«Ας προωθήσουμε αυτές τις αλλαγές μαζί», πρόσθεσε. Και ο ρώσος ηγέτης απάντησε: «Συμφωνώ».
Αυτή η φαινομενικά αυτοσχέδια αλλά προσεκτικά χορογραφημένη σκηνή αποτύπωσε το αποτέλεσμα του ταξιδιού του Σι στη Ρωσία και την πορεία την οποία ο ίδιος και ο Πούτιν έχουν χαράξει για τις σινορωσικές σχέσεις.
Η επίσκεψη του κινέζου ηγέτη ήταν πρωτίστως μια επίδειξη δημόσιας υποστήριξης προς τον μαχόμενο ρώσο ομόλογό του, γράφει σε ανάλυσή του στο Foreign Affairs ο Alexander Gabuev, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center.
Αλλά οι πραγματικά σημαντικές εξελίξεις έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια κλειστών, προσωπικών συζητήσεων, κατά τις οποίες Σι και Πούτιν πήραν μια σειρά από σημαντικές αποφάσεις σχετικά με το μέλλον της ρωσοκινεζικής αμυντικής συνεργασίας και πιθανότατα συνεννοήθηκαν για συμφωνίες όπλων που μπορεί να δημοσιοποιήσουν ή να μην δημοσιοποιήσουν.
Μειώνονται οι επιλογές του Κρεμλίνου
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες δυτικές κυρώσεις μειώνουν τις επιλογές του Κρεμλίνου και ωθούν τη Ρωσία σε πρωτοφανή επίπεδα οικονομικής και τεχνολογικής εξάρτησης από την Κίνα.
Αυτές οι αλλαγές παρέχουν στο Πεκίνο τη δυνατότητα μιας αυξανόμενης μόχλευσης επί της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, η κλονισμένη σχέση του με την Ουάσιγκτον καθιστά τη Μόσχα έναν απαραίτητο κατώτερο εταίρο του για την αντιμετώπιση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Η Κίνα δεν έχει κανέναν άλλο φίλο που να προσφέρει τόσα πολλά στο τραπέζι. Και καθώς ο Σι την προετοιμάζει για μια περίοδο παρατεταμένης αντιπαράθεσης με την ισχυρότερη χώρα του πλανήτη, χρειάζεται όλη τη βοήθεια που μπορεί να λάβει.
Γιατί ο Σι πήγε να δει τον Πούτιν
Υψηλόβαθμα στελέχη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) έχουν συζητήσει ανοιχτά την ανάγκη για στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία εξαιτίας αυτού το οποίο αντιλαμβάνονται ως μια ολοένα και πιο εχθρική πολιτική των ΗΠΑ που αποσκοπεί στον περιορισμό της ανόδου της Κίνας.
Σι και Πούτιν πήραν σημαντικές αποφάσεις σχετικά με το μέλλον της ρωσοκινεζικής αμυντικής συνεργασίας (φωτογραφία Sputnik/Pavel Byrkin/Kremlin via Reuters)
Ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Τσιν Γκανγκ, δήλωσε στα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης μετά το ταξίδι ότι η εταιρική σχέση με τη Ρωσία είναι πολύ σημαντική σε μια εποχή που ορισμένες δυνάμεις υποστηρίζουν τον «ηγεμονισμό, τη μονομέρεια, και τον προστατευτισμό» και καθοδηγούνται από μια «ψυχροπολεμική νοοτροπία» – όλα κωδικοποιημένες λέξεις του ΚΚΚ για την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.
Η τοποθέτηση αυτής της λογικής στο επίκεντρο είναι αποκαλυπτική και εξηγεί γιατί ο Σι αποφάσισε να πάει να δει τον Πούτιν αυτοπροσώπως, παρά τη δυσμενή οπτική της επίσκεψης αμέσως μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης του ρώσου ηγέτη από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Ενα περίτεχνο διπλωματικό σχέδιο
Το μήνυμα του ταξιδιού του ήταν σαφές: η Κίνα βλέπει πολλά οφέλη στη σχέση της με τη Ρωσία, θα συνεχίσει να διατηρεί αυτούς τους δεσμούς στο υψηλότερο επίπεδο, και δεν θ’ αποθαρρυνθεί από δυτικούς επικριτές.
