Η δίωξη σε βάρος του Τραμπ υπογραμμίζει ότι η Αμερική θα βρεθεί αντιμέτωπη ξανά με τον βαθύ διχασμό της
Από πολλές απόψεις είναι μια ιστορική δίωξη. Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ και διεκδικητής σήμερα του χρίσματος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2024, βρίσκεται αντιμέτωπος με βαριές κατηγορίες που αφορούν την αμφισβήτηση του αποτελέσματος των εκλογών του 2020, τότε που οι ΗΠΑ είχαν την τραυματική εμπειρία της εισβολής ενός όχλου οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ οδεύουν προς την ούτως ή άλλως παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024, μέσα σε ένα κλίμα όπου στους λόγους πόλωσης θα προστεθεί και η δίωξη σε βάρος του Τραμπ.
Οι ΗΠΑ θα έχουν την πρωτόγνωρη εμπειρία να διεξάγεται η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές και ταυτόχρονα να διεξάγεται και μια δίκη σε βάρος ενός εκ των δύο βασικών διεκδικητών της προεδρίας.
Για την ακρίβεια ο Τραμπ θα αντιμετωπίσει το επόμενο διάστημα αρκετές δίκες. Το Μάρτιο αναμένεται να ξεκινήσει μια δίκη για την παραποίηση των επιχειρηματικών αρχείων του. Τον Μάιο είναι η δίκη για το γεγονός ότι κατείχε απόρρητα έγγραφα. Μια αστική υπόθεση για επιχειρηματική απάτη πρόκειται να εκδικαστεί τον Οκτώβριο. Και είναι πιθανό να του ασκηθεί δίωξη στην Πολιτεία της Τζόρτζια για τον τρόπο που αμφισβήτησε το εκλογικό αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη Πολιτεία. Και βέβαια η κορυφαία δίκη θα είναι αυτή στην οποία παραπέμφθηκε ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου στην Ουάσιγκτον και αφορά κατηγορίες για συμμετοχή του Τραμπ στην προσπάθεια να εξαπατηθούν οι ΗΠΑ, να παρεμποδιστεί μια επίσημη κυβερνητική διαδικασία, δηλαδή η επικύρωση του αποτελέσματος του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, και να στερηθούν οι πολίτες είναι ένα πολιτικό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα να καταμετρηθούν οι ψήφοι τους.
Ουσιαστικά, σε μια ιστορική δίωξη, ένας πρώτην Πρόεδρος και σημερινός διεκδικητής της προεδρίας, με πραγματικές δυνατότητες να την κερδίσει στις εκλογές του 2024, κατηγορείται ότι στράφηκε ενάντια στην ίδια τη δημοκρατική διαδικασία όπως είναι αυτή ορίζεται στις ΗΠΑ.
Η αντίδραση Τραμπ
Η αντίδραση του Τραμπ, που δήλωσε αθώος σε όλες τις κατηγορίες, ήταν να υποστηρίξει ότι η δίωξη σε βάρος του και η παραπομπή του σε δίκη είναι το προϊόν μιας πολιτικής βεντέτας από τη μεριά των αντιπάλων του και υποστήριξε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση φέρεται εναντίον του με τρόπο ανάλογο της ναζιστικής Γερμανία, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και άλλων αυταρχικών καθεστώτων.
Όλα αυτά προαναγγέλλουν μια τακτική από τη μεριά του Τραμπ που θα προσπαθήσει να μετατρέψει την προεκλογική εκστρατεία σε μια δίκη των αντιπάλων του ενώπιον της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Δύο οπτικές
Την ίδια ώρα καταγράφονται δύο διαφορετικές και σε μεγάλο βαθμό ασύμβατες μεταξύ τους αντιδράσεις απέναντι στις διώξεις σε βάρος του Τραμπ.
Για όσους στέκονται απέναντι στον Τραμπ και για όσους τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου παραμένουν μια στιγμή όπου αμφισβητήθηκε ο πυρήνας της αμερικανικής δημοκρατίας, ο εντυπωσιακός αριθμός διώξεων που αντιμετωπίζει ο Τραμπ και η σοβαρότητα των σε βάρος του κατηγοριών έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι δεν έπρεπε ποτέ να είχε εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Όμως, υπάρχει και ένα σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων που συμπαρατάσσονται με τον Τραμπ, που θεωρούν ότι υπάρχει μια εργαλειοποίηση των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και ότι όντως το 2020 το αποτέλεσμα των εκλογών εκλάπη από τον Τραμπ και που σήμερα βλέπουν μια συνωμοσία για να τον εμποδίσουν να κερδίσει ξανά τις εκλογές.
Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πια το «τραμπικό» κόμμα τις ΗΠΑ
Ακόμη μεγαλύτερη φόρτιση δίνει στην αντιπαράθεση αυτή το γεγονός ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα συμπαρατάσσεται σχεδόν ομόθυμα με τον Τραμπ και αναπαράγει τη ρητορική του για τις σε βάρος του διώξεις. Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις συμπαράστασης στον Τραμπ και καταδίκης της νέας δίωξης που ήρθαν από τα βασικά στελέχη του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των συνυποψηφίων του για την προεδρία.
