Έπειτα από εβδομάδες πιέσεων, η Γερμανία συμφώνησε να προσφέρει στην εμπόλεμη χώρα τα περιβόητα Leopard 2. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης;
Παρά τις αρχικές αντιστάσεις της, η γερμανική κυβέρνηση εντέλει συμφώνησε στην προσφορά Leopard 2 στον ουκρανικό στρατό, υποκύπτοντας στις επιθυμίες των νατοϊκών της συμμάχων. Όμως αυτή η κατάφαση, στην οποία ήλπιζε το «δυτικό μέτωπο» εδώ και εβδομάδες, δεν ήρθε από μόνη της, αφού, όπως αναφέρει το CNN επικαλούμενο πηγές στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης, είχε προηγηθεί το σχέδιο των ΗΠΑ να αποστείλουν 30 από τα δικά τους M1 Abrams, μια κίνηση κυρίως συμβολικού χαρακτήρα με στόχο την ενθάρρυνση του Βερολίνου.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η Δύση, έπειτα από μήνες αρνήσεων, αποστέλλει για πρώτη φορά τανκς στον ουκρανικό στρατό, σε συνέχεια αρκετών ακόμη τολμηρών πρόσφατων κινήσεων. Τι σημαίνει, όμως, αυτό τόσο για το ίδιο το ΝΑΤΟ, όσο και για την εξέλιξη του πολέμου και τις πιθανότητες άμεσης εμπλοκής της Συμμαχίας;
Διαβάστε επίσης: Qatargate: Η σύζυγος και η κόρη του Παντσέρι αναμένεται να αφεθούν ελεύθερες
Ενωμένο δυτικό μέτωπο;
Η σχετική ανάλυση του Νικ Πάτον Γουολς στο CNN είχε μάλλον διθυραμβικό χαρακτήρα. Ο αρθρογράφος Διεθνούς Ασφάλειας υποστήριξε όχι απλώς ότι το ΝΑΤΟ κατόρθωσε τελικά να φτάσει σε μια κοινή γραμμή που στέλνει σήμα ενότητας στον πλανήτη, αλλά ακόμη και ότι οι μέχρι τώρα διαφωνίες θα μπορούσαν να είναι… τέχνασμα για τα μάτια της Ρωσίας, ώστε να καταστεί σαφές ότι η Δύση εξακολουθεί να μην επιδιώκει την άμεση εμπλοκή της στον πόλεμο.
Φυσικά, πρόκειται για μια ανάγνωση που δεν αγνοεί μόνο τις εβδομάδες διαπραγματεύσεων και αυξημένης πίεσης προς τη Γερμανία (αλλά και την υποχώρηση των ΗΠΑ που εξασφαλίζει ότι το Βερολίνο δεν θα αναγκαστεί να «βγει μπροστά» στην αποστολή εξοπλισμού), αλλά και το χθεσινό «μπλόκο» της Τουρκίας στις συνομιλίες ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, εξαιτίας της καύσης αντιτύπου του Κορανίου κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στη Στοκχόλμη. Ακόμη και ο αναλυτής του CNN αναγνωρίζει ότι κάθε δυτική χώρα έχει και διαφορετικά ιστορικά επιχειρήματα, στα οποία στηρίζει και τη διαφορετική της στάση απέναντι στο Κρεμλίνο.
Ναι, αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη;
Παρά τις συζητήσεις επί συζητήσεων για την αποστολή των Leopard 2 στην Ουκρανία, ο βαθμός στον οποίο θα επηρεάσουν την εξέλιξη των μαχών δεν είναι απολύτως ξεκάθαρος. Όπως αναφέρει ανάλυση του Economist, κύρια αιτία για την αποστολή δυτικών αρμάτων μάχης στην εμπόλεμη ζώνη είναι η προετοιμασία της αμυνόμενης χώρας για τις μάχες της άνοιξης, που αναμένονται σφοδρές, τη στιγμή που τα δυτικά αποθέματα πυρομαχικών μειώνονται έπειτα από μήνες στρατιωτικής υποστήριξης, ενώ οι ρωσικές στρατιωτικές βιομηχανίες εργάζονται τριπλοβάρδιες δίνοντας το προβάδισμα στον εισβολέα. Την ίδια στιγμή, η επιστράτευση που επέβαλε η κυβέρνηση Πούτιν, αυξάνοντας τη δυναμική του στρατού της κατά 200.000 – 300.000 άτομα, εξαφάνισε και το αριθμητικό προβάδισμα του ουκρανικού στρατού.
