Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 86 ετών, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι,
O Ιταλός πρώην πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, απεβίωσε σήμερα (12.06) σε ηλικία 86 ετών στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε της Ρώμης. O μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ιταλικής πολιτικής, όντας ο μακροβιότερος μεταπολεμικός πρωθυπουργός της Ιταλίας. Σύμφωνα με την Wall Street Journal, ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από αξιωματούχο του Forza Italia.
Στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, έφερε κάτι νέο στην πολιτική ζωή της Ιταλίας, η οποία εκείνη την εποχή μαστιζόταν από την διαφθορά. Αργότερα, βυθίστηκε σε έναν αέναο πόλεμο, τόσο με τους Ιταλούς δικαστές, όσο και με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο πόλεμος αυτός επηρέασε το πολιτικό του κεφάλαιο, παρέλυσε την ιταλική πολιτική, και κατέληξε στην εκδίωξη του από το ιταλικό κοινοβούλιο το 2013. Παρόλα αυτά το 2022 επέστρεψε ως γερουσιαστής στο ιταλικό κοινοβούλιο, συμμετέχοντας με το κόμμα του στον συνασπισμό που υποστηρίζει την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.
Γεννημένος στο Μιλάνο το 1936, από έναν τραπεζικό υπάλληλο και μία νοικυρά, ο Μπερλουσκόνι ήταν από πολύ νωρίς γεννημένος καλλιτέχνης, κερδίζοντας χρήματα τραγουδώντας σε ιδιωτικά πάρτι και κρουαζιερόπλοια, κατά την διάρκεια των σπουδών του. Στα τέλη της δεκαετίας, άρχισε να συγκεντρώνει μία τεράστια περιουσία, μετά την ίδρυση μίας εταιρείας ακινήτων.
Όντας επιτυχημένος στον τομέα των κατασκευών πολύ γρήγορα επεκτάθηκε στα μέσα ενημέρωσης, πράγμα που του επέτρεψε να μεταμορφώσει την ιταλική τηλεόραση και μέσω αυτής ένα μεγάλο μέρος των καταναλωτών. Πολύ γρήγορα τα κατορθώματα αυτά τον κατέστησαν έναν εκ των πλουσιότερων ανδρών της Ευρώπης.
Ο πρώην πρωθυπουργός κατάφερε να καταρρίψει το μονοπώλιο που κατείχε εκείνη την εποχή η κρατική τηλεόραση RAI, ιδρύοντας τη δεκαετία του 1970 μια μικρή εταιρεία καλωδιακής τηλεόρασης που εκμεταλλεύτηκε το κενό που υπήρχε στην ιταλική νομοθεσία για τα μέσα ενημέρωσης. Παρουσίαζε σαπουνόπερες, σπαρταριστές εκπομπές με λιτά ντυμένες γυναίκες και αμερικανικά τηλεοπτικά προγράμματα που έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αυτοκρατορία μέσων ενημέρωσης της Ιταλίας, τη Mediaset, η οποία ελέγχει τα τρία κορυφαία ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια της Ιταλίας. Η μητρική εταιρεία της Mediaset, η MediaForEurope, έχει πλειοψηφικό ποσοστό στον κορυφαίο ραδιοτηλεοπτικό φορέα της Ισπανίας και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη.
Στο αποκορύφωμα της δύναμης του Μπερλουσκόνι, η επιρροή του εκτεινόταν σε τμήματα της ιταλικής οικονομίας. Μέσω της εταιρείας συμμετοχών Fininvest, η οικογένειά του ελέγχει τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της Ιταλίας, τον Mondadori, έναν παραγωγό και διανομέα ταινιών, την ποδοσφαιρική ομάδα Monza και δεκάδες άλλες εταιρείες. Η Fininvest έχει επίσης μεγάλο μερίδιο σε τράπεζα και ασφαλιστικό όμιλο. Για τρεις δεκαετίες, ήταν επίσης ιδιοκτήτης της AC Milan, μιας από τις ισχυρές ποδοσφαιρικές ομάδες της Ιταλίας, προτού πουλήσει τον σύλλογο σε κινεζική κοινοπραξία το 2017.
