15 μήνες μαχών στην Ουκρανία κατέστησαν σαφές ότι καμία πλευρά δεν έχει την ικανότητα -ακόμη και με εξωτερική βοήθεια- να επιτύχει μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη έναντι της άλλης.
Με ανάλυσή του στο περιοδικό Foreign Affairs ο πολιτικός επιστήμονας στη RAND Corporation και πρώην στέλεχος στο Επιτελείο Σχεδιασμού Πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Samuel Charap, εξηγεί ποιά είναι η πιθανότερη έκβαση του πολέμου, ώστε να αποφευχθεί μια παρατατεταμένη σφαγή, ακόμα και αν βγει η Ουκρανία ακρωτηριασμένη.
Το πρόβλημα για τους Ουκρανούς είναι πως, ανεξάρτητα από το πόση περιοχή μπορούν να απελευθερώσουν, η Ρωσία θα διατηρήσει την ικανότητα να αποτελεί μόνιμη απειλή για την Ουκρανία.
Από την άλλη, όμως, ο ουκρανικός στρατός θα έχει την ικανότητα να είναι επίφοβος για τις περιοχές που έχουν καταλάβει οι Ρώσοι, κάνοντας το Κρεμλίνο να πληρώσει μεγάλο τίμημα για να εκπληρώσει τους πολιτικούς του στόχους.
Συνεπώς, «αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια καταστροφική, χρόνια σύγκρουση που δεν παράγει οριστικό αποτέλεσμα» εξηγεί ο Charap.
Σημειώνεται ότι η RAND Corporation, θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές δεξαμενές σκέψης στην Ουάσινγκτον.
Ακόμα και αν πετύχει η ουκρανική αντεπίθεση
Ειδικότερα, ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας επισημαίνει πως η ευκαιρία των Ουκρανών για μια επιτυχημένη επιθετική εκστρατεία καταπονεί ήδη τους πόρους των δυτικών κυβερνήσεων. Αλλά ακόμα κι αν πάει καλά, δυστυχώς για το Κίεβο μια αντεπίθεση δεν θα έχει στρατιωτικά αποφασιστικό αποτέλεσμα. Πράγματι, ακόμη και μια σημαντική κίνηση στην πρώτη γραμμή δεν θα τερματίσει απαραίτητα τη σύγκρουση.
«Γενικότερα, οι διακρατικοί πόλεμοι δεν τελειώνουν όταν οι δυνάμεις της μιας πλευράς ωθούνται πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο του χάρτη. Με άλλα λόγια, η εδαφική κατάκτηση -ή η ανακατάκτηση- δεν είναι από μόνη της μια μορφή τερματισμού του πολέμου» συμπεραίνει ο εμπειρογνώμονας.
Το ίδιο πιθανότατα θα ισχύει και στην Ουκρανία: ακόμη κι αν το Κίεβο τα κατάφερνε καλά πέρα από κάθε προσδοκία και ανάγκαζε τα ρωσικά στρατεύματα να υποχωρήσουν πέρα από τα διεθνή σύνορα, η Μόσχα δεν θα σταματούσε απαραίτητα να πολεμά.
Όπως και με τη Γερμανία στον Α’ ΠΠ
Η ελπίδα στις δυτικές πρωτεύουσες είναι ότι τα κέρδη του Κιέβου στο πεδίο της μάχης θα αναγκάσουν τον Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και είναι πιθανό να μειώσει την αισιοδοξία της Μόσχας για τη συνέχιση των μαχών. Ωστόσο, το πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημειώνει ότι η απώλεια εδαφικού ελέγχου δεν ισοδυναμεί με την απώλεια ενός πολέμου, ούτε προκαλεί απαραίτητα πολιτικές παραχωρήσεις.
«Ο Πούτιν θα μπορούσε να ανακοινώσει μια νέα κινητοποίηση, να εντείνει την εκστρατεία βομβαρδισμού του στις πόλεις της Ουκρανίας ή απλώς να κρατήσει τη γραμμή, πεπεισμένος ότι ο χρόνος θα λειτουργήσει υπέρ του και εναντίον της Ουκρανίας. Μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να αγωνίζεται ακόμα κι αν πιστεύει ότι θα χάσει».
Γι’ αυτό και ο Charap, υπενθυμίζει πως υπάρχουν κράτη στην ιστορία που επέλεξαν να συνεχίσουν να μάχονται παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζουν το αναπόφευκτο της ήττας. «Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη Γερμανία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν ολίγοις, τα κέρδη στο πεδίο της μάχης δεν θα επιφέρουν απαραίτητα τον τερματισμό του πολέμου».
