Ναρκωτικά, ένας παράλληλος «πόλεμος» στο Αφγανιστάν

Ναρκωτικά, ένας παράλληλος «πόλεμος» στο Αφγανιστάν

Οι Ταλιμπάν, η παραγωγή οπίου στα αφγανικά εδάφη και το… μεταναστευτικό

Η πρόσφατη ανάλυση δεδομένων από δορυφορικές εικόνες που έκανε η βρετανική εταιρεία Alcis αποκάλυψε μια εκ πρώτης όψεως ευχάριστη έκπληξη από τα εδάφη του Αφγανιστάν.

Στο μετονομασθέν εδώ και περίπου δύο χρόνια Ισλαμικό Εμιράτο, οι σκοταδιστές Ταλιμπάν φαίνεται να έχουν πετύχει μια άνευ προηγουμένου μείωση της καλλιέργειας παπαρούνας για την παραγωγή οπίου μέσα στον τελευταίο χρόνο.

Διαβάστε επίσης: Η ώρα της κρίσης για Σλούκα: Σήμερα το ραντεβού με τους Αγγελόπουλους

Στην νότια επαρχία Χελμάντ -μέχρι πρότινος κορυφαία παραγωγό του είδους- οι εκτάσεις των εν λόγω καλλιεργειών έχουν μειωθεί αισθητά.

Από 1.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα που κάλυπταν το 2022, φέτος μετά βίας φτάνουν τα 10 τ.χλμ.

«Οι Ταλιμπάν έχουν επιτυχώς μειώσει την καλλιέργεια παπαρούνας κατά περισσότερο από 99% στην επαρχία Χελμάντ, η οποία προηγουμένως παρήγαγε περισσότερο από το 50% του οπίου στη χώρα», επισημαίνεται στην έκθεση.

Η μείωση «ξεπερνά κάθε προηγούμενη εθνική απαγόρευση της παπαρούνας στο Αφγανιστάν», υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Μάνσφιλντ, συνεργάτης της Alcis και κορυφαίος εμπειρογνώμονας σε θέματα εμπορίου ναρκωτικών στην κεντρο-ασιατική χώρα.

«Ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων προσπαθειών του Ισλαμικού Εμιράτου, η καλλιέργεια της παπαρούνας έχει εξαλειφθεί στη χώρα», διακήρυξε τις προάλλες ο ανώτατος ηγέτης των Ταλιμπάν, Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα.

Ήταν με δικό του διάταγμα τον περασμένο Απρίλιο που απαγορεύτηκε η παραγωγή, η χρήση, η μεταφορά και το εμπόριο όλων των παράνομων ναρκωτικών ουσιών στο Αφγανιστάν.

Ως βασικό κίνητρο μνημονεύονται θρησκευτικοί λόγοι, καθώς το Ισλάμ απαγορεύει τη χρήση ναρκωτικών.

Η προηγούμενη φορά που είχε επιβληθεί κάτι ανάλογο ήταν το 2001, λίγο πριν οι ΗΠΑ και σύμμαχοί τους κηρύξουν πόλεμο κατά των Ταλιμπάν.

Επέμβαση που έμελλε να διαρκέσει 20 χρόνια, με άδοξο τέλος για τη Δύση και για τον λαό του Αφγανιστάν.

Όμως ως προς το θέμα των ναρκωτικών «οι Ταλιμπάν φαίνεται να έχουν πετύχει αυτό που η Δύση δεν κατάφερε», παρατηρεί η ανταποκρίτρια του BBC στη Νότια Ασία, Γιόγκιτα Λιμάγιε.

«Υπάρχουν πάντως ερωτήματα», προσθέτει, «για το πόσο καιρό μπορούν να διατηρήσουν» την κατάσταση ως έχει στην καλλιέργεια παπαρούνας.

Μοιραία αυτό ακούγεται οξύμωρο για τους φονταμενταλιστές ισλαμιστές, που μετά την επάνοδό τους στην εξουσία σημειώνουν το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο.

Από τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέχρι την καταρρακωμένη -και υπό τον κλοιό κυρώσεων- αφγανική οικονομία.

Πηγή: alcis.org

Θάβοντας το «σεντούκι»;

Πολλοί στη Δύση κρατούν «μικρό καλάθι» ακόμη και για το μοναδικό αυτό -καταχωρημένο προσώρας ως θετικό- επίτευγμα των Ταλιμπάν.

Μέχρι και πέρυσι τον Νοέμβριο, τα στοιχεία από το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) έδειχναν ότι η καλλιέργεια οπίου στο Αφγανιστάν ήταν η πιο κερδοφόρα εδώ και χρόνια.

