Οι ηγέτες και των δύο πολιτικών κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούν ότι η χώρα βρίσκεται σε στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα.
Η Εθνική Στρατηγική Αμυνας της κυβέρνησης Μπάιντεν που διατυπώθηκε το 2022 αναφέρει ευθέως ότι η Κίνα αποτελεί «την πιο ολοκληρωμένη και σοβαρή πρόκληση για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ» (στη φωτογραφία του Reuters/Ann Wang, επάνω, αμερικανικός αντιπλοϊκός πύραυλος στην Ταϊβάν).
«Υπαρξιακός αγώνας»
Ο εκπρόσωπος του Ουισκόνσιν, Μάικ Γκάλαχερ, ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για την Κίνα, μιας επιτροπής που συστάθηκε τον Ιανουάριο, περιέγραψε τον ανταγωνισμό Αμερικής – Κίνας ως «έναν υπαρξιακό αγώνα για το πώς θα μοιάζει η ζωή στον εικοστό πρώτο αιώνα».
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα μετατρέπεται σε μια παρατεταμένη περιφερειακή σύγκρουση, όπως ένας πόλεμος στα Στενά της Ταϊβάν, γράφει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs.
Ο πόλεμος είναι πάντα τρομακτικός, αλλά γίνεται ακόμη πιο τρομακτικός όταν η πλευρά σου δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη. Και πράγματι, η αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ είναι ανεπαρκής σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα.
Το 2022, το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies – CSIS), στο οποίο ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου Seth G. Jones υπηρετεί ως ανώτερος αντιπρόεδρος, διεξήγαγε ένα πολεμικό παίγνιο που περιελάμβανε μια κινεζική αμφίβια εισβολή στην Ταϊβάν το 2026.
Οι προσωμοιώσεις αποκάλυψαν το πόσο γρήγορα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξαντλούσαν τον τρέχοντα ανεφοδιασμό τους σε όπλα κατά τις πρώτες εβδομάδες ενός μεγάλου πολέμου.
Ορισμένα κρίσιμα πυρομαχικά – όπως τα μεγάλου βεληνεκούς και ακρίβειας – πιθανότατα θα εξαντλούνταν σε λιγότερο από μια εβδομάδα.
Για ν’ αποφύγουν αυτές τις ελλείψεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει ν’ αυξήσουν την παραγωγή όπλων, αλλά αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει γρήγορα.
Τα κενά υπονομεύουν την αποτροπή
Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι τα κενά αυτά υπονομεύουν την αποτροπή – τον κεντρικό άξονα της αμυντικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών – επειδή αποκαλύπτουν σε όλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν ν’ αντέξουν έναν μακροχρόνιο πόλεμο.
Σύστημα πυραύλων HIMARS (φωτογραφία Emree Weaver/Yakima Herald-Republic via AP)
Η Κίνα δεν έχει κάνει το ίδιο λάθος. Το Πεκίνο αποκτά οπλικά συστήματα και εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας πέντε έως έξι φορές ταχύτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης.
Επιπλέον, η Κίνα θα διεξάγει έναν πόλεμο στα Στενά της Ταϊβάν στο κατώφλι της, με εύκολη πρόσβαση στη δική της βιομηχανική βάση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πολεμήσουν 7.000 μίλια [μακριά] από τις ακτές της Καλιφόρνιας.
Ο χρόνος περνάει. Τον Μάρτιο του 2021, ο ναύαρχος, Phil Davidson, τότε επικεφαλής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ, προέβλεψε ότι η Κίνα θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν «κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, στην πραγματικότητα μέσα στα επόμενα έξι χρόνια».
Και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.
Σ’ αυτό το ανταγωνιστικό διεθνές τοπίο, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια εθνική στρατηγική που θα αναζωογονήσει την υστερούσα αμυντική βιομηχανική βάση τους – όπως η κυβέρνηση Ρούσβελτ επέκτεινε τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας τη δεκαετία του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα ισχυρό θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν, με μια εξαιρετικά ικανή βιομηχανική υποδομή και μια πλούσια παράδοση τεχνολογικής καινοτομίας.