Αυτά τα δεδομένα εξηγούν σε κάποιο βαθμό τα ασυνήθιστα μεγάλα πακέτα στρατιωτικής βοήθειας που ενέκριναν αυτό το μήνα οι ΗΠΑ, και τα οποία εκτός από πολύ – και υπερσύγχρονο – εξοπλισμό, περιλαμβάνουν και την εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού στη χρήση του. Πέραν των αμερικανικών πακέτων που περιλαμβάνουν εκτός των άλλων και τεθωρακισμένα οχήματα, αντίστοιχο εξοπλισμό έχουν αποστείλει και άλλες δυνάμεις της Δύσης, όπως η Γαλλία, αλλά και η Γερμανία που είχε προσφέρει στον ουκρανικό στρατό Marder.
Τα γερμανικά και αμερικανικά κύρια άρματα μάχης έρχονται να προστεθούν σε όλα αυτά, με στόχο την περαιτέρω υποστήριξη του ουκρανικού στρατού. Θεωρητικά, ο ρόλος που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν στην εξέλιξη του πολέμου, είναι και ο λόγος που η Γερμανία πρόβαλλε αντιστάσεις στην αποστολή τους: σε αντίθεση με άλλες μορφές προηγμένου στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως τα συστήματα εναέριας άμυνας που είχαν προηγηθεί, τα τανκς δεν μπορούν να θεωρηθούν «αμυντικός» εξοπλισμός. Αντιθέτως, σαφής στόχος της χρήσης τους στο πεδίο είναι η ανάκτηση χαμένων ουκρανικών εδαφών μέσω επιθέσεων.
Ωστόσο, είναι εξαιρετικά πιθανό – αν όχι το πιθανότερο – τα άρματα μάχης να μην βρίσκονται σε ουκρανικό έδαφος και στα χέρια κατάλληλα εκπαιδευμένων στρατιωτών εγκαίρως, ώστε να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στις επιθέσεις της άνοιξης. Σε ό,τι αφορά δε τα M1 Abrams, δεν είναι διόλου απίθανο να περάσουν μήνες ή ακόμη και χρόνια μέχρι τα περίπλοκα τανκς να μπορέσουν να αξιοποιηθούν στα αχανή ουκρανικά εδάφη.
Επιπλέον, η ανάλυση του Economist υπογραμμίζει ότι η έλλειψη δυτικών τανκς δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ουκρανικός στρατός. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η απουσία όπλων ακριβείας μεγάλης εμβέλειας, που θα μπορούσαν να καταφέρουν χτυπήματα σε στρατηγικούς στόχους, όπως η γέφυρα που ενώνει την Κριμαία με τη ρωσική ενδοχώρα και, κυρίως, δυτικών αεροσκαφών που θα επέτρεπαν στην Ουκρανία να κυριαρχήσει στον αέρα, διευκολύνοντας την πολεμική της προσπάθεια στο έδαφος. Αυτή τη στιγμή καμιά από τις δυο εμπόλεμες χώρες δεν έχουν κατορθώσει να επικρατήσουν αποφασιστικά στον αέρα.
Μηνύματα στο Κρεμλίνο
Ακόμη, όμως, κι αν η προμήθεια του ουκρανικού στρατού με δυτικά τανκς είναι αμφίβολο ότι θα συμβάλει άμεσα στην άμυνα της Ουκρανίας, πολύ περισσότερο στην ανακατάληψη εδαφών, αυτό δεν σημαίνει ότι το ζήτημα που απασχόλησε τον διεθνή Τύπο τις τελευταίες εβδομάδες δεν έχει βαρύνουσα σημασία για την εξέλιξη του πολέμου.