Δεν έχει σημασία που βρίσκεται η γραμμή
Η Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια εντυπωσιακή μαχητική δύναμη με βοήθεια δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκτεταμένη εκπαίδευση και υποστήριξη πληροφοριών από τη Δύση. Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις θα είναι σε θέση να κρατήσουν σε κίνδυνο οποιεσδήποτε περιοχές υπό ρωσική κατοχή. Επιπλέον, το Κίεβο θα διατηρήσει την ικανότητα να χτυπήσει την ίδια τη Ρωσία, όπως έχει αποδείξει με συνέπεια τον περασμένο χρόνο.
Φυσικά, ο ρωσικός στρατός θα έχει επίσης την ικανότητα να απειλήσει την ουκρανική ασφάλεια. Αν και οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν υποστεί σοαβρές απώλειες, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι επικίνδυνες. «Όπως καταδεικνύουν καθημερινά, ακόμη και στην τρέχουσα θλιβερή τους κατάσταση, μπορούν να προκαλέσουν σημαντικό θάνατο και καταστροφή τόσο για τις ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις όσο και για τους πολίτες».
Η εκστρατεία για την καταστροφή του ηλεκτρικού δικτύου της Ουκρανίας μπορεί να έχει αποτύχει, αλλά η Μόσχα θα διατηρήσει την ικανότητα να χτυπά τις πόλεις της Ουκρανίας ανά πάσα στιγμή χρησιμοποιώντας αεροπορική δύναμη, χερσαία μέσα και όπλα εκτόξευσης από τη θάλασσα.
«Με άλλα λόγια» επισημαίνει ο Charap, «ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η πρώτη γραμμή, η Ρωσία και η Ουκρανία θα έχουν τις δυνατότητες να αποτελούν μόνιμη απειλή η μία για την άλλη. Αλλά τα στοιχεία του περασμένου έτους δείχνουν ότι κανένας από τους δύο δεν έχει ή δεν θα έχει την ικανότητα να επιτύχει μια αποφασιστική νίκη – υποθέτοντας, φυσικά, ότι η Ρωσία δεν καταφεύγει σε όπλα μαζικής καταστροφής (και ακόμη και αυτό μπορεί να μην εξασφαλίσει τη νίκη)».
Ένας παρατεταμένος πόλεμος
Ο Αμερικανός ειδικός επικαλείται μάλιστα μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, για να επισημάνει πόσο παρατεταμένος θα είναι ο πόλεμος. Σύμφωνα με δεδομένα για την περίοδο 1946- 2021 που συγκεντρώθηκαν από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, το 26 % των διακρατικών πολέμων τελειώνουν σε λιγότερο από ένα μήνα και ένα άλλο 25 % μέσα σε ένα χρόνο.
Αλλά η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι «όταν οι διακρατικοί πόλεμοι διαρκούν περισσότερο από ένα χρόνο, εκτείνονται σε πάνω από μια δεκαετία κατά μέσο όρο».
Ακόμη και εκείνοι που διαρκούν λιγότερο από 10 χρόνια μπορεί να είναι εξαιρετικά καταστροφικοί. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, για παράδειγμα, διήρκεσε σχεδόν οκτώ χρόνια, από το 1980 έως το 1988, και είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν μισό εκατομμύριο νεκρούς από μάχη και περίπου άλλους τόσους τραυματίες. «Μετά από όλες τις θυσίες της, η Ουκρανία αξίζει να αποφύγει μια τέτοια μοίρα» λέει ο Charap.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα
Δεδομένου ότι θα χρειαστούν συνομιλίες, για τον Charap το πιο εύλογο τέλος στον πόλεμο είναι μια συμφωνία ανακωχής, καθώς αποκλείει την διευθέτηση.
«Μια ανακωχή -ουσιαστικά μια διαρκής συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που δεν γεφυρώνει τις πολιτικές διαφορές- θα τερμάτιζε τον πόλεμο της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά όχι την ευρύτερη σύγκρουσή τους».
Πρώτη φορά που συνέβη τέτοια ανακωχή ήταν στην Κορέα το 1953, η οποία αφορούσε αποκλειστικά τη μηχανική διατήρησης της κατάπαυσης του πυρός, αφήνοντας ανεπίλυτα όλα τα πολιτικά ζητήματα.