Εξαντλώντας όλα τα πυρομαχικά
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε μια από τις πρώτες ενδείξεις ότι υπήρχε πρόβλημα με την αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ. Μετά την εισβολή της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στον ουκρανικό στρατό μια σειρά όπλων, από αντιαρματικά συστήματα Javelin μέχρι συστήματα πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (High Mobility Artillery Rocket Systems -HIMARS) και αντιαεροπορικά συστήματα Stinger.
Η βοήθεια αυτή ήταν κρίσιμη για να βοηθήσει τον ουκρανικό στρατό ν’ αντιμετωπίσει την εισβολή της Ρωσίας. Αλλά η βοήθεια είχε κόστος. Ο ρυθμός με τον οποίο οι στρατιώτες χρησιμοποιούν τα πυρομαχικά στην Ουκρανία έχει επιβαρύνει την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ.
Ενα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια έφτασε το ιλιγγιώδες ποσό των 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Πολλά από τα οπλικά συστήματα και τα πυρομαχικά προέρχονταν απευθείας από τα αμερικανικά αποθέματα, εξαντλώντας τα.
Μελλοντικός πόλεμος στον Ινδο-Ειρηνικό
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, παρείχαν στην Ουκρανία πάνω από 8.500 αντιαρματικά συστήματα Javelin, 1.600 αντιαεροπορικά συστήματα Stinger, και 38 HIMARS μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Μαρτίου 2023.
Η παροχή αυτής της βοήθειας ήταν η σωστή απόφαση διότι συνέβαλε στην αποτροπή μιας επιτυχημένης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Αλλά αυτά είναι συστήματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει για να εκπαιδεύσουν τα αμερικανικά στρατεύματα ή να τα συγκεντρώσουν ως απόθεμα στον Ινδο-Ειρηνικό για έναν μελλοντικό πόλεμο.
Χρήση αντιαρματικού συστήματος Javelin στο ουκρανικό μέτωπο (φωτογραφία Ukrainian Defense Ministry Press Service/The Associated Press)
Ο αριθμός των Javelin που μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία κατά τους πρώτους έξι μήνες του πολέμου είναι ο ίδιος που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παρήγαγαν κανονικά σε επτά χρόνια.
Αυτός ο όγκος επιβάρυνε τη γραμμή παραγωγής Javelin, η οποία χρειάστηκε σημαντική χρηματοδότηση από το υπουργείο Αμυνας για ν’ αναπληρωθούν τ’ αποθέματα. Ακόμη και με επιταχυνόμενους ρυθμούς παραγωγής, είναι πιθανό να χρειαστούν αρκετά χρόνια για ν’ αναπληρωθεί το απόθεμα των Javelins, των Stingers, και άλλων ζητούμενων ειδών.
Επιπλέον, ο ρυθμός με τον οποίο εξάγονται διάφορα οπλικά συστήματα – όπως τα Javelins, τα Stingers, τα HIMARS, τα συστήματα κατευθυνόμενων πυραύλων πολλαπλής εκτόξευσης (Guided Multiple Launch Rocket Systems – GMLRS) και οι αντιπλοϊκοί πύραυλοι Harpoon – μπορεί να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει αρκετό απόθεμα πυρομαχικών για να καλύψει τις απαιτήσεις των πολεμικών σχεδίων των ΗΠΑ ενάντια στην Κίνα και τη Ρωσία.
Πρόκειται για βιομηχανικές συγκρούσεις
Γενικότερα, η σύρραξη στην Ουκρανία κατέδειξε ότι οι πόλεμοι των μεγάλων δυνάμεων – ιδιαίτερα οι πόλεμοι φθοράς – είναι βιομηχανικές συγκρούσεις.