Η άνοδος του στην πολιτική σκηνή
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι μπήκε στην πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε μία ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την Ιταλία. Εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η επιχείρηση «Mani pulite» ή αλλιώς η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», η οποία ήταν μια εθνική δικαστική έρευνα για την πολιτική διαφθορά στην Ιταλία. Μάλιστα, περίπου το ένα τρίτο των Ιταλών βουλευτών βρισκόταν υπό έρευνα για δωροδοκίες έως λήψη παράνομης χρηματοδότησης.
Σε αυτό το δύσκολο πολιτικό γίγνεσθαι, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, μέσα σε λίγες εβδομάδες χρηματοδότησε και ίδρυσε το Forza Italia, το οποίο υποσχόταν στους Ιταλούς πολίτες ένα φρέσκο πρόσωπο, μαζί με ένα ριζοσπαστικό νέο πρόγραμμα υπέρ της αγοράς, γεμάτο υποσχέσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μείωση των φόρων. Με την υποστήριξη που του παρείχε η τεράστια αυτοκρατορία του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης – είχε ακροαματικότητα στην prime time περίπου 45%- κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός το 1994 σε ηλικία 57 ετών.
Ο πρωθυπουργός πλέον Μπερλουσκόνι αναδείχθηκε σε μεγάλο ταλέντο στην πολιτική σκηνή. Για παράδειγμα, το 2001, ταχυδρόμησε το «Συμβόλαιο με τους Ιταλούς» σε εκατομμύρια Ιταλούς, διαμορφώνοντάς το κατά το πρότυπο του Συμβολαίου με την Αμερική του Νιουτ Γκίνγκριτς.
Ο Μπερλουσκόνι κέρδισε άλλες δύο εκλογικές αναμετρήσεις μετά την πρώτη. Ενδιάμεσα, σχημάτισε και ηγήθηκε μιας τέταρτης κυβέρνησης το 2005, αποτέλεσμα του ανασχηματισμού του προηγούμενου υπουργικού συμβουλίου του μετά από ένα κακό αποτέλεσμα στις περιφερειακές εκλογές. Παρέμεινε στην εξουσία, κατά διαστήματα, για σχεδόν μια δεκαετία, προτού αποχωρήσει από την πρωθυπουργία για τελευταία φορά το 2011. Αλλά η πολιτική του σταδιοδρομία σημαδεύτηκε από μια παρατεταμένη και πικρή μάχη με τους Ιταλούς δικαστές. Αντιμετωπίζοντας μια σειρά από κατηγορίες που κυμαίνονταν από διαφθορά έως φοροδιαφυγή, χαρακτήρισε τους δικαστές κομμουνιστές που είχαν σκοπό να ασκήσουν πολιτικό κυνήγι μαγισσών εναντίον του.
Οι κριτικές
Όλες αυτές οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε δημιούργησαν ένα τεράστιο χάσμα με τα κόμματα της αριστεράς, αλλά και με τους πολίτες που ήταν απογοητευμένοι από το δικαστικό σύστημα της χώρας. Ακόμη, οι επικριτές κατηγόρησαν τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό ότι μπήκε στην πολιτική για να προστατεύσει την προνομιακή θέση της επιχειρηματικής του αυτοκρατορίας και να ενισχύσει την ήδη μεγάλη εξουσία που κατείχε στα μέσα ενημέρωσης.
Βέβαια, ο Καβαλιέρε αν και είχε παραιτηθεί από την θέση του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου του, διατήρησε τον έλεγχο της αυτοκρατορίας του στα μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να τον κατηγορήσουν για σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του πολιτικού του αξιώματος και των επιχειρηματικών του συμφερόντων.
Για χρόνια, η Mediaset ήταν σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένη από σοβαρό ανταγωνισμό, εκτός από τον αργοκίνητο ραδιοτηλεοπτικό φορέα της Ιταλίας RAI, καθώς οι κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι πέρασαν μια σειρά νόμων που εμπόδιζαν νέους ανταγωνιστές να αποκτήσουν θέση στην ιταλική τηλεοπτική αγορά. Εν τω μεταξύ, ορισμένοι από τους παρουσιαστές ειδήσεων της Mediaset υποστήριζαν ανοιχτά τον Μπερλουσκόνι κατά τη διάρκεια των εκπομπών, ενώ ο ίδιος ασκούσε ισχυρό έλεγχο στην κρατική RAI κατά τη διάρκεια των θητειών του ως πρωθυπουργός, δίνοντάς του επιρροή σε όλες σχεδόν τις ιταλικές τηλεοπτικές εκπομπές.
