Το μετεκλογικό σκηνικό προδιαγράφεται πολύ δύσκολο για την τουρκική οικονομία
Επιστροφή στην οικονομική «ορθοδοξία» ή business as usual και… όπου βγει; Τα δύσκολα αρχίζουν την επόμενη κιόλας της κάλπης του β’ γύρου των προεδρικών εκλογών στη γειτονική Τουρκία.
Η κατάσταση της οικονομίας είναι τόσο δεινή, που κάνουν την άνετη επανεκλογή του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να φαντάζει εν δυνάμει «πύρρειος».
Στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι στρωμένη με «αγκάθια».
«Oι πρώτοι έξι μήνες θα είναι δύσκολοι», δήλωνε στις αρχές του μήνα στο Politico ο οικονομολόγος Ουγούρ Γκιουρσές, πρώην στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας Τουρκίας.
Μεταξύ του α’ και του β’ γύρου εν τω μεταξύ -τουτέστιν μέσα σε δύο εβδομάδες- η κατάσταση έδειχνε ήδη να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας υποχώρησαν σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2002, υπό το βάρος της τεράστιας ζήτησης για συνάλλαγμα πριν από τον β’ γύρο.
Πρόκειται για μια προαναγγελθείσα καταστροφή των ανορθόδοξων Erdoganomics, που εκτίναξαν τον πληθωρισμό και βύθισαν στα «τάρταρα» την λίρα.
Η ισοτιμία της ήδη έσπασε μέσα στην εβδομάδα το «ψυχολογικό» όριο των 20 λιρών ανά δολάριο.
Μόνο μεταξύ των δύο εκλογικών γύρων (14-28 Μαΐου) υποχώρησε πάνω από 2%, έχοντας ήδη χάσει το 80% της αξίας της μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Με τον πληθωρισμό εν τω μεταξύ επισήμως «τιθασευμένο» κοντά στο 44% -και ανεπισήμως «αχαλίνωτο» άνω του 100%– η αντιπολίτευση και πολλοί στη Δύση περίμεναν ότι οι βίαια φτωχοποιημένοι Τούρκοι ψηφοφόροι θα «μαύριζαν» στην κάλπη την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική του Τούρκου προέδρου.
Όμως η προεκλογική παροχολογία από τη μια, η εθνικιστική ρητορική ότι τυχόν νίκη της αντιπολίτευσης θα παραδώσει τη χώρα «στους τοκογλύφους του Λονδίνου» και τους «τρομοκράτες» έπιασαν για το κυβερνητικό στρατόπεδο «τόπο».
Μία από τα ίδια;
Μοιραία, όλοι αναρωτιούνται τώρα τι θα συμβεί την επομένη των εκλογών.
Ο ηττημένος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και το μπλοκ της αντιπολίτευσης υποσχόταν άμεση επιστροφή στην οικονομική «ορθοδοξία».
Αυτή πρακτικά υποδείκνυε σημαντική αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού.
Ενίσχυση της οικονομίας με την επιστροφή των ξένων κεφαλαίων.
Μετριασμό των πιέσεων στην τουρκική λίρα.
Θα καθιστούσε ωστόσο ορατό τον κίνδυνο ύφεσης.
Προβάλλοντας στον αντίποδα ως οιονεί εχέγγυο το «οικονομικό θαύμα» της πρώτης δεκαετίας επί διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν είχε αφήσει προεκλογικά να εννοηθεί ότι θα κάνει βήματα για να ανακόψει την οικονομική αιμορραγία, εν μέσω έντονης φημολογίας ακόμη και για capital controls.
Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters, στο κυβερνητικό στρατόπεδο πλέον μαίνεται ένας «μυστικός πόλεμος» μεταξύ όσων στηρίζουν την συνέχιση των ανορθόδοξων Erdoganomics και όσων απαιτούν άμεση αλλαγή πορείας.