Η προσπάθεια ανάπτυξης, εξοπλισμού, τροφοδοσίας, και εφοδιασμού εμπολέμων είναι ένα κολοσσιαίο έργο, και η μαζική κατανάλωση εξοπλισμού, συστημάτων, οχημάτων, και πυρομαχικών απαιτεί μια μεγάλης κλίμακας βιομηχανική βάση για τον ανεφοδιασμό.
Μέσα σε μερικές ημέρες, ο ρωσικός στρατός έχει εκτοξεύσει 50.000 βλήματα πυροβολικού εναντίον ουκρανικών στρατιωτικών και πολιτικών θέσεων.
Η Ουκρανία χρησιμοποιεί επίσης πυρομαχικά με φρενήρη ρυθμό, εκτοξεύοντας μέσα σε πέντε ημέρες τόσα βλήματα 155 χιλιοστών όσα παράγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σ’ ένα μήνα.
Στο μεταξύ, μαχητικά αεροσκάφη, άρματα μάχης, πυροβολικό, και μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν επίσης καταστραφεί ή υποστεί ζημιές και πρέπει συνεχώς ν’ αντικαθίστανται ή να επισκευάζονται.
Περισσότεροι πύραυλοι
Η αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ θ’ αντιμετώπιζε ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις αν ξεσπούσε πόλεμος στην Ασία. Για να βοηθήσει στην κατανόηση της πολυπλοκότητας και των προκλήσεων ενός πολέμου στα Στενά της Ταϊβάν, το CSIS διεξήγαγε δύο δωδεκάδες επαναλήψεις μιας κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν.
Στο πολεμικό παίγνιο, απόστρατοι αξιωματικοί και πολιτικοί εμπειρογνώμονες έπαιξαν τους ρόλους στρατιωτικών ηγετών από την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και άλλων συμμετεχόντων.
Χρησιμοποιώντας έναν επιχειρησιακό χάρτη του δυτικού Ειρηνικού και έναν χάρτη της Ταϊβάν για τις χερσαίες μάχες, οι παίκτες διεξήγαγαν εναλλάξ στρατιωτικές ενέργειες όπως η εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων και η ανάπτυξη αεροπλανοφόρων.
Εκτόξευση αμερικανικού αντιπλοϊκού πυραύλου Harpoon Block II (φωτογραφία από US Navy)
Σχεδόν σε κάθε επανάληψη του πολεμικού παιγνίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν περισσότερους από 5.000 πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς διαφόρων τύπων σε τρεις εβδομάδες σύγκρουσης.
Μεταξύ των πιο σημαντικών πυρομαχικών για την αποτροπή μιας κινεζικής κατάληψης ολόκληρης της Ταϊβάν είναι οι πύραυλοι ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων που εκτοξεύονται από αμερικανικά υποβρύχια, αλλά και αυτοί εξαντλήθηκαν γρήγορα στο πολεμικό παίγνιο.
Το ίδιο ισχύει και για τα πυρομαχικά πλοίων, όπως το SM-6, τα οποία επίσης θα αναλώνονταν σε μεγάλες ποσότητες σε μια τέτοια σύγκρουση.
Η τρομερή αεράμυνα της Κίνας
Οι πύραυλοι κρουζ προσφέρουν μια χρήσιμη μελέτη σ’ αυτήν την περίπτωση. Σε κάθε επανάληψη του πολεμικού παιγνίου του CSIS, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξάντλησαν το απόθεμα των αντιπλοϊκών πυραύλων κρουζ εντός της πρώτης εβδομάδας της σύγκρουσης.
Αυτοί οι πύραυλοι ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι λόγω της ικανότητάς τους να πλήττουν τις κινεζικές ναυτικές δυνάμεις από απόσταση πέραν της εμβέλειας της κινεζικής αεράμυνας.
Αυτά τα συστήματα της Κίνας είναι τρομερά – ειδικά στις αρχές μιας σύγκρουσης – και ίσως να έχουν τη δυνατότητα να εμποδίσουν τα περισσότερα αεροσκάφη να κινηθούν αρκετά κοντά ώστε να ρίξουν πυρομαχικά μικρού βεληνεκούς.
