Ξεκινώντας την απολογία του ο 12ος κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη Καμπανού.
Με την απολογία του 12ου κατηγορουμένου συνεχίστηκε το μεσημέρι της Πέμπτης στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης η δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό δύο φίλων του από χούλιγκανς του ΠΑΟΚ την 1η Φεβρουαρίου 2022 στην περιοχή της Χαριλάου.
Πρόκειται για τον οδηγό του αυτοκινήτου που όπως προέκυψε από το βιντεοληπτικο υλικό, το μοιραίο βράδυ ήταν αυτό που έστριψε προς την οδό Γαζή, όπου δολοφονήθηκε ο Άλκης.
Ξεκινώντας την απολογία του ο 12ος κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη Καμπανού. Όπως είπε, «μέσα από τη φυλακή προσπάθησα να μπω στη θέση της αδερφής του Άλκη» και συνέχισε λέγοντας πως «κανείς δεν μπορεί να φέρει το παιδί τους πίσω».
Σύμφωνα με τα όσα είπε στην απολογία του, γνώριζε μόνον τον 9ο κατηγορούμενο, με τον οποίο και επικοινώνησε πριν πάει στον σύνδεσμο.
Όταν έφτασε στον σύνδεσμο, συνέχισε, παρατήρησε ότι επικρατούσε αναστάτωση και πως τότε άκουσε για το οπαδικό επεισόδιο που είχε προηγηθεί στο Ωραιόκαστρο. Τότε ο 9ος κατηγορούμενος του ζήτησε να βάλει το αυτοκίνητό του «για να πάμε να μαλώσουμε».
«Δεν ήθελα να φανώ δειλός»
«Δυστυχώς δέχτηκα, ίσως δεν ήθελα να φανώ δειλός», ισχυρίστηκε στη συνέχεια και είπε πως στη συνέχεια κατέβηκε στο αυτοκίνητό του και περίμενε.
Συνεχίζοντας την απολογία του ο οδηγός ανέφερε πως έκανε ελιγμό για να αποφύγει τα δυο αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν οι άλλοι κατηγορούμενοι και μπήκε στο στενό γιατί είδε να έρχεται ένα λεωφορείο.
«Μόλις είδα ότι βγήκαν με όπλα και φορά τρόμαξα»
«Δεν είχα δει άτομα στα σκαλιά. Μόλις μου φώναξαν, σταμάτησα 15-20 μέτρα μετά το συμβάν», είπε και τόνισε πως στη συνέχεια οι τρεις συνεπιβάτες κατέβηκαν από το ΙΧ. Τότε, σύμφωνα με τον ίδιο, είδε ότι κρατούσαν αντικείμενα στα χέρια τους.
«Εκείνη τη στιγμή είδα αντικείμενα. Από την αρχή είχα ενδοιασμούς. Δεν μπορούσα να τσακωθώ με κάποιον που δεν μου έχει κάνει κάτι. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν όπλα», είπε μεταξύ άλλων στη συνέχεια.
«Μόλις είδα ότι βγήκαν με όπλα και φορά τρόμαξα», τόνισε συνεχίζοντας την απολογία του. Όπως είπε, είδε ένα ξύλο και ένα σίδερο, το οποίο πλέον ξέρει ότι ήταν το δρεπάνι.
Στη συνέχεια περιέγραψε το ότι έκλεισε τις πόρτες του αυτοκινήτου που είχα αφήσει ανοιχτές οι υπόλοιποι τρεις κατηγορούμενοι όταν βγήκαν, τονίζοντας πως αυτό το έπραξε από τη θέση του οδηγού, τεντώνοντας το κορμί του για να τις φτάσει.
«Δεν κατέβηκα ποτέ από το αυτοκίνητο»
«Έμεινα στο σημείο όσο χρειαζόταν να κατέβουν και να κλείσω τις πόρτες», είπε σε άλλο σημείο της απολογίας του εμμένοντας στη θέση πως «δεν κατέβηκα ποτέ από το αυτοκίνητο».
«Μακάρι να είχα κατέβει για να ήξερα και να σας πω», είπε λίγο αργότερα αναφορικά με το συμβάν λέγοντας πως ο καθένας από τους άλλους κατηγορούμενους έλεγε τη δική του εκδοχή, με τον ίδιο να μην ξέρει τι τελικά ισχύει.