Αυξήθηκε κατά 32% σε ετήσια βάση, με κίνητρο των εγχώριων καλλιεργητών την έξοδο από την ακραία φτώχεια και με ώθηση την εκτόξευση της τιμής του οπίου μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης από τους Ταλιμπάν.

Έτσι, μέσα στο 2022 από τα αφγανικά εδάφη προήλθε το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου.

Η δε ηρωίνη από αφγανικό όπιο εξακολουθεί να αποτελεί το 95% της ευρωπαϊκής αγοράς.

Συνολικά η καλλιέργεια παπαρούνας οπίου -από το οποίο παράγονται από ηρωίνη, μέχρι μορφίνη- αντιπροσώπευε μέχρι και πέρυσι το 10% του αφγανικού ΑΕΠ.

Τα στοιχεία του UNOCD δείχνουν ότι το εισόδημα των Αφγανών αγροτών υπερτριπλαστιάστηκε από τις πωλήσεις οπίου, φτάνοντας σε σύνολο τα 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια.

«Η οικονομία του οπίου ήταν επί μακρόν ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες του Αφγανιστάν», παρατηρεί ο Ντέιβιντ Μάνσφιλν.

Μεγάλο τώρα ερώτημα είναι τι μέλλει γενέσθαι μετά την εφαρμογή των απαγορεύσεων και την καταστροφή μεγάλου μέρους των καλλιεργειών παπαρούνας.

«Η εκτεταμένη επιβολή της δείχνει την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα και το ειδικό βάρος που έχει το συμβούλιο της Κανταχάρ στη λήψη αποφάσεων στο Ισλαμικό Εμιράτο», γράφει στον ιστότοπο The Diplomat η ειδική αναλύτρια Δρ. Σάντι Μαρίετ Ντ’Σούζα.

«Άλλες φατρίες, συμπεριλαμβανομένων των Χακάνις, που ελέγχουν το υπουργείο Εσωτερικών, έχουν συμμορφωθεί», επισημαίνει. «Τουλάχιστον προς το παρόν»…

Το αν όμως οι Ταλιμπάν θα μπορέσουν να επεκτείνουν την εφαρμογή της απαγόρευσης με τον ίδιο ζήλο σε πιο απομακρυσμένες επαρχίες είναι ένα άλλο ερώτημα, προσθέτει.

Πολυπαραγοντικό λαθρεμπόριο

Οι καταστροφές και αναγκαστικές αντικαταστάσεις καλλιεργειών παπαρούνας έχουν προς το παρόν επικεντρωθεί σε προσβάσιμες επαρχίες, όπως η Νανγκαράρ στα ανατολικά και οι Κανταχάρ και Χελμάντ στα νότια.

Όμως σε άλλες επαρχίες, όπως στο Μπανταχσάν στα βορειοανατολικά, δεν έχουν αναφερθεί ανάλογες επιχειρήσεις των αρχών.

Το δε «χρυσό» εμπόριο του οπίου και των παραγώγων του «διευθύνεται από περιφερειακά και πολυεθνικά καρτέλ, με πολύπλοκα παράνομα δίκτυα σε ολόκληρη την περιοχή», υπογραμμίζει η Δρ. Ντ’Σούζα.

Μόλις τον περασμένο Μάιο, ενώ εφαρμόζονταν ήδη τα κατασταλτικά μέτρα των Ταλιμπάν για τις καλλιέργειες παπαρούνας, κατασχέθηκαν στην Ινδία σχεδόν 2.500 κιλά μεθαμφεταμίνης αφγανικής παραγωγής.

Όπως διαπιστώθηκε, τα διακινούσαν πακιστανικά και ιρανικά καρτέλ.

Τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών αφγανικής προέλευσης συνεχίζουν να κατακλύζουν την ευρωπαϊκή αγορά, την αφρικανική ήπειρο, τη Σρι Λάνκα, μέχρι και την Αυστραλία.

Κι όπως εύστοχα παρατηρεί η Ινδή αναλύτρια: «Θα είναι απλά αδιανόητο όλοι οι εμπλεκόμενοι “παίκτες” να κατεβάσουν ρολά σε αυτό το εμπόριο χωρίς μάχη».

Δεν είναι οι μόνοι…

Με τους αγρότες να αναγκάζονται πλέον να στραφούν σε λιγότερο αποδοτικές και κερδοφόρες καλλιέργειες -όπως το σιτάρι- έχουν αναφερθεί βίαιες συγκρούσεις σε γεωργικές περιοχές με δυνάμεις των Ταλιμπάν.