Τα βομβαρδιστικά που χρησιμοποιήθηκαν στο πολεμικό παίγνιο χρησιμοποίησαν γενικά πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς επειδή μπορούσαν να πετούν εκτός της εμβέλειας των κινεζικών όπλων.
Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις για την αύξηση της ικανότητας παραγωγής πυραύλων ώστε να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες, αλλά αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να ξεκινήσουμε τώρα.
Να δοθούν κίνητρα
Το πρώτο βήμα είναι να δοθούν κίνητρα στις αμερικανικές αμυντικές εταιρείες να κατασκευάσουν περισσότερους. Ομως οι εταιρείες αυτές είναι γενικά απρόθυμες ν’ αυξήσουν την παραγωγή όπλων και ν’ αναλάβουν οικονομικά ρίσκα χωρίς να υπάρχουν συμβάσεις, ιδίως πολυετείς.
Δεδομένων των μεγάλων επενδύσεων κεφαλαίου και προσωπικού που απαιτούνται, δεν είναι υγιής επιχειρηματική απόφαση να παραχθούν περισσότερα πυρομαχικά ή όπλα χωρίς σαφές σήμα ζήτησης και σαφείς οικονομικές δεσμεύσεις από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Αν και το υπουργείο Αμυνας υπογράφει πολυετείς συμβάσεις για πλοία και αεροπλάνα, γενικά δεν υπογράφει πολυετείς συμβάσεις για πολλά πυρομαχικά.
Επιπλέον, οι στρατιωτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ συχνά περικόπτουν πυρομαχικά από τους προϋπολογισμούς τους στο τέλος κάθε οικονομικού έτους για να δημιουργήσουν χώρο για άλλες προτεραιότητες ή για να διορθώσουν προβλήματα που προκύπτουν κατά την απόκτηση μεγαλύτερων οπλικών συστημάτων.
Οι περιορισμοί στο εργατικό δυναμικό και στην αλυσίδα εφοδιασμού εμποδίζουν επίσης τις εταιρείες ν’ αυξήσουν την παραγωγή οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών που θα χρειάζονταν σ’ έναν μεγάλο πόλεμο.
Ασφαλείς αλυσίδες εφοδιασμού
Οι εταιρείες πρέπει να προσλαμβάνουν, να εκπαιδεύουν, και να διατηρούν τους εργαζόμενους. Επιπλέον, οι αλυσίδες εφοδιασμού για τον αμυντικό τομέα των ΗΠΑ δεν είναι τόσο ασφαλείς όσο θα έπρεπε.
Σ’ ορισμένες περιπτώσεις, μια μόνο εταιρεία κατασκευάζει ένα βασικό εξάρτημα. Το Javelin, για παράδειγμα, βασίζεται σ’ έναν πυραυλοκινητήρα που σήμερα παράγεται αποκλειστικά από την εταιρεία Aerojet Rocketdyne. Μόνο μια εταιρεία, η Williams International, κατασκευάζει κινητήρες turbofan για τους περισσότερους πυραύλους κρουζ.
Εκτόξευση πυραύλου ακριβείας του κινεζικού στρατού (φωτογραφία Lai Qiaoquan/Xinhua via AP)
Υπάρχουν επίσης σημαντικά τρωτά σημεία με ορισμένα μέταλλα σπάνιων γαιών, στα οποία η Κίνα έχει σχεδόν μονοπώλιο, που είναι ζωτικής σημασίας για την κατασκευή διαφόρων πυραύλων και πυρομαχικών.
Η Κίνα κυριαρχεί στις προηγμένες αλυσίδες εφοδιασμού μπαταριών σ’ όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του εξευγενισμένου κοβαλτίου, χαλκού, λιθίου, και νικελίου, καθώς και της παραγωγής ανοδίων, διαχωριστών, και ηλεκτρολυτών.