Για να εκτρέψει την αυξανόμενη κριτική των ΗΠΑ και της Ευρώπης για την υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία, το Πεκίνο επινόησε ένα περίτεχνο διπλωματικό σχέδιο, παρουσιάζοντας ένα έγγραφο θέσεων για την ουκρανική κρίση στις 24 Φεβρουαρίου, την επέτειο ενός έτους από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το έγγραφο αποτελεί μια λίστα με τα σημεία συζήτησης που το Πεκίνο έχει διατυπώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και της εναντίωσης στις μονομερείς κυρώσεις.
Η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών της πρότασης για κρίσιμα ζητήματα, όπως τα σύνορα και η απόδοση ευθυνών για εγκλήματα πολέμου, είναι ένα χαρακτηριστικό, όχι ένα σφάλμα.
Το Πεκίνο γνωρίζει πολύ καλά ότι ούτε το Κίεβο ούτε η Μόσχα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον να συνομιλήσουν αυτή τη στιγμή αφού και οι δύο θέλουν να συνεχίσουν να πολεμούν για να καθίσουν από θέση ισχύος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όποτε αυτές διεξαχθούν.
Η κινεζική πρόταση ήταν κάτι περισσότερο από μια βιτρίνα για την επίσκεψη του Σι. Η πραγματική δράση έλαβε χώρα στο παρασκήνιο, στις ιδιωτικές διαπραγματεύσεις του με τον Πούτιν.
Περισσότερα από όσα βλέπει το μάτι
Μετά το πέρας του ταξιδιού, το Κρεμλίνο δημοσίευσε έναν κατάλογο με 14 έγγραφα που υπέγραψαν τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων δύο δηλώσεων του Σι και του Πούτιν.
Εκ πρώτης όψεως, επρόκειτο σε μεγάλο βαθμό για ασήμαντα μνημόνια μεταξύ υπουργείων. Δεν ανακοινώθηκαν σημαντικές νέες συμφωνίες. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μια πολύ διαφορετική εικόνα, την οποία το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν λόγους ν’ αποκρύπτουν από τον έξω κόσμο.
Σε μια απόκλιση από τη συνήθη πρακτική του, το Κρεμλίνο δεν δημοσίευσε τον κατάλογο των αξιωματούχων και των ανώτερων επιχειρηματιών που ήταν παρόντες στις συνομιλίες.
Από την πρόσφατη συνάντηση του Πούτιν με τον υπουργό Αμυνας της Κίνας (φωτογραφία Sputnik/Pavel Bednyakov via Reuters)
Τα ονόματά τους μπορεί κανείς να τα διακρίνει μόνο μέσα από το υλικό και τις φωτογραφίες από τη σύνοδο κορυφής και διαβάζοντας τα σχόλια που έκανε στους διαπιστευμένους δημοσιογράφους στο Κρεμλίνο ο Γιούρι Ουσάκοφ, βοηθός του Πούτιν στην εξωτερική πολιτική.
Η προσεκτική ματιά λοιπόν αποκαλύπτει ότι πάνω από το 50% της ομάδας του ρώσου ηγέτη που συμμετείχε στον πρώτο γύρο των επίσημων συνομιλιών με τον Σι ήταν αξιωματούχοι που εμπλέκονται άμεσα στα ρωσικά εξοπλιστικά και διαστημικά προγράμματα.
Βαριά… ονόματα
Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει τον πρώην πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος είναι τώρα αναπληρωτής του Πούτιν στην προεδρική επιτροπή για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, τον υπουργό Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, τον Ντμίτρι Σουγκάεφ, επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας, τον Γιούρι Μπορίσοφ, ο οποίος διευθύνει τη ρωσική διαστημική υπηρεσία και μέχρι το 2020 είχε περάσει μια δεκαετία ως επικεφαλής της ρωσικής βιομηχανίας όπλων ως αναπληρωτής υπουργός Αμυνας και αναπληρωτής πρωθυπουργός, και τον Ντμίτρι Τσερνιτσένκο, αναπληρωτή πρωθυπουργό που προεδρεύει μιας διμερούς ρωσοκινεζικής διακυβερνητικής επιτροπής και είναι υπεύθυνος για την επιστήμη και την τεχνολογία στο ρωσικό υπουργικό συμβούλιο.
Αυτή η ομάδα αξιωματούχων συγκεντρώθηκε πιθανότατα για να επιδιώξει έναν κύριο στόχο: την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας με την Κίνα.
