Τι απαντά η υπηρεσία στο δημοσίευμα των «New York Times» σχετικά με την εισήγηση για αναστολή λειτουργίας της στην Ελλάδα λόγω καταγγελιών για κακομεταχείριση και βίαιες επαναπροωθήσεις μεταναστών
O υπεύθυνος ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Frontex, Τζόνας Γκρίμχεντεν, εισηγήθηκε πέρυσι την αναστολή της λειτουργίας της στην Ελλάδα λόγω συστηματικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από έλληνες μεθοριοφύλακες, συμπεριλαμβανομένων βίαιων επαναπροωθήσεων αιτούντων άσυλο στην Τουρκία και διαχωρισμού παιδιών μεταναστών από τους γονείς τους: αυτό αποκαλύπτουν εμπιστευτικά έγγραφα τα οποία εξέτασαν οι «New York Times».
Διαβάστε επίσης: Τζο Μπάιντεν: «Δεν ξέρουμε τι ήταν τα ιπτάμενα αντικείμενα»
Αντί όμως να ακολουθήσει τη σύστασή του, να κινηθεί νομικά κατά της Ελλάδας ή να ερευνήσει τα πορίσματά του, η ΕΕ συγκρότησε μια ομιχλώδη «ομάδα εργασίας».
Σε ακόλουθο πόρισμα που υπέβαλε τον προηγούμενο μήνα, ο Γκρίμχεντεν επεσήμανε πως «δεν υπήρξε αλλαγή στην προαναφερθείσα πρακτική».
Αυτή η απροθυμία ανάληψης δράσης, σημειώνουν οι «New York Times», αναδεικνύει μια μείζονα πηγή έντασης στη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης: το πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι μεταναστευτικές εισροές χωρίς να παραβιάζονται οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί.
«Μεταξύ των κρατών – μελών», δήλωσε χαρακτηριστικά η Καμίνο Μορτέρα – Μαρτίνες, επικεφαλής του γραφείου του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση στις Βρυξέλλες, «δεν υπάρχει επί του παρόντος άλλη συναίνεση πέραν του ελέγχου των συνόρων. Η συζήτηση για την κοινή πολιτική ασύλου δεν πηγαίνει πουθενά, οι χώρες λοιπόν στα εξωτερικά σύνορα αφήνονται στην τύχη τους».
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι, όπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα, χαρακτηριστική αυτών των περίπλοκων δυναμικών. Χρόνια τώρα δέχεται η χώρα κριτική από οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ότι στέλνει ανθρώπους πίσω στην Τουρκία χωρίς να επεξεργαστεί τις αιτήσεις ασύλου τους.
Η ΕΕ όμως χρειάζεται την Ελλάδα προκειμένου να κρατάει τα σύνορά της στεγανά.
Ρόλος της Frontex είναι να βοηθάει στη φύλαξη των συνόρων αλλά και να θεσπίζει ένα ευρωπαϊκό πρότυπο για το πώς μπορεί να γίνει αυτό σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ομως η υπηρεσία, που αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία τόσο ώστε να γίνει η καλύτερα χρηματοδοτούμενη της ΕΕ, έχει κατηγορηθεί για παραβλέψεις, συγκάλυψη, ακόμα και για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Νέα ηγεσία
Ο εκτελεστικός διευθυντής της παραιτήθηκε πέρυσι μετά από καταγγελίες για παρενόχληση, κακοδιαχείριση και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η νέα ηγεσία υποσχέθηκε αλλαγές, ανάμεσά τους και την ενίσχυση του ρόλου του Υπευθύνου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τα εμπιστευτικά έγγραφα που μελέτησαν οι «New York Times», όμως, δείχνουν πως ο ρόλος του παραμένει περιθωριακός, όταν διακυβεύονται πολιτικές αποφάσεις.
Ο Γκρίμχεντεν υποβάλλει τρίμηνες εκθέσεις για τις συνθήκες στα σύνορα της ΕΕ. Στις εκθέσεις για τα δύο τελευταία τρίμηνα που είδαν οι «NYT», το κομμάτι της Ελλάδας είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, το μεγαλύτερο και το πιο δραματικό.
Ο αξιωματούχος έγραψε ότι είχε συγκεντρώσει συνεχείς «αξιόπιστες αναφορές» για συστηματικές απωθήσεις μεταναστών τόσο στα θαλάσσια όσο και στα χερσαία σύνορα, στέρηση του δικαιώματός τους σε προστασία, διαχωρισμό παιδιών από τους γονείς τους και αντιμετώπιση των μεταναστών με «εξευτελιστικό τρόπο».
Η σοβαρότητα των καταγγελιών αυτών τον ώθησε να εισηγηθεί την αναστολή της επιχείρησης, αφού υπέβαλε τρεις κλιμακούμενες «γνωμοδοτήσεις», καταγράφοντας λεπτομερώς τα πορίσματά του, στη διάρκεια του 2022.
Ειδικοί χαρακτήρισαν σημαντική, μιλώντας στους «New York Times», την καταγραφή παράνομων πρακτικών στην Ελλάδα από τον υπεύθυνο ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Frontex, διότι προέρχεται από την ίδια την υπηρεσία, και όχι εξωτερικές πηγές όπως τα ΜΜΕ ή οι ΜΚΟ.
Οι εισηγήσεις του Υπευθύνου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν είναι δεσμευτικές, επεσήμανε γραπτώς η Frontex στους «New York Times». Η ίδια υπηρεσία διαβεβαίωσε πως αντιμετωπίζει τις ανησυχίες από κοινού με τις ελληνικές Αρχές και ότι ο Γκρίμχεντεν είχε αναφέρει «πρόοδο» στα τέλη του περασμένου μήνα.
«Κατά συνέπεια, δεν βλέπουμε λόγο να αποσυρθούμε από μία από τις πλέον απαιτητικές μεθοριακές περιοχές ολόκληρης της ΕΕ», κατέληξε.