Οι εκλογές στην Τουρκία θα γίνουν στις 14 Μαΐου.
Σε μια χρονιά που έφερε μια ανανεωμένη δύναμη και ενότητα στο ΝΑΤΟ, ίσως καμία χώρα δεν αποδείχτηκε πιο ενοχλητική για τη Συμμαχία από την Τουρκία.
Για άλλα μέλη του Οργανισμού, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε νέα αποφασιστικότητα ενάντια σε έναν κοινό εχθρό και άνοιξε το δρόμο για την επέκταση της Συμμαχίας. Ωστόσο, επισημαίνει στην ανάλυσή του για τις τουρκικές εκλογές το Foreign Affairs, η Τουρκία, αν και είναι μέλος του ΝΑΤΟ, όχι μόνο έχει διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις με την Ρωσία, αλλά έχει επίσης απειλήσει να εμποδίσει τις υποψηφιότητες της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
Εν τω μεταξύ, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μπορεί να ξεκινήσει μια νέα χερσαία εισβολή στη βόρεια Συρία, για να αντιμετωπίσει τους Κούρδους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή αυτή.
Και επιπλέον, ενώ η Τουρκία αρχίζει να «επιδιορθώνει» τους τεταμένους δεσμούς με πολλές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, συνεχίζει να έχει ψυχρές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει προβεί σε νέες απειλές προς την Ελλάδα.
Ίσως το πιο απροσδόκητο στην πολιτική της Άγκυρας να είναι ότι, μετά από χρόνια προσπάθειας υπονόμευσης του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, τώρα έχει αρχίσει μια προσέγγιση με το καθεστώς της Δαμασκού, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας.
Οι πιο δύσκολες εκλογές
Οι κινήσεις αυτές, αν και αμφιλεγόμενες στη Δύση, είναι γενικά δημοφιλείς στην Τουρκία. Έχουν επίσης σαφή σκοπό: Τον Μάιο, ένας από τους πλέον μακρόβιους, αλλά και λαϊκιστής, αυταρχικός ηγέτης της χώρας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα αντιμετωπίσει την πιο δύσκολη εκλογική εκστρατεία της πολιτικής του καριέρας και η εξωτερική πολιτική έχει γίνει ένας αποτελεσματικός τρόπος για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από τις πολλαπλές κρίσεις στο εσωτερικό.
Μετά από χρόνια οικονομικής κακοδιαχείρισης, το ποσοστό πληθωρισμού της Τουρκίας έφτασε στο 85% τον Νοέμβριο του 2022, μειούμενο κάπως στο 64% τον Δεκέμβριο. Αυτό είναι μακράν το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, ξεπερνώντας εύκολα την δεύτερη Ουγγαρία με το 25%.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας μειώνονται και η χώρα αντιμετωπίζει ένα διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Ο τουρκικός πληθυσμός είναι όλο και πιο δυσαρεστημένος από την παρουσία 3,6 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων, τους οποίους η Τουρκία δέχθηκε στην αρχή του συριακού εμφυλίου πολέμου. Υπάρχει επίσης αυξανόμενη κόπωση με την όλο και πιο αυταρχική 20ετή διακυβέρνηση του Ερντογάν – μια ολόκληρη γενιά δεν έχει γνωρίσει άλλον ηγέτη.
Τι διακυβεύεται για τον ίδιο και την «παρέα» του αν χάσει
Για τον Ερντογάν, όλα εξαρτώνται τώρα από τις εκλογές. Μετά από 20 χρόνια σχεδόν αδιαμφισβήτητης διακυβέρνησης, μια ήττα θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για τον ίδιο, την οικογένειά του, τους «κολλητούς» του και πολλούς άλλους στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), οι οποίοι έχουν επωφεληθεί προσωπικά από την εξουσία του και θα μπορούσαν πιθανώς να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές διώξεις.