Ας μην ξεχνάμε ότι παρότι υποτίθεται ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα προσπάθησε μετά το 2021 να αποστασιοποιηθεί από τον Τραμπ, στην πραγματικότητα ο έλεγχός του πάνω στο κόμμα αυξήθηκε. Μπορεί να μην κατάφερε να βγάλει όλους του υποψηφίους που υποστήριξε στις εκλογές στο μέσο της θρησκείας (mid-terms) τον Νοέμβριο του 2022, όμως αυτή τη στιγμή προηγείται στις δημοσκοπήσεις με συντριπτική διαφορά από τους άλλους υποψήφιους για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων και όλα αυτά δείχνουν ότι οι βάρος του διώξεις ειδικά σε αυτό το κοινό θα καταστήσουν ακόμη πιο βέβαιη την κατάκτηση του χρίσματος.
Από την άλλη, σε σχέση με τις ίδιες τις προεδρικές εκλογές, οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τον Τραμπ και τον Μπάιντεν να είναι περίπου ισοδύναμοι στις δημοσκοπήσεις, αν και εδώ υπάρχει ένα ζήτημα ως προς το θα επηρεαστεί το ευρύτερο εκλογικό σώμα (και όχι μόνο οι «στενά» Ρεπουμπλικάνοι) από τις διώξεις σε βάρος του Τραμπ.
Μια διαιρεμένη χώρα
Αυτό που είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη ανησυχία με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 δεν ήταν τόσο ότι μπόρεσε να φτιαχτεί ένας όχλος υποστηριχτών του Τραμπ. Άλλωστε, η χώρα έχει μια μακρά παράδοση μεγάλων διαδηλώσεων στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον. Ούτε ότι βρέθηκαν μερικές χιλιάδες ακροδεξιοί και συνωμοσιολόγοι που προσπάθησαν να εισβάλουν στο Καπιτώλιο. Είναι ότι όλα αυτά έχουν μια πολύ ευρύτερη απήχηση.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι αμερικανών που ασπάζονται την ιδιαίτερη ατζέντα που εκπροσωπεί ο Τραμπ και όχι μόνο ως προς το θέμα του εάν υπήρξε «αλλοίωση» του αποτελέσματος στις εκλογές του 2020.
Είναι αυτοί που παραμένουν ιδιαίτερα συντηρητικοί, που θέλουν λιγότερες κρατικές παρεμβάσεις, που τείνουν να είναι περισσότερο θρησκευόμενοι, που είναι κατά των αμβλώσεων, που αμφισβητούν ότι υπάρχει κλιματική αλλαγή και σίγουρα δεν θέλουν στο όνομα της κλιματικής αλλαγής να σταματήσουν οι εξορύξεις και τα φτηνά ορυκτά καύσιμα, που βλέπουν με πολύ μεγάλη δυσπιστία τα μέτρα «θετικών διακρίσεων» υπέρ των μειονοτήτων, που δεν πολυσυμπαθούν την ορατότητα και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που θεωρούν ότι παρατράβηξε το κακό με την “woke culture”, που θεωρούν ότι πρέπει να περιοριστεί η μεγάλη αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή εκτός συνόρων και που βέβαια θεωρούν απόλυτο και ιερό δικαίωμα την οπλοκατοχή.
Αυτή η συντηρητική, «αντιδραστική» και σε πολύ μεγάλο βαθμό «λευκή» Αμερική, που σε μεγάλο βαθμό π.χ. εκπροσωπείται από την τρέχουσα συντηρητική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως φάνηκε από αποφάσεις όπως αυτές που αυτές αμφισβήτησαν το δικαίωμα στην άμβλωση και τις «θετικές διακρίσεις» υπέρ των μειονοτήτων, είναι ένα ερώτημα εάν θα είναι πλειοψηφική στις εκλογές, αλλά σίγουρα είναι συμπαγής, υπαρκτή μέσα στη δυναμική της και αυτή τη στιγμή αναγνωρίζει εαυτόν κυρίως στην καμπάνια του Τραμπ.
Tην ίδια στιγμή υπάρχει και η απέναντι παράταξη, κάτι που αποτυπώθηκε στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών το 2020, όπου έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα τα πιο μορφωμένα στρώματα, οι γυναίκες, οι μειονότητες (ιδίως οι Μαύροι) που στον απόλυτο αριθμό των ψήφων ήταν σαφώς πλειοψηφική.
Το βασικό είναι ακριβώς ότι σε μεγάλο βαθμό αυτές οι «δύο Αμερικές» δεν επικοινωνούν σε αρκετά ζητήματα, με τις απόψεις να παραμένουν ασύμβατες και να μην μπορεί εύκολα να γίνει σαφές ποια είναι η ηγεμονική άποψη. Αυτό αποτυπώνεται ενίοτε και σε θεσμικό επίπεδο, όπως π.χ. συμβαίνει με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που έρχονται σε σύγκρουση με μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ή όποτε μπλοκάρει ο μηχανισμός διαμόρφωσης συναινέσεων στο Κογκρέσο.
Όλα αυτά έρχονται σε μια συγκυρία ούτως ή άλλως μεταβατική και κρίσιμη για τις ΗΠΑ. Παραμένει η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, αλλά πλέον επιδιώκει να διατηρήσει το τεχνολογικό προβάδισμα κυρίως μέσω κυρώσεων σε βάρος της Κίνας. Προσπαθεί να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα αλλά αυτό τη στιγμή περνάει και μέσα από την κλιμακούμενη εμπλοκή σε έναν πόλεμο, αυτόν στην Ουκρανία που πολύ δύσκολα θα κερδηθεί. Υπερασπίζεται την παγκοσμιοποίηση αλλά ταυτόχρονα όλο και πιο συχνά επιλέγει οικονομικές πολιτικές και εθνικής αναδίπλωσης. Και βέβαια εξακολουθεί να μην έχει υπερβεί τη βαριά κληρονομιά του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων.