Και γιατί μηδένισαν οι εισαγωγές ρωσικού αερίου.
Στο τραπέζι έχει βάλει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας το ενδεχόμενο μείωσης της έκτακτης εισφοράς 10 ευρώ/MWh στις ποσότητες του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Το «χαράτσι» – όπως το ονομάζουν οι ηλεκτροπαραγωγοί – εφαρμόστηκε από τον περασμένο Νοέμβριο και είχε σαν αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής ρεύματος.
Διαβάστε επίσης: Σεισμός: Πέντε μύθοι καταρρίπτονται
Τα 10 ευρώ/MWh στο φυσικό αέριο, σύμφωνα με όσα σημειώνουν πηγές των ομίλων ενέργειας, επιβαρύνουν με 20 ευρώ/MWh τις τιμές λιανικής ρεύματος.
Φουσκώνουν δηλαδή τους λογαριασμούς νοικοκυριών κι επιχειρήσεων σε μία περίοδο κατά την οποία οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με τις αυξήσεις που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η μείωση
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΟΤ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας μελετά σενάριο αναμόρφωσης της έκτακτης ειδικής εισφοράς.
Και δεν αποκλείεται να μειωθεί δίνοντας ανάσα στους λογαριασμούς ρεύματος. Οι λόγοι επιβολής του ήταν αφενός η ανάγκη μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου αλλά και άντλησης πρόσθετων πόρων για τις επιδοτήσεις των λογαριασμών.
Ωστόσο, όπως αποκάλυψε ο ΟΤ στις 26 Ιανουαρίου, το ειδικό τέλος τελικά προκάλεσε ανάποδα αποτελέσματα. Τα εγχώρια εργοστάσια ρεύματος έγιναν ακριβότερα έναντι των αντίστοιχων στις γειτονικές αγορές. Το αποτέλεσμα είναι ο αλγόριθμός του Χρηματιστηρίου Ενέργειας να επιλέγει για την κάλυψη των αναγκών της ελληνικής αγοράς ρεύματος πρώτα τις εισαγόμενες ποσότητες ρεύματος που είναι φθηνότερες και να απορρίπτει τις εγχώριες μονάδες. Αν και οι γειτονικές μονάδες είναι παλαιότερης τεχνολογίας και ρυπογόνες.
Έτσι, αυξήθηκαν οι εισαγωγές ρεύματος και συνολικά ακρίβυνε η χονδρεμπορική αγορά.
Το ρωσικό αέριο
Το ειδικό τέλος των 10 ευρώ/MWh σε συνδυασμό και με τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου τον Ιανουάριο έφεραν και μία ακόμη μεγάλη ανατροπή.
Οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μηδενίστηκαν για πρώτη φορά. Και αυτό συνέβη επειδή οι προμηθευτές αερίου, λόγω της μείωσης της ζήτησης συνολικά του καυσίμου από τους μεγαλύτερους καταναλωτές (ηλεκτροπαραγωγοί) αλλά και από νοικοκυριά, βιομηχανίες και επιχειρήσεις, έπρεπε να περιορίσουν τις εισαγωγές. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως οι ηλεκτροπαραγωγοί καταναλώνουν περίπου το 60% με 70% του εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι συμβάσεις με τη Gazprom παρέχουν ευελιξία ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές έναντι των συμφωνηθέντων ποσοτήτων. Έτσι, από την είσοδο του Σιδηροκάστρου δεν πέρασε τον Ιανουάριο ούτε μία μεγαβατώρα προς την ελληνική αγορά.
Αντίθετα, οι προμηθευτές αερίου δεν έχουν τέτοια ευλιξία με το άεριο από το Αζερμπαϊτζάν που έρχεται μέσω του αγωγού TAP. Εκεί οι συμβάσεις είναι πιο αυστηρές προβλέποντας και ποινές με την παραμικρή μείωση των εισαγωγών.
Οι ποσότητες
Συνολικά οι ποσότητες που εισήχθησαν τον Ιανουάριο ήταν 5,9 Τεραβατώρες. Από αυτές οι 3,9 Τεραβατώρες προήλθαν από τις εγκαταστάσεις του σταθμού αποθήκευσης και αεριοποίησης LNG του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα. Δηλαδή περίπου το 66%. Κάτι παραπάνω από 1 Τεραβατώρα ήταν οι εισαγωγές του αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω του TAP και μόλις 0,67 Τεραβατώρες ήταν από την Τουρκία.
Οι εισαγωγές φυσικού αερίου στη χώρα μας ήταν μειωμένες κατά 15% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2022. Και ήταν λιγότερες καθώς η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου βούτηξε κατά περίπου 38% για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η κατανάλωση έπεσε στις 3,93 Τεραβατώρες από 6,33 που ήταν τον Ιανουάριο του 2022.
Μεγάλο «ψαλίδι» – εκτός από τους ηλεκτροπαραγωγούς – έβαλαν διυλιστήρια και βιομηχανίες. Οι τελευταίοι μεγάλοι καταναλωτές στράφηκαν για λόγους εξοικονόμησης δαπανών στη νάφθα και το πετρέλαιο για τη λειτουργία των γραμμών παραγωγής τους.