Μια νίκη της αντιπολίτευσης θα αποτελούσε επίσης μια μορφή αλλαγής καθεστώτος, δεδομένου ότι οι ηγέτες της υποστηρίζουν την αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος της Τουρκίας και τον περιορισμό των προεδρικών εξουσιών.
Ο Ερντογάν αισθάνεται πλέον τόσο ευάλωτος που η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα δικαστήρια, για να προσπαθήσει να απαγορεύσει σε έναν κορυφαίο πιθανό υποψήφιο της αντιπολίτευσης, τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, να θέσει υποψηφιότητα – μια ακραία κίνηση, που θα μπορούσε τελικά να αποβεί άκαρπη.
Κάθε μέσο για να μην χάσει
Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν και το ΑΚΡ θα μπορούσαν να χάσουν τις εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για τις 14 Μαΐου. Για οποιονδήποτε άλλο ηγέτη, τέτοια επίπεδα αντιδημοτικότητας και οικονομικής δυσφορίας θα μπορούσαν να σημάνουν σίγουρη ήττα. Αλλά ο Ερντογάν είναι γνωστός για την επιμονή του και την ικανότητά του να κερδίζει εκλογές και έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις.
Δεδομένου του πόσο πολλά διακυβεύονται, είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει σχεδόν κάθε μέσο για να αποφύγει την ήττα. Όπως δείχνουν οι πρόσφατες κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική, έχει επίσης πολλά χαρτιά να παίξει, και μπορεί να επιδιώξει να κατασκευάσει μια κρίση – συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τη Δύση – για να αλλάξει το κλίμα στο εσωτερικό.
Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν για μια τέτοια εξέλιξη, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανές ζημιές και πρέπει να έχουν μια στρατηγική για να την αντιμετωπίσουν. Και αυτό, όπως σχολιάζει το Foreign Affairs, επειδή η Τουρκία «είναι πολύ σημαντική χώρα για να αφεθεί να απομακρυνθεί από τη δυτική επιρροή».
Όλη τη δύναμη κι όλες τις ευθύνες
Παραδόξως, σε μια εποχή γεωπολιτικών κλυδωνισμών και συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, είναι το απρόβλεπτο της εσωτερικής πολιτικής αυτό που ανησυχεί περισσότερο τον Ερντογάν.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονες, τους συμμάχους και τους αντιπάλους είναι χρήσιμες για να αντισταθμίσουν τις εγχώριες αδυναμίες. Πάνω απ’ όλα είναι η καταστροφική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Αν και η αγορά εργασίας είναι σχετικά εύρωστη, ο υψηλός πληθωρισμός οφείλεται, εν μέρει, στην επιμονή του Ερντογάν να μειώνει τα επιτόκια αντί να τα αυξάνει.
Οι μη συμβατικές πολιτικές της κεντρικής τράπεζας είναι ενδεικτικές του ελέγχου που ασκεί ο Ερντογάν σε κατ’ όνομα «ανεξάρτητους» θεσμούς. Κατά την τελευταία δεκαετία, έχει εδραιώσει την εξουσία του υπονομεύοντας ή εξαλείφοντας την ανεξαρτησία σχεδόν κάθε σημαντικού τουρκικού θεσμού: τα δημόσια πανεπιστήμια, τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, τον στρατό, τις τοπικές κυβερνήσεις – και το σημαντικότερο, τη Δικαιοσύνη, την οποία χρησιμοποιεί ως όπλο κατά των αντιπάλων του.
Οι τουρκικές φυλακές είναι γεμάτες από πολιτικούς της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών, όπως ο Οσμάν Καβάλα, και βασικά οποιονδήποτε δεν αρέσει στον Ερντογάν. Δεν υπάρχει πλέον ούτε καν η επίφαση του κράτους δικαίου.
