τελικά θα αποτελούσε «κοινό κεφάλαιο» μεταξύ των δύο λαών.

Οι κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ που πυροδότησαν την ένταση

«Προειδοποιώντας ότι η μετακίνηση της πρεσβείας θα είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου αναστάτωση στην περιοχή, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ και οι σύμμαχοί της χαίρονταν κυρίως για το πόσο έξυπνοι ήταν» σημειώνει ο αρθρογράφος. Καθώς δεν είδαν να ξεσπά αμέσως το χάος στην Παλαιστίνη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για μετακίνηση της πρεσβείας δεν θα είχε κανένα αντίκτυπο. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο Τραμπ αναγνώρισε, στη συνέχεια, τη μόνιμη ισραηλινή προσάρτηση των κατεχόμενων Υψωμάτων του Γκολάν και ακύρωσε μια απόφαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του 1978, ότι οι ισραηλινοί οικισμοί στη Δυτική Όχθη ήταν παράνομοι.

Αντίθετα, η κυβέρνηση Τραμπ έδωσε στην ισραηλινή κυβέρνηση λευκή άδεια όχι μόνο για να επεκτείνει τους υφιστάμενους οικισμούς, αλλά να παραχωρήσει ακόμη και σε απομονωμένους καταυλισμούς οπουδήποτε στη Δυτική Όχθη νομιμότητα και κυριαρχία. Η υποταγή της κυβέρνησης Τραμπ στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και τη μαξιμαλιστική κυβέρνησή του ήταν τόσο πλήρης που η δημοσκόπηση έδειξε ότι το Ισραήλ θα είχε δώσει στον πρώην πρόεδρο το μεγαλύτερο περιθώριο του έναντι του Μπάιντεν, αν αποτελούσε κράτος των ΗΠΑ.

Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, η κυβέρνηση Τραμπ ενεπλάκη και στη Συμφωνία του Ιράν. Ούτε καν οι αξιωματούχοι του Τραμπ, που ήταν υπεύθυνοι για αυτή την πράξη διπλωματικής δολιοφθοράς, δεν μπορούσαν να εντοπίσουν κανέναν λόγο για να γίνει αυτό. Η κίνηση ήταν αναμενόμενο ότι θα οδηγούσε σε επανέναρξη των ιρανικών πυρηνικών δραστηριοτήτων, αλλά και στην εκλογή μιας εξαιρετικά σκληρής κυβέρνησης στην Τεχεράνη που διπλασίασε την καταστροφική της ανάμιξη στις περιφερειακές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μετρητών, εκπαίδευσης και όπλων στους μαχητές της Χαμάς.

Ο αμέτοχος Τζο Μπάιντεν που έπεσε στην παγίδα

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε ελάχιστα για να ανατρέψει οποιαδήποτε από αυτές τις καταστροφές του Τραμπ, και ακόμη πήρε τη σκυτάλη για να βοηθήσει το Ισραήλ να συνάψει χωριστές ειρηνευτικές συμφωνίες με αραβικά κράτη αντί να ενθαρρύνει την επανέναρξη των συνομιλιών με τους Παλαιστίνιους. Ο Μπάιντεν αρνήθηκε να προχωρήσει στην επαναλειτουργία του προξενείου στην Ιερουσαλήμ για τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τις φρικτές επιθέσεις της Χαμάς στο εσωτερικό του Ισραήλ είναι παράλογος, σαν να σπρώχνεις μια φωλιά με σφήκες, μετά να τρέχεις και να κατηγορείς στη συνέχεια το κορόιδο που έτυχε να βρεθεί στη διαδρομή και που τελικά τσιμιέται από τις εξαγριωμένες σφήκες.

Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε ό,τι μπορούσε για να ενθαρρύνει και να νομιμοποιήσει την παλαιστινιακή βία κατά των Ισραηλινών, και οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν το δικαίωμα να κουνήσουν το δάχτυλο στον Μπάιντεν γι’ αυτό, υποστηρίζει ο αρθρογράφος. Ακόμη χειρότερα είναι οι ψευδείς και αποκρουστικές κατηγορίες τσαρλατάνων όπως ο επιχειρηματίας Βιβέκ Ραμασβάμι και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν «χρηματοδότησε τη Χαμάς», ένα ψέμα που σίγουρα θα λένε επανειλημμένα ως τις επόμενες εκλογές, ανεξάρτητα από το πόσα άρθρα που δημοσιεύονται αποδομούν αυτά τα επιχειρήματά τους.

«Ο Μπάιντεν δεν πρέπει να επιτρέψει μετά από αυτή την τραγωδία οι Ηνωμένες Πολιτείες να γυρίσουν πίσω στην προηγούμενη κυβέρνηση, στη σκληρή στρατιωτική τους στάση στην περιοχή ή να ενθαρρύνει τις ισραηλινές στρατιωτικές επιθέσεις σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις ως αντίποινα για τον ρόλο της Τεχεράνης στις επιθέσεις. Αντίθετα, η κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτή τη φοβερή στιγμή ως ευκαιρία για να προωθήσει ένα νέο όραμα ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ένα όραμα που δεν βασίζεται σε άγνωστες μέχρι τώρα προτάσεις για κρατική συγκρότηση που στερούνται οτιδήποτε πλησιάζει στην υποστήριξη της πλειοψηφίας στο Ισραήλ ή την Παλαιστίνη» καταλήγει ο αρθρογράφος Ντέιβιντ Φάρις.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από