«Αν και η Βόρεια και η Νότια Κορέα εξακολουθούν να βρίσκονται τεχνικά σε πόλεμο, και αμφότερες διεκδικούν το σύνολο της χερσονήσου ως κυρίαρχο έδαφός τους, η ανακωχή έχει σε μεγάλο βαθμό επικρατήσει. Ένα τόσο μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα είναι ο πιο πιθανός τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος» εκτιμά ο Charap.
Δεν γίνεται εν μια νυκτί
Ωστόσο, ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας επισημαίνει ότι η διπλωματία δεν θα αποφέρει αποτελέσματα εν μία νυκτί.
Πράγματι, θα χρειαστούν εβδομάδες ή ίσως μήνες για να έρθουν οι σύμμαχοι και η Ουκρανία στην ίδια σελίδα σχετικά με μια διαπραγματευτική στρατηγική – και ακόμη περισσότερο για να καταλήξουν σε συμφωνία με τη Ρωσία όταν αρχίσουν οι συνομιλίες.
Ενδεικτικά, στον Πόλεμο της Κορέας χρειάστηκαν 575 συναντήσεις σε διάστημα δύο ετών για να οριστικοποιηθούν οι σχεδόν 40 σελίδες της συμφωνίας. «Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν δημιουργηθεί αύριο μια πλατφόρμα διαπραγματεύσεων, θα περνούσαν μήνες μέχρι να σωπάσουν τα όπλα, στην Ουκρανία».
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν έτσι μια επιλογή σχετικά με τη μελλοντική τους στρατηγική. Θα μπορούσαν να αρχίσουν να προσπαθούν να κατευθύνουν τον πόλεμο προς ένα τέλος μέσω διαπραγματεύσεων τους επόμενους μήνες. Ή θα μπορούσαν να το κάνουν σε χρόνια από τώρα.
Ο Charap προειδοποιεί πως «εάν αποφασίσουν να περιμένουν, τα θεμελιώδη στοιχεία της σύγκρουσης πιθανότατα θα είναι τα ίδια, αλλά το κόστος του πολέμου -ανθρώπινο, οικονομικό κτλ- θα έχει πολλαπλασιαστεί. Επομένως, μια αποτελεσματική στρατηγική για αυτό που έχει γίνει η πιο συνεπακόλουθη διεθνής κρίση σε τουλάχιστον μια γενιά απαιτεί από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να αλλάξουν την εστίασή τους και να αρχίσουν να διευκολύνουν ένα τέλος».
Η Ουκρανία θα μείνει ακρωτηριασμένη
Ωστόσο, έχει σημασία ότι Charap κάνει λόγο για ένα φινάλε ανακωχής που θα άφηνε την Ουκρανία -τουλάχιστον προσωρινά- ακρωτηριασμένη.
Ωστόσο αυτό θα της επέτρεπε να ανακάμψει οικονομικά και ο θάνατος και η καταστροφή θα τελείωναν.
Μπορεί να παρέμενε εγκλωβισμένη σε μια σύγκρουση με τη Ρωσία για τις κατειλλημένες περιοχές, αλλά αυτή η σύγκρουση θα διαδραματιζόταν στον πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό τομέα, όπου, με τη δυτική υποστήριξη, η Ουκρανία θα είχε πλεονεκτήματα.
Η επιτυχής επανένωση της Γερμανίας, το 1990, μιας άλλης χώρας που διχάζεται από όρους ειρήνης, δείχνει ότι η εστίαση σε μη στρατιωτικά στοιχεία της αμφισβήτησης μπορεί να παράγει αποτελέσματα.
Εν τω μεταξύ, μια ρωσο-ουκρανική ανακωχή δεν θα τερμάτιζε επίσης την αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά οι κίνδυνοι μιας άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης θα μειωνόταν δραματικά και οι παγκόσμιες συνέπειες του πολέμου θα μετριάζονταν.
Πολλοί σχολιαστές θα συνεχίσουν να επιμένουν ότι αυτός ο πόλεμος πρέπει να αποφασιστεί μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά ο Charap, πιστεύει ότι αυτή η άποψη απορρίπτει το πώς οι δομικές πραγματικότητες του πολέμου είναι απίθανο να αλλάξουν ακόμη και αν αλλάξει η πρώτη γραμμή, ένα αποτέλεσμα που από μόνο του δεν είναι εγγυημένο.
«Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να είναι σε θέση να βοηθήσουν την Ουκρανία ταυτόχρονα στο πεδίο της μάχης και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τώρα είναι η ώρα να ξεκινήσουν» καταλήγει το πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.