Η αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν
Ωστόσο, αυτή η πλήρης κυριαρχία του κράτους και της κοινωνίας έχει γίνει και η αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν. Έχοντας θέσει τον εαυτό του στο επίκεντρο των πάντων, ο Ερντογάν έχει δώσει στους απλούς Τούρκους λόγους να τον κατηγορούν για τα δεινά της χώρας, παρά τις προσπάθειές του να επιρρίψει την ευθύνη για τα οικονομικά προβλήματα σε ξένους, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταυτόχρονα, έχοντας περιβάλει τον εαυτό του με δουλοπρεπείς υποστηρικτές αντί για έμπειρους συμβούλους που χαράσσουν πολιτική, είναι όλο και πιο επιρρεπής στο να κάνει λάθη.
Ο εξακομματικός συνασπισμός της αντιπολίτευσης, αποτελούμενος από δύο μεγαλύτερα και τέσσερα μικροσκοπικά κόμματα, διέψευσε τις προσδοκίες και κατάφερε να παρουσιάσει ένα σχετικά πειθαρχημένο μέτωπο.
Θεωρητικά, οι συνδυασμένες δυνάμεις τους – μια νέα εξέλιξη στο συνήθως κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Τουρκίας – θα πρέπει να συγκεντρώσουν αρκετά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος για να νικήσουν τον Ερντογάν.
Στο τέλος Ιανουαρίου δημοσιοποίησαν το ενιαίο όραμά τους, αλλά δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει σε έναν υποψήφιο πρόεδρο. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), θέλει απεγνωσμένα να είναι υποψήφιος – αλλά είναι ο πιο αδύναμος και πιθανότατα θα χάσει από τον Ερντογάν. Ειλικρινής και εργατικός, ο Κιλιτσντάρογλου, πάσχει από έλλειψη χαρίσματος και φαίνεται παλιομοδίτης.
Το «κυνηγητό» στον Ιμάμογλου
Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο Ερντογάν έχει λάβει μέτρα για να παραγκωνίσει τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, μέλος του CHP. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι ο ένας από τους δύο νέους πολιτικούς της αντιπολίτευσης – ο άλλος είναι ο δήμαρχος της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς – που θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ερντογάν σε γενικές εκλογές.
Αλλά τον Δεκέμβριο, ο Ιμάμογλου καταδικάστηκε σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλάκισης, με κατασκευασμένες κατηγορίες για προσβολή του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την ίδια τακτική που χρησιμοποιήθηκε από άλλους για να αποτρέψουν τη δική του άνοδο στην εξουσία – πριν από δύο δεκαετίες, καταδικάστηκε και αυτός και εμποδίστηκε να γίνει πρωθυπουργός όταν το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 2002.
Η καταδίκη του Ιμάμογλου, αν επιβεβαιωθεί πρώτα από το περιφερειακό δικαστήριο και στη συνέχεια από το ανώτατο Εφετείο (και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα επιβεβαιωθεί), θα τον εμποδίσει να κατέχει αξιώματα και να θέσει υποψηφιότητα απέναντι στον Ερντογάν για την προεδρία ή για τη θέση του σημερινού δημάρχου το 2024.
Τα πλεονεκτήματα του «σουλτάνου»
Εκτός από την έλλειψη σαφούς αντιπάλου, ο Ερντογάν ξεκινά την προεκλογική περίοδο με άλλα δύο τεράστια πλεονεκτήματα: Ελέγχει πλήρως το κράτος και τους πόρους του, τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά βούληση για να υποστηρίξει την επανεκλογή του, και κυριαρχεί πλήρως στον δημόσιο χώρο.
Προς το παρόν, έχει προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο και εύνοια για αυτοσχέδια μέτρα, που εξυπηρετούν κυρίως την αφαίμαξη του εθνικού ταμείου. Έχει διαγράψει τα χρέη περίπου πέντε εκατομμυρίων Τούρκων δανειοληπτών. Έχει κατευθύνει την κεντρική τράπεζα να χορηγεί αφειδώς φθηνή πίστωση σε τομείς όπως οι κατασκευές, που πιστεύει ότι θα τον βοηθήσουν καλύτερα να επιτύχει τους στόχους του.