Στις νότιες περιοχές του Αφγανιστάν «η απαγόρευση θα έχει ήδη αρχίσει να πλήττει τους ακτήμονες», αναφέρει ο Μάνσφιλντ.

Το ξεπούλημα «οχημάτων, χρυσού και γης θα γίνει ένας από τους λίγους βιώσιμους τρόπους επιβίωσης για τις οικογένειες σε αυτές τις περιοχές», προβλέπει.

Στη μοίρα τους έχουν παράλληλα αφεθεί και τα πλήθη των Αφγανών τοξικοεξαρτημένων -περίπου το 10% του πληθυσμού, σύμφωνα με το UNODC- καθώς τα κέντρα απεξάρτησης υπολειτουργούν ελλείψει πόρων.

Όμως το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η απαγόρευση των Ταλιμπάν δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη σε μια οικονομικά κατεστραμμένη χώρα, όπου ο αριθμός των φτωχών έχει ήδη αυξηθεί από 19 σε 34 εκατομμύρια μεταξύ του 2020 και του 2022.

Οι… παρενέργειες του «πολέμου κατά του οπίου»

«Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί και υποφέρουν, όμως η ζημιά από το όπιο είναι μεγαλύτερη από τα οφέλη», δήλωσε εκπρόσωπος των Ταλιμπάν στο BBC.

«Όσον αφορά τις εναλλακτικές πηγές βιοπορισμού», προσέθεσε, «θέλουμε η διεθνής κοινότητα να βοηθήσει τους Αφγανούς που αντιμετωπίζουν απώλειες» στα εισοδήματά τους.

Αναλυτές εκτιμούν ότι ο «πόλεμος κατά του οπίου» που έχουν κηρύξει οι Ταλιμπάν εντάσσεται στο πλαίσιο μια ευρύτερης στρατηγικής, με στόχο την άμβλυνση των κυρώσεων.

Όμως καμία ξένη κυβέρνηση ή διεθνής οργανισμός δεν προτίθεται να αναγνωρίσει τους Ταλιμπάν ως νόμιμη κυβέρνηση όσο συνεχίζουν να παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι εμπόδια με τα διατάγματα και τους περιορισμούς που έχουν θεσπίσει, ιδίως κατά των γυναικών και των κοριτσιών», δήλωσε στα τέλη Ιουνίου η επικεφαλής της αποστολής βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών στο Αφγανιστάν (UNAMA), Ρόζα Οτουνμπάγιεβα, ενημερώνοντας το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

«Τους έχουμε τονίσει ότι, όσο ισχύουν αυτά τα διατάγματα, είναι σχεδόν αδύνατο να αναγνωριστεί η κυβέρνησή τους από τα μέλη της διεθνούς κοινότητας», υπογράμμισε.

Υπενθύμισε ωστόσο ότι «η οικονομία του οπίου βοήθησε στη διατήρηση τμημάτων της αγροτικής οικονομίας στο Αφγανιστάν».

Τώρα -τόνισε- με την εφαρμογή των μέτρων από τους Ταλιμπάν, «οι δωρητές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να διαθέσουν χρηματοδότηση σε εναλλακτικά προγράμματα βιοπορισμού, που να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες των πληττόμενων αγροτών».

Όμως «όπου δεν διαθέσιμο ένα γεωργικό εισόδημα -και σε πολλά μέρη αυτές οι ευκαιρίες μειώνονται γρήγορα λόγω της οικονομικής κρίσης», παρατηρεί στην έκθεση της Alcis o Ντέιβιντ Μάνσφιλντ,

«η μετανάστευση θα γίνει μια όλο και πιο σημαντική στρατηγική αντιμετώπισης για όσους έχουν τα μέσα να πληρώσουν».

«Οι δρόμοι για τους μετανάστες από το Αφγανιστάν παραμένουν ανοιχτοί και το κόστος παραμένει προσιτό», επισημαίνει.

«Επί του παρόντος η χερσαία διέλευση στην Τουρκία από το Αφγανιστάν κοστίζει μόλις 2.000 δολάρια, ενώ με άλλα 1.000 δολάρια θα φτάσει μέχρι τη Σερβία

«Λίγο περισσότερο από την αξία μερικών κιλών οπίου», εξηγεί, «ή από ό,τι μπορεί να πάρει κανείς από την πώληση ενός αυτοκινήτου»…

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