Είναι επίσης ο παγκόσμιος ηγέτης στα προϊόντα χύτευσης, τα οποία χρησιμοποιούνται στις περισσότερες στρατιωτικές πλατφόρμες και από τα πυρομαχικά των πλοίων έως τους πυραύλους.
Το Πεκίνο παράγει περισσότερα απ’ όσα εννέα συμμαχικές χώρες των ΗΠΑ μαζί, και πάνω από πέντε φορές περισσότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το υπουργείο Αμυνας εξαρτάται από ξένες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, για μεγάλα χυτά και σφυρήλατα προϊόντα, τα οποία χρησιμοποιούνται σ’ ορισμένα αμυντικά συστήματα και εργαλειομηχανές.
Τέλος, ο χρόνος παράδοσης αποτελεί σημαντικό περιορισμό. Οι πύραυλοι, τα διαστημικά συστήματα, και τα πλοία εμφανίζουν τους μεγαλύτερους χρόνους αντικατάστασης. Μπορεί να χρειαστούν περίπου δύο χρόνια για την παραγωγή πολλών τύπων πυραύλων, και αυτό βαζίζεται γενικά στον χρόνο που απαιτείται για την παράδοση των πρώτων πυραύλων – όχι των τελευταίων.
Ξεκινήστε να αγοράζετε τώρα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια νέα στρατηγική βιομηχανικής βάσης, σχεδιασμένη για την παραγωγή επαρκών ποσοτήτων των πιο σημαντικών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών για την αποτροπή και – αν η αποτροπή αποτύχει – την αποτελεσματική καταπολέμηση όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και της Κίνας.
Στόχος θα πρέπει να είναι η αξιολόγηση των απαιτήσεων σε καιρό πολέμου για ένα περιορισμένο σύνολο οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών καθώς και η επίτευξη ασφαλέστερου μέλλοντος για την παραγωγή όπλων.
Η προστιθέμενη ικανότητα είναι επίσης σημαντική για την αποτροπή αντιπάλων όπως η Κίνα και για να καταδειχθεί αξιόπιστα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν την ικανότητα να διεξάγουν μια συνεχή στρατιωτική εκστρατεία, αν χρειαστεί.
Η μεγαλύτερη βιομηχανική ικανότητα θα υποστήριζε επίσης τις προσπάθειες των ΗΠΑ να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια στους ασιάτες και τους ευρωπαίους συμμάχους τους.
Το κλειδί για τη βελτίωση της ικανότητας της αμυντικής βιομηχανικής βάσης είναι η επανεκτίμηση των συνολικών απαιτήσεων σε πυρομαχικά για την αποτροπή και τον πόλεμο κατά της Κίνας και της Ρωσίας.
Σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τα πυρομαχικά που πρέπει να εξεταστούν περιλαμβάνουν το κατά πόσον ο στρατιωτικός σχεδιασμός είναι ευθυγραμμισμένος με την πραγματικότητα μιας μάχης υψηλής έντασης σ’ ένα ή περισσότερα από ένα θέατρα επιχειρήσεων.
Μοντελοποίηση των ρυθμών
Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μοντελοποίηση των ρυθμών εξάντλησης κρίσιμων κατευθυνόμενων πυρομαχικών μεταξύ χερσαίων, ναυτικών, και αεροπορικών δυνάμεων σε μια μείζονα σύγκρουση σε διάφορα επίπεδα έντασης και διάρκειας, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που θα χρειαζόταν για την επανεκκίνηση ή την αύξηση της παραγωγής.
Σήμερα, το υπουργείο Αμυνας βασίζει τις προμήθειές του σε επιχειρησιακά σχέδια γενικά μικρής διάρκειας πολέμου.
Αντί να ζητά από τις αμυντικές βιομηχανίες ν’ αξιολογήσουν την ικανότητά τους να παράγουν συγκεκριμένα πυρομαχικά ή οπλικά συστήματα, όπως συμβαίνει μερικές φορές, μια καλύτερη επιλογή θα ήταν να εκτιμήσει τι χρειάζεται με βάση σενάρια και αναλύσεις πολέμου.