Με την τουρκική λίρα να καταρρέει, η κυβέρνηση εισήγαγε ένα σύστημα καταθέσεων που ενθαρρύνει τους αποταμιευτές να μεταπηδήσουν από δολάρια σε λίρες, υποσχόμενη να τους αποζημιώσει για τις συναλλαγματικές τους απώλειες, αυξάνοντας δραματικά την επιβάρυνση του Δημοσίου. Και ο Ερντογάν χορήγησε πρόσφατα πρόωρη συνταξιοδότηση σε περισσότερους από δύο εκατομμύρια πολίτες.
Αλλά δεν είναι πάντα τόσο γενναιόδωρος, ιδίως όταν πρόκειται για περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης. Οι δήμοι που ελέγχει το ΑΚΡ είναι ένας σημαντικός «αγωγός» για τον Ερντογάν, ώστε να μοιράζει προνόμια και να κάνει τους ντόπιους εξαρτημένους από αυτόν.
Αντίθετα, στις μεγάλες πόλεις που δεν ελέγχει το ΑΚΡ, η κεντρική κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την τοπική εξουσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη του Ιμάμογλου, μια πόλη 20 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η Δικαιοσύνη στη «μέγγενη» του προέδρου
Φυσικά, όπως καθιστά σαφές η δίωξη του Ιμάμογλου, τονίζει το Foreign Affairs, το σημαντικότερο εργαλείο του Ερντογάν παραμένει η Δικαιοσύνη. Ξεκινώντας από το 2013, αλλά παίρνοντας… φόρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, χιλιάδες δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και μέλη της αντιπολίτευσης, που τόλμησαν να πουν οτιδήποτε επικριτικό για την κυβέρνηση, έχουν φυλακιστεί.
Οι διώξεις είναι αυθαίρετες – οποιοσδήποτε μπορεί να φυλακιστεί, επειδή εργάζεται σε ένα περιοδικό ή για ένα tweet που εστάλη πριν από χρόνια και ξαφνικά «αναστήθηκε». Μόνο το 2020, η κυβέρνηση ξεκίνησε 31.000 έρευνες για το αδίκημα της «προσβολής του προέδρου» – από τότε που ο Ερντογάν έγινε πρόεδρος το 2014, έχουν διεξαχθεί 160.000 τέτοιες έρευνες.
Το κράτος έχει στοχοποιήσει πιο ανοιχτά ορισμένα πολιτικά κόμματα, ιδίως το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP). Αυτό το αριστερόστροφο κόμμα ήρθε τρίτο στις εκλογές του 2018, κερδίζοντας σχεδόν έξι εκατομμύρια ψήφους, που αντιστοιχούν στο 11,7% των συνολικών ψήφων.
Ενώ απευθύνεται σε προοδευτικούς ψηφοφόρους σε εθνικό επίπεδο, εστιάζει κυρίως στην άρθρωση των ανησυχιών των Κούρδων πολιτών της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, βρίσκεται στο στόχαστρο του Ερντογάν εδώ και χρόνια.
«Μαύρο» από τους Κούρδους ψηφοφόρους
Ο χαρισματικός ηγέτης του HDP, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, βρίσκεται στη φυλακή από τον Νοέμβριο του 2016, ενώ σε αρκετά μέλη του κοινοβουλίου έχει αρθεί η βουλευτική τους ασυλία και έχουν φυλακιστεί, συνήθως για «υποστήριξη της τρομοκρατίας», μια γενική κατηγορία που ερμηνεύεται ελεύθερα από τις τουρκικές αρχές.
Ομοίως, τον φετινό Ιανουάριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο «πάγωσε» τα κρατικά κονδύλια του HDP, με την ψευδή αιτιολογία ότι το κόμμα υποστηρίζει την τρομοκρατία. Το δικαστήριο εξετάζει αν θα απαγορεύσει το HDP για παρόμοιους λόγους, ενώ απέρριψε το πρόσφατο αίτημα του κόμματος να αναβληθεί η απαγόρευση για μετά τις εκλογές του Μαΐου.
