Ένας πόλεμος για δυο με πολλούς μεσάζοντες που άλλοτε καθησύχαζαν τα πνεύματα και ενίοτε έριχναν λάδι στη φωτιά.
Στην Ουκρανία ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχείρησε το λεγόμενο ματ των ανοήτων.
Να κερδίσει τον πόλεμο με δύο κινήσεις. Να μπει δηλαδή στη χώρα στις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και μέσα σε λίγες μέρες να έχει κατακτήσει το Κίεβο επιβάλλοντας μια κυβέρνηση μαριονέτα.
Ακριβώς έναν χρόνο μετά, είναι προφανές και πάλι με σκακιστικούς όρους ότι έχει παγιδευτεί στη νεκρή θέση. Ούτε οι ρωσικές δυνάμεις έχουν πετύχει μια στρατιωτική επικράτηση στην περιοχή, ούτε οι Ουκρανοί έχουν καταφέρει τον πλήρη επανέλεγχο των εδαφών τους.
Με φόντο τους 180.000 νεκρούς Ρώσους στρατιώτες και τους 140.000 νεκρούς Ουκρανούς στρατιώτες και άμαχους πολίτες, δύο είναι τα ερωτήματα που προβληματίζουν τους αναλυτές και ζητούν άμεσα απάντηση.
Χρόνος έναρξης πολέμου
Πρώτον, γιατί ο Ρώσος πρόεδρος επέλεξε να πάρει το Κίεβο πριν από έναν χρόνο και όχι το 2014, οπότε προσάρτησε και την Κριμαία;
Και δεύτερον, θα είναι η τρίτη φάση του πολέμου, που μόλις ξεκίνησε, η πιο άγρια και η τελευταία του;
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Μόσχα πάντα ήθελε να κάνει δικιά της την ουκρανική πρωτεύουσα, γράφει ο Guardian σε άρθρο του με τίτλο «Τι έκανε τον Πούτιν να το χάσει το 2022;».
Ήταν εξάλλου κάτι που επαναλάμβανε πυκνά συχνά ο Ρώσος πρόεδρος στις ομιλίες και τα γραπτά του.
Ίσως γι’ αυτό και οι σκληροπυρηνικοί στη χώρα του τον επέκριναν που δεν εκμεταλλεύτηκε τον αδύναμο ουκρανικό στρατό το 2014 και τον φιλο-Ρώσο πρόεδρο, Βίκτορ Γιανούκοβιτς, για να λήξει τσακ μπαμ την όλη ιστορία. Δεν χρειαζόταν και καμιά σημαντική αφορμή, αρκούσε ο θάνατος ενός φιλο-Ρώσου διαδηλωτή και πρόσω ολοταχώς.
Ο… συγκρατημένος Πούτιν
Ο λόγος πίσω από την αυτοσυγκράτηση του Πούτιν εκείνη την εποχή σχετίζεται με τον πυρήνα της ρωσικής στρατηγικής τη δεκαετία του 1990, εκτιμά η βρετανική εφημερίδα.
Τότε ο Ρώσος πρόεδρος ήθελε όσο τίποτα άλλο να μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα τάξη ασφαλείας, στο πλαίσιο της οποίας η ένωση θα πήγαινε αλά μπρατσέτα με το Κρεμλίνο και θα σεβόταν τη δύναμη του.
Ήταν ξεκάθαρο ότι μια πλήρης εισβολή στην Ουκρανία θα κατέστρεφε κάθε ελπίδα επαναπροσέγγισης της Ρωσίας με τους δυτικοευρωπαίους και θα τους έσπρωχνε χωρίς δεύτερη σκέψη στην αμερικανική αγκαλιά.
Ταυτόχρονα, μια τέτοια εξέλιξη θα απομόνωνε σε διπλωματικό επίπεδο τη Ρωσία και θα την έκανε επικίνδυνα εξαρτημένη από την Κίνα.
Η Μεγάλη Ευρώπη
Το όλο σκεπτικό βασιζόταν στην προηγούμενη ιδέα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για ένα «Κοινό Ευρωπαϊκό Σπίτι» και για μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.
«Η Ρωσία είναι ένα αναπόσπαστο, οργανικό κομμάτι της Μεγάλης Ευρώπης, του ευρύτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι πολίτες μας αισθάνονται Ευρωπαίοι», έγραφε χαρακτηριστικά το 2012 ο Πούτιν.
Σήμερα, αυτό το όραμα έχει εγκαταλειφθεί υπέρ του «ευρασιατικού πολιτισμού» με τη Ρωσία στο κέντρο του.
Μεταξύ όμως του 1999, οπότε ο Πούτιν ανήλθε στην πρώτη γραμμή της εξουσίας, και του 2020, όταν ο Μπάιντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, αυτή η ρωσική στρατηγική γνώρισε σοβαρές απογοητεύσεις, αλλά έγινε αποδέκτης και πολλών ενθαρρυντικών σημαδιών από το Παρίσι και το Βερολίνο, ώστε να κρατηθεί ζωντανή.
Ίσως η πιο σημαντική στιγμή της ήταν όταν ο Πούτιν από τη θέση του πρωθυπουργού και με πρόεδρο της Ρωσίας, τον μαθητή του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, πρότεινε μια ευρωπαϊκή συνθήκη ασφαλείας, που θα πάγωνε την επέκταση του ΝΑΤΟ, θα εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Ουκρανίας και των γύρω κρατών και θα είχε ως σημείο αναφοράς τη διαβούλευση επί ίσοις όροις με τη Ρωσία και τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης.
Χέρι- χέρι Γερμανία & Γαλλία
To 2014, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ τράβηξε το αυτί του Πούτιν και τον προειδοποίησε ότι τυχόν προώθηση των αποσχιστικών δυνάμεων στο Ντονμπάς με τη βοήθεια του Κρεμλίνου θα προκαλούσε αδιόρθωτη ζημιά στις γερμανορωσικές σχέσεις.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και ανταμείφθηκε με την απόφαση της Γερμανίας να μην εξοπλίσει την Ουκρανία. Με τη συμφωνία Minsk 2, που επιτεύχθηκε με τη συμμετοχή και της Γαλλίας, το Ντονμπάς επέστρεψε στην Ουκρανία ως αυτόνομη περιοχή.
Το 2016 οι ρωσικές ελπίδες για διαζύγιο ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ θέριεψαν με την εκλογή του απερίσκεπτου και επικίνδυνου Ντόναλντ Τραμπ, που ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής στα ευρωπαϊκά κράτη.
Όταν αυτό δεν έγινε, αλλά φαινόταν ότι οι ΗΠΑ εξόπλιζαν… κάτω από το τραπέζι την Ουκρανία, ο Πούτιν άρχισε να θυμώνει πραγματικά.
Εχθρός η Δύση
Η παραδοχή της Μέρκελ το 2015 με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι η Minsk 2 ήταν μια μανούβρα για να μπορέσει να δυναμώσει ο ουκρανικός στρατός, οδήγησε τον Ρώσο πρόεδρο στο ίδιο συμπέρασμα με τους σκληροπυρηνικούς της χώρας του.
Δηλαδή, η Ρωσία δεν μπορεί να εμπιστευτεί καμιά κυβέρνηση της Δύσης και ότι η Δύση στο σύνολο της είναι εχθρική απέναντι στη αχανή χώρα της βόρειας Ευρασίας.
Αυτά που περίπου είπε ο Πούτιν στην πρόσφατη ομιλία του προς το ρωσικό έθνος, για να δικαιολογήσει τον πόλεμο που ανέτρεψε τη μακροχρόνια ειρήνη στην Ευρώπη και τις μεταψυχροπολεμικές ισορροπίες ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.
Και τώρα τι; Πως μπορεί να λήξει αυτή η αιματηρή ιστορία, αναρωτιέται άλλο άρθρο της ίδιας βρετανικής εφημερίδας με τίτλο «νίκη, ήττα, αδιέξοδο ή σοκ;».
Τα 5 σενάρια
Τα σενάρια, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, είναι πέντε.
Στο πρώτο η Ρωσία κερδίζει προχωρώντας γοργά στα ανατολικά της Ουκρανίας, πριν προλάβουν να φτάσουν τα βαρέα άρματα μάχης από τη Δύση.
Οι 300.000 στρατιώτες της κάμπτουν την ουκρανική αντίσταση, το Κρεμλίνο αποκτά τον απόλυτο έλεγχο των επαρχιών που μονομερώς προσάρτησε τον Σεπτέμβριο και προχωρά σε μια κατάπαυση πυρός για να περιορίσει τη στρατιωτική ζημία της.
Στο δεύτερο σενάριο η Ουκρανία με τα 100 τανκς Leopard 1 και 2 στους δρόμους της ζει τη δικιά της D-day και σπάει τον οδικό και σιδηροδρομικό σύνδεσμο που συνδέει τη Ρωσία με την Κριμαία.
Η χερσόνησος απομονωμένη και ευάλωτη, μια συμβολική νίκη των Ουκρανών έναντι των Ρώσων, πιστεύεται ότι θα οδηγήσει την ηγεσία των τελευταίων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αδιέξοδο ή αλλαγή;
Το τρίτο σενάριο έχει να κάνει με το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγηθεί και πάλι ο πόλεμος, όταν καταστεί σαφές ότι τα δυτικά όπλα στους Ουκρανούς δεν είναι αρκετά για να νικήσουν και οι Ρώσοι, παρά τους 1.000 νεκρούς την ημέρα, δεν θα καταφέρουν τελικά να περάσουν μέσα από τις γραμμές του αντιπάλου.
Σε αυτή την περίπτωση η σύγκρουση θα παγιωθεί και ο ατελείωτος πόλεμος θα φθείρει άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους.
Απόρροια αυτού είναι το τέταρτο σενάριο, στο οποίο η Δύση φτάνει στα όρια της και δεν αντέχει πια να συνεισφέρει σε αυτόν τον πόλεμο φθοράς, που έχει σοβαρό αντίκτυπο για τις ηγεσίες των χωρών της, όπως συνέβη για 20 χρόνια στο Αφγανιστάν με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Πέμπτο και καταληκτικό σενάριο η αλλαγή ηγεσίας.
Στην Ουκρανία, γιατί ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι θα κουράσει Ουκρανούς και Δύση ή στην Ρωσία, γιατί πια ούτε η ελίτ του Πούτιν δεν θα αντέχει να τον βλέπει μπροστά της;
Πρόκειται για τον αστάθμητο παράγοντα, που μπορεί να λειτουργήσει σαν από μηχανής Θεός σε ένα πόλεμο χωρίς ευκρινές τέλος και για όλες τις πλευρές.