Το Πεντάγωνο θα μπορούσε στη συνέχεια να παρέχει κατευθύνσεις και πόρους στους προμηθευτές αμυντικών προϊόντων για να καλύψουν τα κενά.
Κινεζικοί βαλλιστικοί πύραυλοι DF-26 σε παρέλαση στο Πεκίνο (φωτογραφία από το Reuters/Andy Wong)
Ενα άλλο βήμα θα ήταν η επιτάχυνση της κατασκευής με τη χρήση συμφωνιών προαγοράς και πολυετών συμβάσεων. Αυτές οι επιλογές έχουν συχνά περιοριστεί σε μεγάλα προγράμματα, όπως πλοία και αεροσκάφη, αλλά θα μπορούσαν να συνεισφέρουν με τα πυρομαχικά.
«Συμμαχική υποστήριξη»
Ο σχεδιασμός θα πρέπει να περιλαμβάνει την υπογραφή πολυετών συμβάσεων για συγκεκριμένα πυρομαχικά και οπλικά συστήματα που είναι απαραίτητα για την αποτροπή – και για την καταπολέμηση σε περίπτωση αποτυχίας της αποτροπής – αντιπάλων όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Ο νόμος περί Εξουσιοδότησης της Εθνικής Αμυνας (National Defense Authorization Act) του 2023 ήταν μια καλή αρχή για την έγκριση πολυετών συμβάσεων για ορισμένα πυρομαχικά, αλλά το Κογκρέσο πρέπει να επεκτείνει αυτές τις προσπάθειες.
Τέλος, το υπουργείο Αμυνας πρέπει ν’ αναζητήσει περισσότερες ευκαιρίες για την ανάπτυξη και συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων με φιλικές χώρες, αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «συμμαχική υποστήριξη».
Οι εγκαταστάσεις συμπαραγωγής μπορούν να προσφέρουν πολλαπλά οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της παραγωγικής ικανότητας των συμμάχων και της αύξησης των οικονομιών κλίμακας.
Και οι αμερικανικές εταιρείες το έχουν κάνει και στο παρελθόν: συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής HIMARS με την Πολωνία, ενός νέου τακτικού βαλλιστικού πυραύλου, γνωστού ως PrSM, με την Αυστραλία, ενός νέου αντιπλοϊκού πυραύλου με τη Νορβηγία, και εξαρτημάτων SM-6 και Tomahawks με την Αυστραλία και την Ιαπωνία.
Η μεγαλύτερη επέκταση από τον πόλεμο της Κορέας
Ο στρατός κάνει ορισμένα ελπιδοφόρα πρώτα βήματα και σχεδιάζει ν’ αυξήσει τη μηνιαία του ικανότητα παραγωγής βλημάτων 155 χιλιοστών από περίπου 14.000 σε 30.000 το 2023 και τελικά σε 90.000.
Το Πεντάγωνο δαπανά 80 εκατομμύρια δολάρια για να θέσει σε λειτουργία μια δεύτερη πηγή για τον πυραυλοκινητήρα του Javelin και σχεδιάζει να διπλασιάσει την παραγωγή σε περίπου 4.000 ετησίως.
Συνολικά, ο αμερικανικός στρατός ελπίζει ν’ αυξήσει την παραγωγή βλημάτων πυροβολικού κατά 500% μέσα σε δύο χρόνια για ν’ αναπληρώσει τα αποθέματα που στάλθηκαν στην Ουκρανία – η μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής από τον πόλεμο της Κορέας.
Μετά από δύο δεκαετίες επιχειρήσεων κατά της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS), οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αλλάξει ριζικά την αμυντική τους στρατηγική από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία.
Αλλά τα λόγια δεν αρκούν. Η αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ υστερεί σημαντικά. Χωρίς επείγουσες αλλαγές, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρεθούν σε αδυναμία ν’ ανταποκριθούν σ’ έναν παρατεταμένο πόλεμο ή ν’ αποτρέψουν τη ρωσική ή την κινεζική επιθετικότητα.