Αν και ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης δεν έχει καλέσει το HDP να ενταχθεί στις τάξεις του, οι υποστηρικτές του κόμματος θα ψηφίσουν κατά του Ερντογάν. Η απαγόρευση του HDP θα σπείρει σύγχυση και θα εξασφαλίσει ότι λιγότεροι υποστηρικτές του HDP, περίπου το 10% του εκλογικού σώματος, θα πάνε στις κάλπες. Από το 1993, πέντε φιλοκουρδικά κόμματα έχουν κλείσει.
Παρόλα αυτά, δεν είναι σαφές αν οι προσπάθειες του Ερντογάν να καταπνίξει την αντιπολίτευση θα πετύχουν αυτή τη φορά. Αν και ο συντριπτικός έλεγχος των τουρκικών θεσμών, του επέτρεψε να μεταμορφώνει το πολιτικό τοπίο κατά βούληση, η επιδίωξη της εξουσίας τον έχει οδηγήσει σε σημαντικά λάθη.
Για παράδειγμα, το 2019, όταν το AKP έχασε τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη σε μια σοκαριστική ήττα για τον Ερντογάν, ο πρόεδρος παρενέβη και επέβαλε επαναληπτικές εκλογές. Αλλά οι ψηφοφόροι τον ταπείνωσαν επανεκλέγοντας τον Ιμάμογλου, τον αρχικό νικητή, με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά.
Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η λαϊκή αντίδραση στην καταδίκη του Ιμάμογλου και στην αναμενόμενη απαγόρευση του HDP. Ενώ περιμένει να λειτουργήσει η διαδικασία έφεσης, ο Ιμάμογλου περιοδεύει στη χώρα και απευθύνεται σε μεγάλα πλήθη.
Όταν το τελευταίο φιλοκουρδικό κόμμα τέθηκε εκτός νόμου το 2009 – μια ενέργεια στην οποία αντιτάχθηκε ο Ερντογάν – είχε ως αποτέλεσμα σοβαρές ταραχές. Δεδομένης της αβέβαιης αποτελεσματικότητας μιας τέτοιας τακτικής, ο Ερντογάν μπορεί να επιδιώξει να συγκεντρώσει υποστήριξη με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής.
Η αναμέτρηση με τη Δύση
Για έναν αυταρχικό λαϊκιστή όπως ο Ερντογάν, η εξωτερική πολιτική, πέρα από τις παραδοσιακές λειτουργίες της, χρησιμεύει ως σημαντικό εργαλείο αυτοσυντήρησης και αυτοπροβολής. Η σημαντική θέση της Τουρκίας μεταξύ της Ρωσίας, της Μέσης Ανατολής και της Δύσης έχει συμβάλει στην τροφοδότηση της ακόρεστης επιθυμίας του Ερντογάν για αναγνώριση και κύρος.
Ο ρόλος της Τουρκίας στη μεσολάβηση για τη μερική άρση του ρωσικού αποκλεισμού των ουκρανικών λιμανιών και τη δυνατότητα των ουκρανικών φορτίων σιτηρών να φτάσουν σε αγορές του αναπτυσσόμενου κόσμου, για παράδειγμα, έχει προκαλέσει αιτήματα από τους οπαδούς του, να του απονεμηθεί… το Νόμπελ Ειρήνης!
Με τις επικείμενες εκλογές, ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να πιέσει τα εθνικιστικά κουμπιά της Τουρκίας, λαμβάνοντας δημοφιλείς θέσεις που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει η αντιπολίτευση.
Ήδη, η εξακομματική αντιπολίτευση έχει συμφωνήσει με τις περισσότερες από τις πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν για την εξωτερική πολιτική, είτε πρόκειται για τις περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου, είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Συρία και τους Κούρδους. Επίσης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αμφισβήτησαν την πρόσφατη στροφή στις σχέσεις του με χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, ούτε τις άνετες σχέσεις του με την Ρωσία.