Παρόλο που το Πεκίνο και η Μόσχα δεν έχουν δημοσιοποιήσει νέες συμφωνίες, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι οι ομάδες του Σι και του Πούτιν χρησιμοποίησαν τη συνάντηση του Μαρτίου για να καταλήξουν σε νέες αμυντικές συμφωνίες.
Μετά από προηγούμενες συνόδους κορυφής Σι – Πούτιν, οι δύο ηγέτες ενώ είχαν υπογράψει ιδιωτικά έγγραφα που σχετίζονται με συμφωνίες εξοπλισμών, μόνο αργότερα ενημέρωσαν τον κόσμο.
Δεν αποκαλύπτουν τις στρατιωτικές συμβάσεις
Τον Σεπτέμβριο του 2014, για παράδειγμα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, το Κρεμλίνο πούλησε το σύστημα πυραύλων εδάφους-αέρος S-400 στην Κίνα, καθιστώντας το Πεκίνο τον πρώτο υπερπόντιο αγοραστή του πιο προηγμένου εξοπλισμού αεράμυνας της Ρωσίας.
Ωστόσο, η συμφωνία δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο οκτώ μήνες αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Kommersant ο Ανατόλι Ισαϊκίν, ο διευθύνων σύμβουλος της Rosoboronexport, της κυριότερης ρωσικής εταιρείας κατασκευής όπλων.
Μετά την ψήφιση από το αμερικανικό Κογκρέσο του νόμου για την αντιμετώπιση των αντιπάλων της Αμερικής μέσω κυρώσεων το 2017, η Μόσχα και το Πεκίνο σταμάτησαν ν’ αποκαλύπτουν συνολικά τις στρατιωτικές συμβάσεις τους.
Σε μια απόκλιση από τη συνήθη πρακτική του, το Κρεμλίνο δεν δημοσίευσε τον κατάλογο των αξιωματούχων και των ανώτερων επιχειρηματιών που ήταν παρόντες στις συνομιλίες (φωτογραφία Reuters)
Αυτός ο αμερικανικός νόμος οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων στο τμήμα εξοπλισμών του κινεζικού στρατού και στον επικεφαλής του, τον στρατηγό Λι Σανγκφού (ο οποίος διορίστηκε υπουργός Αμυνας της Κίνας τον Μάρτιο).
Παρ’ όλα αυτά, σε σπάνιες περιπτώσεις, ο Πούτιν υπερηφανεύεται για νέες συμφωνίες, όπως το 2019, όταν ανακοίνωσε ότι η Μόσχα βοηθά στην ανάπτυξη ενός κινεζικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης πυραύλων, και το 2021 όταν αποκάλυψε ότι η Ρωσία και η Κίνα αναπτύσσουν από κοινού όπλα υψηλής τεχνολογίας.
Συνδεδεμένοι με τα όπλα
Η Κίνα βασίζεται στο ρωσικό στρατιωτικό υλικό από τη δεκαετία του 1990 και είχε ως μοναδική ξένη πηγή σύγχρονων ξένων όπλων τη Μόσχα, μετά το εξοπλιστικό εμπάργκο που επέβαλαν η ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της σφαγής στην πλατεία Τιενανμέν το 1989.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ίδια η στρατιωτική βιομηχανία της Κίνας προόδευσε, η εξάρτησή της από άλλους μειώθηκε.
Το Πεκίνο μπορεί πλέον να παράγει μόνο του σύγχρονα όπλα και έχει σαφές προβάδισμα έναντι της Ρωσίας σε πολλούς τομείς της σύγχρονης στρατιωτικής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Αλλά για να ενισχύσει τη δική του έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή, το Πεκίνο εξακολουθεί να επιθυμεί την πρόσβαση στη ρωσική τεχνολογία για χρήση σε πυραύλους εδάφους-αέρος, κινητήρες για μαχητικά αεροσκάφη, και εξοπλισμό υποβρύχιου πολέμου, όπως υποβρύχια και υποβρύχια μη επανδρωμένα σκάφη.
Πριν μια δεκαετία, το Κρεμλίνο ήταν απρόθυμο να πουλήσει στρατιωτική τεχνολογία αιχμής στην Κίνα. Η Μόσχα ανησυχούσε ότι οι Κινέζοι θα μπορούσαν να την αντιγράψουν και να βρουν τρόπο να την παράγουν οι ίδιοι.