Όπως είπε, δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει από το σημείο ή να παραμείνει, ανέφερε ωστόσο ότι δεν μπορούσε να αφήσει τον 9ο κατηγορούμενο, που ήταν φίλος του.
«Σάστισα»
«Είδα ότι πηγαίνουν τρέχοντας με όπλα και σάστισα. Ήξερα ότι θα πήγαιναν εκεί με τα χέρια», υπογράμμισε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με τα όσα είπε στην απολογία του, προχώρησε με το αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω από το σημείο του συμβάντος, όπου και σταμάτησε σε μια εσοχή. Όταν επέστρεψαν οι τρεις συγκατηγορούμενοί του και μπήκαν στο αυτοκίνητο, τους είδε αναστατωμένους, τους ρώτησε τι έγινε και είπαν ότι χτύπησαν τα παιδιά με μαχαίρια και ξύλο, με τον ίδιο να αντιδρά με φωνές και βρισιές προς αυτούς.
«Ήθελα να τους αφήσω γιατί ήξερα ότι είχε μαχαιρωθεί άνθρωπος», ανέφερε επίσης.
Έπειτα, πρόσθεσε, ο 9ος του ζήτησε να σταματήσει σε ένα σημείο όπου πέταξε το κράνος και το μαχαίρι.
«Ήθελα να τους αφήσω γιατί ήξερα ότι είχε μαχαιρωθεί άνθρωπος», ανέφερε επίσης.
Μετά το συμβάν, ισχυρίστηκε πως πήγε στο σπίτι του. Εκεί μετά από λίγο τον επισκέφθηκε ο 9ος , του είπε τι είχε γίνει και του ζήτησε συγγνώμη, με τον 12ο να του ζητάει να εξαφανιστεί.
«Ήταν το χειρότερο συναίσθημα που είχα νιώσει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μην καταλάβει η οικογένεια μου ότι ήμουν εκεί. Δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν», είπε και πρόσθεσε:
«Μετά από 5-6 μέρες βρήκα το θάρρος και είπε στους γονείς. Μίλησαν με δικηγόρο ήθελα να παραδοθώ και μου είπε κι αυτός είμαι καλό να παραδοθείς και παραδόθηκα».
Τι είπε για τις σβησμένες κλήσεις και το μαχαίρι στο αυτοκίνητο
Απαντώντας σε ερώτηση της Εισαγγελέως για τις κλήσεις που έσβησε από το κινητό του, ισχυρίστηκε ότι «έσβησα τις κλείσεις στο κινητό μου γιατί φοβήθηκα. Εγώ ξεκίνησα να πάω να πιώ έναν καφέ και βρέθηκα να είμαι σε όλο αυτό».
Για το μαχαίρι που βρέθηκε στο ΙΧ του απάντησε ότι «το μαχαιράκι που βρέθηκε στο αμάξι το χρησιμοποιούσα στο kite και στο ψάρεμα». Σε ερώτηση της εισαγγελέως γιατί βρέθηκε γενετικό υλικό άλλου προσώπου πάνω σε αυτό απάντησε «Μα δεν πηγαίνω μόνος μου ούτε για kite ούτε για ψάρεμα, μπορεί να το ακούμπησε και κάποιος άλλος».
«Δεν μπορεί να πέθανε μόνος του»
Λίγο πριν ολοκλήρωση της απολογίας του και μετά από ερωτήσεις της εισαγγελέως, ο 23χρονος παραδέχθηκε ότι ο Άλκης Καμπανός «δε μπορεί να πέθανε μόνος του» και ότι «κάποιοι τον είχαν χτυπήσει», όμως υποστήριξε ότι δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο της δολοφονικής επίθεσης. «Μακάρι να είχα κατέβει να έβλεπα για να σας πω», υπογράμμισε.
Με την απολογία του 12ου κατηγορούμενου ολοκληρώθηκαν οι απολογίες και των 12 κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού. Μέχρι στιγμής, ο μόνος που έχει παραδεχθεί ότι χτύπησε τον Άλκη είναι ο 2ος κατηγορούμενος.
Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί στις 2 Ιουνίου με την αγόρευση της Εισαγγελέως.