Η διαμάχη με τις ΗΠΑ και οι απειλές στην Ελλάδα
Σε εντυπωσιακή αντίθεση με την προσέγγισή του προς την Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, ο Ερντογάν τείνει να είναι πολύ πιο μαχητικός και πολεμοχαρής με τους δυτικούς συμμάχους του. Το να στέκεται απέναντί τους είναι δημοφιλές στην πατρίδα του.
Ως εκ τούτου, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να καταφέρεται εναντίον τους, κατηγορώντας τους για όλα τα δεινά του έθνους, από την κατάσταση της οικονομίας, μέχρι το πραξικόπημα εναντίον του το 2016, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι εμπλέκονται οι ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν έχει θέσει τις βάσεις για πιθανές τουρκικές ενέργειες σε διάφορα άλλα μέτωπα. Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν έρθει σε αντιπαράθεση όλα αυτά τα χρόνια για θέματα όπως τα χωρικά ύδατα, το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου.
Πρόσφατα απείλησε δύο φορές την Ελλάδα, διακηρύσσοντας: «Μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και «Η Ελλάδα φοβάται τους πυραύλους μας. Λένε ότι ο πύραυλος TAYFUN θα χτυπήσει την Αθήνα – θα χτυπήσει, εκτός αν παραμείνετε ήρεμοι».
Επανέλαβε την απειλή του να ξεκινήσει χερσαία εισβολή εναντίον των Κούρδων συμμάχων της Ουάσιγκτον στη Συρία, αν και η τουρκική αεροπορία τούς βομβαρδίζει ήδη, με βλήματα να πέφτουν σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από το αμερικανικό προσωπικό που σταθμεύει εκεί. Εν μέσω αυτής της διεκδικητικής ρητορικής για την τουρκική ισχύ, ο Ερντογάν έχει μετατρέψει την αντιπολίτευση σε δειλό παίκτη που πανηγυρίζει από το περιθώριο.
Συρία, Ελλάδα, Κύπρος οι πιθανοί στόχοι
Αντιμέτωπες με την προοπτική ενός όλο και πιο παρορμητικού Ερντογάν καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το απροσδόκητο από την Τουρκία.
Μεταξύ των πιθανών κινήσεών του είναι μια «τυχαία» – αν και μικρή – σύγκρουση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο με την Ελλάδα, μια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ στη βόρεια Συρία ή, πιο δραματικά, μια αλλαγή του status quo στο τουρκικό τμήμα της Κύπρου.
Υπάρχει ένας ακόμη άγνωστος παράγοντας στην εξίσωση: Ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Ερντογάν έχει ζητήσει την εξουσιοδότηση του Ρώσου ηγέτη για να διεξάγει μεγάλες επιχειρήσεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ εκεί, αλλά ο Πούτιν αρνήθηκε.
Οι υποψίες για ρωσική εμπλοκή στα πρόσφατα περιστατικά με το κάψιμο του κορανίου, όπως άφησε να εννοηθεί ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών, μπορεί να σημαίνουν ότι η Μόσχα ίσως να θελήσει να ανακατέψει το «καζάνι» δίνοντας στην Τουρκία το πράσινο φως για την Συρία.
Οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει σοβαρότερες κρίσεις στη συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας, στις τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις και στο ΝΑΤΟ. Όμως, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι περίπλοκες και εκτεταμένες.
Όσο κι αν η Ουάσιγκτον χρειάζεται την Τουρκία, η Άγκυρα εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ.
Ο Ερντογάν είναι ριψοκίνδυνος, αλλά θα δυσκολευόταν να αγνοήσει ένα σαφές μήνυμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο θα περιέγραφε τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζε αν επέλεγε να «κατασκευάσει» μια αναμέτρηση.