Ευρύτερες ανησυχίες
Η Ρωσία είχε επίσης ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με τον εξοπλισμό μιας ισχυρής χώρας που συνορεύει με τις αραιοκατοικημένες και πλούσιες σε πόρους ρωσικές περιοχές της Σιβηρίας και της Απω Ανατολής.
Ομως, το βαθύτερο σχίσμα μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 άλλαξε αυτό το σκεπτικό. Και αφού ξεκίνησε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία και προκάλεσε την πλήρη διακοπή των δεσμών με τη Δύση, η Μόσχα δεν έχει άλλη επιλογή από το να πουλήσει στην Κίνα τις πιο προηγμένες και πολύτιμες τεχνολογίες της.
Ακόμη και πριν τον πόλεμο, ορισμένοι ρώσοι αναλυτές της κινεζικής αμυντικής βιομηχανίας είχαν υποστηρίξει τη συμμετοχή σε κοινά έργα, την ανταλλαγή τεχνολογίας, και τη δημιουργία μιας θέσης στην αλυσίδα εφοδιασμού του κινεζικού στρατού.
Με τον τρόπο αυτό, υποστήριζαν, προσφερόταν η καλύτερη ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας – και χωρίς αυτήν την πρόοδο, ο ταχύς ρυθμός της κινεζικής Ε&Α (Ερευνας και Ανάπτυξης) θα καθιστούσε σύντομα τη ρωσική τεχνολογία παρωχημένη. Σήμερα, τέτοιες απόψεις έχουν αποκρυσταλλωθεί ως συμβατική σοφία στη Μόσχα.
Η Ρωσία έχει επίσης αρχίσει ν’ ανοίγει τα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά της ινστιτούτα σε κινέζους εταίρους και να ενσωματώνει τις ερευνητικές της εγκαταστάσεις με αντίστοιχες κινεζικές.
Η Huawei, για παράδειγμα, έχει τριπλασιάσει το ερευνητικό προσωπικό της στη Ρωσία, στον απόηχο μιας υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον εκστρατείας για τον περιορισμό της παγκόσμιας εμβέλειας του κινεζικού τεχνολογικού γίγαντα.
Κατώτερος εταίρος
Ούτε το Πεκίνο ούτε η Μόσχα ενδιαφέρονται ν’ αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες των ιδιωτικών συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής Σι – Πούτιν.
Το ίδιο ισχύει και για τις λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι ρωσικές εταιρείες θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στο κινεζικό χρηματοπιστωτικό σύστημα – και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η Ελβίρα Ναμπιούλινα, πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, ήταν μια σημαντική συμμετέχουσα στις διμερείς συνομιλίες.
Στιγμιότυπο από κοινή στρατιωτική άσκηση Ρωσίας – Κίνας (φωτογραφία Reuters)
Η πρόσβαση αυτή έχει καταστεί κρίσιμη για το Κρεμλίνο καθώς η Ρωσία εξαρτάται με ταχείς ρυθμούς από την Κίνα ως κύριο προορισμό των εξαγωγών της και ως κύρια πηγή τεχνολογικών εισαγωγών, και καθώς το γουάν γίνεται το προτιμώμενο νόμισμα της Ρωσίας για τον διακανονισμό των συναλλαγών, τις αποταμιεύσεις, και τις επενδύσεις.
Η συμμετοχή των επικεφαλής ορισμένων από τους μεγαλύτερους ρώσους παραγωγούς πρώτων υλών δείχνει ότι ο Σι και ο Πούτιν συζήτησαν επίσης την επέκταση της πώλησης ρωσικών φυσικών πόρων στην Κίνα.
Εχει την πολυτέλεια να περιμένει
Αυτήν τη στιγμή, ωστόσο, το Πεκίνο δεν ενδιαφέρεται να τραβήξει την προσοχή σε τέτοιες συμφωνίες, προκειμένου ν’ αποφύγει την κριτική ότι παρέχει χρήματα για το πολεμικό ταμείο του Πούτιν.