Η παραίτηση και η επιστροφή στον πρωθυπουργικό θώκο
Οι επικριτές του Μπερλουσκόνι λένε ότι η ενασχόλησή του με την προστασία των επιχειρηματικών του συμφερόντων και οι μάχες με τους δικαστές τον αποπροσανατόλισαν και άφησαν την Ιταλία απροετοίμαστη για τον σκληρό ανταγωνισμό που ήρθε με το κοινό νόμισμα και την άνοδο των αναδυόμενων αγορών.
Τα ερωτήματα σχετικά με την οικονομική του διαχείριση κορυφώθηκαν το 2011, όταν οι εντάσεις στην ευρωζώνη εκτινάχθηκαν στα ύψη, αυξάνοντας τους φόβους ότι το τεράστιο χρέος και η ετοιμόρροπη οικονομία της Ιταλίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έξοδό της από την κοινή νομισματική ένωση. Η αδύναμη αντίδραση του Μπερλουσκόνι στον αυξανόμενο πανικό τροφοδότησε ένα κραχ στις χρηματοπιστωτικές αγορές της χώρας στα τέλη του 2011, το οποίο δημιούργησε το φάσμα μιας κατάρρευσης όπως η ελληνική.
Ο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να παραιτηθεί ατιμωτικά, οδηγώντας πολλούς να προβλέψουν το τέλος της καριέρας του. Αλλά μόλις 18 μήνες αργότερα, έκανε μια εξαιρετική επιστροφή στις εκλογές του 2013 και, κάνοντας εκστρατεία κατά της λιτότητας που είχε προκαλέσει πόνο σε εκατομμύρια Ιταλούς, κέρδισε αρκετή υποστήριξη ώστε να γίνει βασιλικός παράγοντας και εταίρος σε μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα.
Τα νομικά προβλήματα του Καβαλιέρε
Αμέσως μετά, όμως, ο Μπερλουσκόνι αντιμετώπισε πολλά νομικά προβλήματα. Για σχεδόν δύο δεκαετίες, ο πρώην πρωθυπουργός απέφυγε την καταδίκη, είτε λόγω αθωωτικών αποφάσεων, είτε λόγω της παραγραφής των αδικημάτων. Το κόμμα του Μπερλουσκόνι διασπάστηκε επίσης στον απόηχο της καταδίκης, με τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές του να έρχονται αντιμέτωποι με μέλη που είχαν κουραστεί από τα δικαστικά προβλήματα του Μπερλουσκόνι, τα οποία επηρέαζαν το κόμμα.
Η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του Μπερλουσκόνι δέχθηκε επίσης πιέσεις κατά τη διάρκεια της βαθιάς ύφεσης στην Ιταλία, καθώς η διαφήμιση έπεσε κατακόρυφα και η Mediaset αντιμετώπισε μια σειρά νέων ανταγωνιστών.
Τον Ιούνιο του 2013 καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση και ισόβια απαγόρευση άσκησης δημόσιων καθηκόντων με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας και της σεξουαλικής επαφής με τη Μαροκινή. Έκανε έφεση κατά της απόφασης, η οποία ανατράπηκε τον Ιούλιο του 2014. Τον Μάρτιο του 2015, το ανώτατο εφετείο της Ιταλίας επικύρωσε την αθώωση του Μπερλουσκόνι.
Τον Αύγουστο του 2013, όμως, καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση και διετή αποκλεισμό από τα δημόσια αξιώματα για υπόθεση φορολογικής απάτης – η μόνη οριστική καταδίκη που έλαβε ποτέ. Αυτό πυροδότησε μια κοινοβουλευτική διαδικασία που κατέληξε στο να χάσει την έδρα του στη Γερουσία τον Νοέμβριο. Του επιβλήθηκε να προσφέρει κοινωνική εργασία σε ένα καθολικό ίδρυμα που φροντίζει ασθενείς με Αλτσχάιμερ.