Η θριαμβευτική ανάλυση του CNN, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι συμβολισμοί στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στα τεκταινόμενα επί του πεδίου – ή έστω στις παρασκηνιακές διεργασίες στη Μόσχα.
Όπως αναφέρει το αμερικανικό μέσο, η διαρκής παροχή όλο και πιο προηγμένου εξοπλισμού στην Ουκρανία αποδεικνύει τη δέσμευση της Δύσης στην υποστήριξη της χώρας, αλλά και την πίστη της στη θετική έκβαση των μαχών. Και αυτό γιατί τα όπλα που αποστέλλουν τα μέλη του ΝΑΤΟ, απαιτούν καιρό ή ακόμη και δεκαετίες για να αντικατασταθούν. Παρόλα αυτά, η Ολλανδία αποφάσισε να προσφέρει στον ουκρανικό στρατό όλα τα Cesar της και η Νορβηγία ένα μεγάλο ποσοστό των Leopard που έχει στην κατοχή της.
Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν πειστεί πως ο πόλεμος θα κριθεί στην Ουκρανία και από την Ουκρανία, και πως δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν τα ίδια τον εξοπλισμό τους απέναντι στη Ρωσία, παρατηρεί ο αναλυτής.
Ταυτόχρονα, μπορεί τα M1 Abrams να αργήσουν να φτάσουν σε ουκρανικό έδαφος – ενώ το ίδιο ισχύει και για τα συστήματα Patriot, η αποστολή των οποίων εγκρίθηκε σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα – όμως μέσα από τις συγκεκριμένες αποφάσεις των ΗΠΑ και των υπόλοιπων συμμάχων τους, εκπέμπεται σαφές μήνυμα ότι η γενναιόδωρη προσφορά δυτικών όπλων θα συνεχίζεται για καιρό, διαρκώς αυξανόμενη.
Κατά τον αναλυτή του CNN, το μήνυμα αυτό θα φτάσει μέχρι το Κρεμλίνο και θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει τριγμούς στο εσωτερικό της ρωσικής κυβέρνησης.
Ωστόσο, ακόμη και η – ιδιαιτέρως αισιόδοξη – ανάλυση του αμερικανικού μέσου, δεν θα μπορούσε να αποφύγει μια προειδοποίηση: όσο αδύναμη και αν μοιάζει αυτή τη στιγμή η Ρωσία, παραμένει μια πυρηνική δύναμη, ενώ ο πόλεμος δεν έχει κριθεί ακόμη. Και οι ρωσικές «κόκκινες γραμμές» μπορεί να αποδεικνύονται ελαστικότερες από τους αρχικούς φόβους της Δύσης, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν.
Από την πλευρά του, ο Economist πηγαίνει τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα, επισημαίνοντας ότι μακροπρόθεσμα αυτές οι κόκκινες γραμμές θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικότερες για τη Δύση από το περί δικαίου αίσθημά της. Όπως σημειώνει η οικονομική εφημερίδα, με αφορμή το ζήτημα της Κριμαίας, την οποία η Ουκρανία υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να ανακαταλάβει σε περίπτωση που είχε επαρκή εξοπλισμό, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα ήταν προετοιμασμένες να υποστηρίξουν έμπρακτα μια τέτοια προσπάθεια.
Επικαλούμενος πηγές στην αμερικανική κυβέρνηση, ο Economist υπογραμμίζει πως οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι στο μέλλον οι στόχοι τους ενδέχεται να αποκλίνουν από εκείνους των Ουκρανών, καθώς προτεραιότητα παραμένει η αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου.
Φυσικά, αυτού του είδους οι προβληματισμοί παραμένουν εξαιρετικά πρόωροι. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα φέρουν οι επόμενοι μήνες – ή και εβδομάδες – στον αιματηρό πόλεμο που οδεύει ολοταχώς προς τη συμπλήρωση ενός έτους συγκρούσεων.