Σε κάθε περίπτωση, έχει την πολυτέλεια να περιμένει καθώς η επιρροή της Κίνας σ’ αυτές τις αθόρυβες συζητήσεις μόνο αυξάνεται: το Πεκίνο έχει πολλούς δυνητικούς πωλητές, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών εταίρων του στη Μέση Ανατολή και αλλού, ενώ η Ρωσία έχει λίγους δυνητικούς αγοραστές.
Τελικά, το Κρεμλίνο ίσως να θέλει να δημοσιοποιηθούν τουλάχιστον ορισμένες από τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν τον Μάρτιο, για να αποδείξει ότι βρήκε τρόπο ν’ αντισταθμίσει τις απώλειες που υπέστη όταν η Ευρώπη σταμάτησε να εισάγει ρωσικό πετρέλαιο και μείωσε τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Αλλά η Κίνα θα αποφασίσει πότε και πώς θα υπογραφούν και θ’ ανακοινωθούν οι όποιες νέες συμφωνίες για τους πόρους. Η Ρωσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να περιμένει υπομονετικά και να υπακούει στις προτιμήσεις του ισχυρότερου γείτονά της.
Ποιος είναι το αφεντικό;
Η σχέση Κίνας-Ρωσίας έχει γίνει ιδιαίτερα ασύμμετρη, αλλά δεν είναι μονόπλευρη. Το Πεκίνο εξακολουθεί να χρειάζεται τη Μόσχα και το Κρεμλίνο μπορεί να προσφέρει ορισμένα μοναδικά πλεονεκτήματα σ’ αυτήν την εποχή του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι αγορές των πιο προηγμένων ρωσικών όπλων και στρατιωτικής τεχνολογίας, η ελεύθερη πρόσβαση στο ρωσικό επιστημονικό ταλέντο, και η πλούσια προμήθεια των φυσικών πόρων της Ρωσίας – που μπορούν να μεταφέρονται μέσω ασφαλών χερσαίων συνόρων – την καθιστούν απαραίτητο εταίρο για την Κίνα.
Η Μόσχα παραμένει επίσης μια αντιαμερικανική μεγάλη δύναμη με μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – ένας βολικός φίλος σ’ έναν κόσμο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν στενότερους δεσμούς με δεκάδες χώρες στην Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό και όπου η Κίνα έχει λίγους, αν όχι καθόλου, πραγματικούς φίλους.
Οι δεσμοί της είναι εμφανώς πιο συναλλακτικοί απ’ όσο οι βαθύτερες συμμαχίες που διατηρεί η Ουάσιγκτον.
Αυτό σημαίνει ότι αν και το Πεκίνο ασκεί μεγάλη επιρροή στο Κρεμλίνο, δεν ασκεί έλεγχο. Μια κάπως παρόμοια σχέση υπάρχει μεταξύ της Κίνας και της Βόρειας Κορέας.
Παρά την τεράστια έκταση της εξάρτησης της Πιονγιάνγκ από το Πεκίνο και την κοινή εχθρότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως το καθεστώς του Κιμ Γιόνγκ Ουν και πρέπει να βαδίζει προσεκτικά για να κρατήσει τη Βόρεια Κορέα κοντά της.
Πώς να διαχειρίζεται τους από πάνω
Η Ρωσία είναι εξοικειωμένη μ’ αυτό το είδος σχέσης, καθώς διατηρεί μια παράλληλη με τη Λευκορωσία, στην οποία η Μόσχα είναι ο ανώτερος εταίρος που μπορεί να πιέσει, να καλοπιάσει, και να εξαναγκάσει το Μινσκ, αλλά δεν μπορεί να υπαγορεύσει τη λευκορωσική πολιτική σε όλους τους τομείς.
Το μέγεθος και η ισχύς της Ρωσίας ίσως να δίνουν στο Κρεμλίνο μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας, καθώς εγκλωβίζεται σε μια ασύμμετρη σχέση με το Πεκίνο.
Ομως η διάρκεια αυτής της σχέσης, αν δεν υπάρξουν μεγάλες απρόβλεπτες διαταραχές, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της Κίνας να διαχειριστεί μια αποδυναμωμένη Ρωσία.
Στα επόμενα χρόνια, το καθεστώς Πούτιν θα πρέπει να μάθει τη δεξιότητα από την οποία εξαρτώνται οι κατώτεροι εταίροι σ’ όλο τον κόσμο για την επιβίωσή τους: πώς να διαχειρίζεται τους από πάνω.