«Μια άτυπη ομάδα μελών του κυβερνώντος κόμματος -εκτός διακυβέρνησης- έχει συγκεντρωθεί τις τελευταίες εβδομάδες», αναφέρει, «για να συζητήσει πώς θα μπορούσε να υιοθετήσει μια νέα πολιτική σταδιακής αύξησης των επιτοκίων και ένα στοχευμένο πρόγραμμα δανεισμού».
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει ωστόσο δώσει δείγματα διάθεσης αλλαγής πολιτικής.
Υπόσχεται αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, νέες θέσεις εργασίας και ανοικοδόμηση εξπρές των σεισμόπληκτων περιοχών του νότου, χωρίς να διευκρινίζει το πώς όλα αυτά θα χρηματοδοτηθούν.
Μιλά για ανάπτυξη και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση, αποκλείει το ενδεχόμενο νέας προσφυγής της Τουρκίας στο ΔΝΤ.
«Όταν ήμουν πρωθυπουργός, κάποια στιγμή τα συναλλαγματικά μας αποθέματα τα είχαμε φτάσει μέχρι και τα 135 δισ. δολάρια», δήλωσε τις προάλλες.
«Αν θέλει ο θεός, θα φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα, διότι είμαστε αποφασισμένοι», είπε σιβυλλικά.
«Όμως το ερώτημα παραμένει», επισημαίνει στο Middle East Eye ο οικονομολόγος Γκιουβέν Σακ, ιδρυτής και επικεφαλής του τουρκικού Ιδρύματος Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (TEPAV): «μπορεί να επιτευχθεί σταθεροποίηση χωρίς την παρέμβαση ΔΝΤ;».
Αναζητώντας λύσεις
Για να ανασχέσει την κατάρρευση της λίρας, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει διαθέσει τεράστιο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Έχουν επίσης συναφθεί συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων (swaps).
«Η οικονομία, το τραπεζικό και το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα είναι αρκετά ισχυρά», επέμεινε ο Ερντογάν σε συνέντευξη στο δίκτυο CNN Turk τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές.
«Ορισμένα κράτη του Κόλπου και άλλα», αποκάλυψε, «έχουν πρόσφατα διαθέσει χρήματα στο σύστημά μας, ανακουφίζοντας την Κεντρική Τράπεζα και την αγορά έστω και για λίγο».
Αν και δεν κατονόμασε τις χώρες, τόνισε ότι μετεκλογικά θα τους δείξει «ευγνωμοσύνη».
«Η Άγκυρα έχει εξασφαλίσει περίπου 28 δισεκατομμύρια δολάρια σε συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, την Κίνα και τη Νότια Κορέα τα τελευταία χρόνια», επισημαίνει το πρακτορείο Reuters.
«Πρόσφατα», προσθέτει, «η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας προτίμησε λογαριασμούς depo, οι οποίοι συνεπάγονται την είσοδο δολαρίων ή ευρώ στο σύστημα, αντί τοπικών νομισμάτων».
Μετεκλογικά ο Ερντογάν «πιθανόν να κλίνει περισσότερο προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν για να εξασφαλίσει περισσότερη εισροή ξένου συναλλάγματος», παρατηρεί στη σαουδαραβική εφημερίδα Arab News ο Σονέρ Τσαγαπτάι, διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Washington Institute.
Με όλα αυτά στο φόντο, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα και της συνόδου των υπουργών Εξωτερικών της ομάδας BRICS (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία, Ν. Αφρική), στις 1-2 Ιουνίου.
Στην κορυφή της ατζέντας τους -ενόψει και της συνόδου κορυφής του μπλοκ, τον Αύγουστο- είναι επείγοντα γεωπολιτικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης διεύρυνσης των BRICS εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Οι επίσημες και ανεπίσημες αιτήσεις προσχώρησης χωρών είναι τουλάχιστον 19, ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη στο Bloomberg ο Ανίλ Κούκλαλ, πρεσβευτής της -προεδρεύουσας για το τρέχον έτος- Νότιας Αφρικής στους BRICS.
O κατάλογος των ενδιαφερόμενων χωρών εκτείνεται από την Αίγυπτο και το Μεξικό, έως τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, την Ινδονησία και την Τουρκία.